Σε νέα φάση περνά η εμβάθυνση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων και αναβάθμισης του ρόλου της Ελλάδας στον ενεργειακό χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου σηματοδοτούν οι χθεσινές εξελίξεις στην Αθήνα και στη P-TEC. Η συμμετοχή της ExxonMobil με ποσοστό 60% στην κοινοπραξία Energean–Helleniq Energy για το «οικόπεδο 2» στο βόρειο Ιόνιο, καθώς και η κοινή ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ μετά τη Υπουργική Σύνοδο Ενέργειας 3+1, αποτυπώνουν τη διπλή διάσταση της ελληνικής ενεργειακής στρατηγικής.
Η «ιστορική στιγμή» και η ψήφος εμπιστοσύνης
Η συμφωνία που υπογράφηκε παρουσία ανώτερων αξιωματούχων των Ηνωμένων Πολιτειών, μεταξύ των οποίων οι υπουργοί Ενέργειας και Εσωτερικών Κρις Ράιτ και Νταγκ Μπέργκμαν, αποτελεί ισχυρό σήμα αμερικανικής εμπιστοσύνης προς την Ελλάδα.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης χαρακτήρισε την εξέλιξη «ιστορική στιγμή», υπογραμμίζοντας ότι η χώρα «αξιοποιεί με σχέδιο και όραμα τον εθνικό της πλούτο, για μια Ελλάδα ενεργειακά ασφαλή, γεωπολιτικά ισχυρή και επενδυτικά ελκυστική».
Η πρώτη ερευνητική γεώτρηση, που αναμένεται να ξεκινήσει μέσα στους επόμενους 18 μήνες, θα είναι η πρώτη στην Ελλάδα ύστερα από 40 χρόνια. Η επιτυχία της θα καθορίσει τις πραγματικές προοπτικές του οικοπέδου, αλλά ήδη η συμφωνία ενισχύει τον ρόλο της Ελλάδας ως πυλώνα ενεργειακής σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή.
Η στρατηγική του σχήματος 3+1
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στην επίσημη ιστοσελίδα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ δημοσιεύθηκε ταυτόχρονα κοινή δήλωση των κυβερνήσεων των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ελλάδας, της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Ισραήλ, με αφορμή τη Υπουργική Σύνοδο Ενέργειας 3+1.
Στην ανακοίνωση, οι υπουργοί επαναβεβαιώνουν την κοινή τους δέσμευση για προώθηση της ενεργειακής ασφάλειας και συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο, μέσα από το Ενεργειακό Κέντρο Ανατολικής Μεσογείου, το οποίο χαρακτηρίζεται «κλειδί για τη στρατηγική σταθερότητα και ανθεκτικότητα της περιοχής».
Παράλληλα, δηλώνουν την υποστήριξή τους σε ευρύτερα έργα διασύνδεσης στο πλαίσιο του Διαδρόμου Ινδίας–Μέσης Ανατολής–Ευρώπης, προωθώντας την ανάπτυξη ενεργειακών υποδομών και τη συνεργασία για την προστασία κρίσιμων εγκαταστάσεων.
Ιδιαίτερη βαρύτητα έχει η κοινή τους δέσμευση για διαφοροποίηση του ενεργειακού εφοδιασμού και μείωση της εξάρτησης από κακόβουλους παράγοντες, με σαφή αιχμή προς τη Μόσχα. Η ανακοίνωση καταδικάζει τις ρωσικές προσπάθειες παράκαμψης των κυρώσεων για το πετρέλαιο, τονίζοντας την ανάγκη για ενίσχυση της ευρωπαϊκής ασφάλειας και της ενεργειακής ανεξαρτησίας.
Οι υπουργοί συμφώνησαν να συναντηθούν εκ νέου στην Ουάσινγκτον το δεύτερο τρίμηνο του 2026, ώστε να αξιολογήσουν την πρόοδο των κοινών έργων και να ενισχύσουν περαιτέρω τον διάλογο 3+1.
Η Ελλάδα ως γέφυρα
Η συγκυρία των δύο εξελίξεων δεν είναι τυχαία. Αντανακλά τον τρόπο με τον οποίο η Ελλάδα επιχειρεί να κεφαλαιοποιήσει τη θέση της ως πύλη εισόδου αμερικανικού LNG στην Ευρώπη, αλλά και ως κόμβος ηλεκτρικών και ενεργειακών διασυνδέσεων προς τα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο.
Όπως δήλωσε ο υπουργός Ενέργειας Σταύρος Παπασταύρου, «ο κάθετος διάδρομος είναι αποτέλεσμα μιας συνδυασμένης προσπάθειας να εξασφαλίσουμε την ευημερία και την ασφάλεια».
Η Ελλάδα, η Κύπρος και το Ισραήλ, με την αμερικανική υποστήριξη, επιχειρούν να οικοδομήσουν μια νέα ενεργειακή αρχιτεκτονική βασισμένη σε πολυμερείς συνεργασίες, ασφάλεια υποδομών και επενδύσεις σε φυσικό αέριο και ηλεκτρικές διασυνδέσεις.
Η υπογραφή της συμφωνίας εντάσσεται και στο ευρύτερο δόγμα της ενεργειακής πολιτικής του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, το οποίο αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στο σύνθημα «drill, baby, drill». Πρόκειται για μια στρατηγική που βλέπει το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο όχι απλώς ως εμπορεύματα, αλλά ως εργαλεία εξωτερικής πολιτικής και οικονομικής διπλωματίας.
Στο περιβάλλον του Αμερικανού προέδρου, η επιτυχία μετριέται με συγκεκριμένες συμφωνίες που ενισχύουν αμερικανικές επιχειρήσεις και ταυτόχρονα επιβεβαιώνουν τη γεωπολιτική παρουσία των Ηνωμένων Πολιτειών σε καίριες περιοχές. Η Ουάσινγκτον χρησιμοποιεί τη δύναμη των αμερικανικών εταιρειών ενέργειας για να επεκτείνει την επιρροή της, να σταθεροποιήσει συμμαχίες και να περιορίσει την επιρροή ανταγωνιστών όπως η Ρωσία και η Κίνα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η συμμετοχή της ExxonMobil στην Ελλάδα λειτουργεί ως «παραδοτέο» υψηλής στρατηγικής αξίας, μια κίνηση που συνδυάζει επιχειρηματικά συμφέροντα με γεωπολιτικά μηνύματα.
