Ο καθηγητής Ντογάν Τσετίνκαγια εξηγεί τις κοινωνικές και ταξικές εντάσεις που βρίσκονται πίσω από τον τουρκικό εθνικισμό και περιγράφει πώς το τουρκικό κεφάλαιο, συμπεριλαμβανομένου του στρατιωτικού-βιομηχανικού συμπλέγματος, εξαπλώνεται στην Αφρική, αξιοποιώντας παραδοσιακές ιστορικές σχέσεις με τη Λιβύη.
Η Τουρκία έχει έντονη παρουσία στη σημερινή Λιβύη. Ποιο είναι το ιστορικό βάθος αυτής της σχέσης;
Η ιστορία των σχέσεων μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης χρονολογείται από την εποχή που η περιοχή βρισκόταν υπό οθωμανική κυριαρχία.
Η Λιβύη υπήρξε μέρος των ονείρων της Τουρκίας για εξουσία και επέκταση στη Μεσόγειο, τόσο κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο και στη σύγχρονη εποχή.
Τον 19ο αιώνα, με τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού και ανανεωμένου συγκεντρωτισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Λιβύη τέθηκε υπό τον άμεσο έλεγχο της Κωνσταντινούπολης. Ωστόσο, παρόλο που ορισμένες από αυτές τις πολιτικές απέδωσαν αποτελέσματα, η Λιβύη παρέμεινε ένα μακρινό μέρος όπου συχνά εξόριζαν τους πολιτικούς αντιπάλους.
Μάλιστα, η φράση «θα σε εξορίσω στο Φεζάν» χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα στην τουρκική γλώσσα ως απειλή. Η οθωμανική κυριαρχία στη Λιβύη δεν ήταν, λοιπόν, ποτέ πολύ ισχυρή.
Μετά την Επανάσταση του 1908, οι Νεότουρκοι προσπάθησαν να ενισχύσουν την αυτοκρατορία μέσα από τον καταρτισμό Συντάγματος και έναν πιο κεντρικό έλεγχο. Ωστόσο, αυτό οδήγησε στην εισβολή της Ιταλίας στη Λιβύη. Σήμερα, πολλοί άνθρωποι στην Τουρκία θυμούνται τη Λιβύη κυρίως επειδή ο Μουσταφά Κεμάλ (μετέπειτα Ατατούρκ) μετέβη εκεί και προσπάθησε να οργανώσει μια τοπική αντίσταση.
Η οθωμανική αυτοκρατορία δεν ήθελε να ξεκινήσει έναν πλήρη πόλεμο, οπότε επέτρεψε σε ορισμένους αξιωματικούς να πάνε ανεπίσημα στη Λιβύη και να ενθαρρύνουν ορισμένες φυλές να αντισταθούν στην Ιταλία.
Ωστόσο, αυτή η προσπάθεια έληξε με την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων και οι δεσμοί της Τουρκίας με τη Λιβύη διακόπηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ενώ η Λιβύη ήταν ιταλική αποικία από το 1911 έως το 1943, τα αντικαπιταλιστικά κινήματα στη βορειο-αφρικανική χώρα έλαβαν μόνο μακρινή και συμβολική υποστήριξη από τους Τούρκους διανοούμενους. Όταν η Λιβύη ανεξαρτητοποιήθηκε το 1951, η Τουρκία ήταν μία από τις πρώτες χώρες που την αναγνώρισαν, αλλά οι σχέσεις παρέμειναν περιορισμένες.
Τα πράγματα άλλαξαν κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Μουαμάρ Καντάφι, ο οποίος ήρθε στην εξουσία το 1969 μέσω πραξικοπήματος. Ένας σημαντικός λόγος για την αναθέρμανση των σχέσεων ήταν ότι ο Καντάφι υποστήριξε την Τουρκία μετά την επέμβαση στην Κύπρο το 1974, όταν ο δυτικός κόσμος επέβαλε κυρώσεις στην Τουρκία.
Ωστόσο, η πραγματική εμβάθυνση των σχέσεων ήρθε τη δεκαετία του 1980, όταν τουρκικές επιχειρήσεις και κατασκευαστικές εταιρείες ξεκίνησαν μεγάλα έργα στη Λιβύη. Πολλοί Τούρκοι εργαζόμενοι και επενδυτές μετακόμισαν εκεί, γεγονός που συνέβαλε στην ενίσχυση των δεσμών μεταξύ των δύο χωρών.

Ο Ντογάν Τσετίνκαγια
Πώς εξηγείτε την πολιτική της Τουρκίας στη Λιβύη μετά το 2011 και τη λεγόμενη «Αραβική Άνοιξη»;
Μετά το 2011, με τις διαμαρτυρίες της Αραβικής Άνοιξης, ο Καντάφι έχασε την εξουσία και σκοτώθηκε. Εκείνη την εποχή, η Τουρκία είχε μια μονοκομματική κυβέρνηση με ισλαμικό χαρακτήρα, η οποία υποστήριξε την Αραβική Άνοιξη στη Βόρεια Αφρική.
Το κυβερνών «Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης» (AKP) και ο Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν υποστήριξαν τη «Μουσουλμανική Αδελφότητα» και άλλες ισλαμιστικές ομάδες ενάντια στα κοσμικά πλην αυταρχικά καθεστώτα της περιοχής. Αρχικά, η Τουρκία υποστήριξε την προσωρινή κυβέρνηση της Λιβύης, αλλά καθώς το πολιτικό χάος αυξανόταν, έπρεπε να λάβει πιο συγκεκριμένη θέση.
Επέλεξε να υποστηρίξει την «Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας» (GNA: Government of National Accord) με έδρα την Τρίπολη αντί για αυτήν της «Βουλής των Αντιπροσώπων» στο Τομπρούκ. Το 2019-2020, η Τουρκία υπέγραψε στρατιωτικές συμφωνίες και σχημάτισε στρατηγική εταιρική σχέση με την «Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας» (GNA). Με προτάγματα, όπως το Σύμφωνο Θαλάσσης και η εθνικιστική ιδέα της «Γαλάζιας Πατρίδας», η Τουρκία επεδίωξε να επεκτείνει την επιρροή της.
Διεκδίκησε δικαιώματα στη θάλασσα, ιδίως σε περιοχές μεταξύ της Λιβύης και της Τουρκίας και στο Αιγαίο, προκαλώντας εντάσεις με την Ελλάδα.
Στο πλαίσιο αυτό, η Τουρκία παρείχε στρατιωτική υποστήριξη στην κυβέρνηση της Τρίπολης, με συμβούλους επί τόπου, με οπλισμένα ντρόουνς, ακόμη και με αποστολή μισθοφόρων μαχητών. Αν και η πολιτική αυτή απέφερε κάποια πραγματικά αποτελέσματα, η ρητορική για τη «Γαλάζια Πατρίδα» αφορούσε περισσότερο στην πολιτική και στη διπλωματία παρά σε κάποια πραγματική πολεμική αναμέτρηση.
Αντί να ξεκινήσει πλήρεις στρατιωτικές συγκρούσεις, η Τουρκία προέβη σε μικρής κλίμακας παρεμβάσεις και προσπάθησε να κερδίσει την υποστήριξη του λαού μέσω καλλιέργειας εθνικιστικών συναισθημάτων. Παρά τον τολμηρό της τόνο, η πολιτική αυτή δεν είχε ως στόχο την άμεση σύγκρουση με χώρες όπως η Ελλάδα, η Κύπρος ή η Αίγυπτος.
Αν και η περίοδος 2019-2020 φαίνεται σαν να σηματοδοτεί μια σημαντική ανατροπή στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, στην πραγματικότητα ήταν μέρος της προσπάθειας του τουρκικού κράτους να διατηρήσει τη συσσώρευση κεφαλαίου. Ήταν μια απάντηση στην οικονομική κρίση που αντιμετώπιζε ο τουρκικός καπιταλισμός. Το κράτος χρησιμοποίησε τη στρατιωτική του δύναμη για να βοηθήσει τις επιχειρήσεις να διεισδύσουν σε νέες αγορές και να συμμετάσχουν σε μια περιφερειακή ανασυγκρότηση.
Ο ρόλος της Τουρκίας στη Λιβύη δεν αφορούσε μόνο στην εξωτερική πολιτική, αλλά και στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων των τομέων των κατασκευών, της ενέργειας και της υπεργολαβίας. Με την επιβράδυνση της εγχώριας οικονομίας και την αστάθεια της εργασίας, αυτή η κίνηση ήταν ένας τρόπος να αναζητηθούν νέες πηγές κέρδους στο εξωτερικό. Το κράτος ανέλαβε για άλλη μια φορά το έργο της μεταφοράς, της διαχείρισης και της προστασίας του κεφαλαίου.
Πώς αξιολογείτε την τουρκική ιδέα της «Γαλάζιας Πατρίδας»;
Η ιδέα της «Γαλάζιας Πατρίδας», που συζητείται συχνά στην Τουρκία τον τελευταίο καιρό, παρουσιάζεται ως θέμα εθνικής κυριαρχίας. Ωστόσο, αυτό που κρύβεται πίσω από αυτήν τη ρητορική είναι πολύ βαθύτερο. Σχετίζεται περισσότερο με ταξικά συμφέροντα και με την ιστορία. Η πραγματική λειτουργία της «Γαλάζιας Πατρίδας» είναι να ανακουφίσει την κρίση του τουρκικού καπιταλισμού, ανοίγοντας περιοχές στο εξωτερικό για κέρδη και δημιουργώντας νέους τρόπους ανάπτυξης του κεφαλαίου. Δραστηριότητες όπως η εξερεύνηση πετρελαίου και φυσικού αερίου, οι συνομιλίες για τα θαλάσσια σύνορα και η στρατιωτική παρουσία στο εξωτερικό δεν είναι απλώς γεωπολιτικές, αλλά διαμορφώνονται και από ταξικές δυναμικές.
Ο λόγος για τη «Γαλάζια Πατρίδα», που τονίζεται συχνά τα τελευταία χρόνια στην Τουρκία, παρουσιάζεται επιφανειακά ως ζήτημα εθνικής κυριαρχίας. Ωστόσο, οι υποκείμενες δυναμικές αυτής της πολιτικής πρέπει να αναλυθούν σε ένα βαθύτερο, ταξικό και ιστορικά θεμελιωμένο πλαίσιο. Η κύρια λειτουργία της είναι να μετριάσει την κρίση του τουρκικού καπιταλισμού, ανακατευθύνοντάς τον προς περιοχές συσσώρευσης στο εξωτερικό και δημιουργώντας νέα πεδία αξιοποίησης για το κεφάλαιο. Οι δραστηριότητες εξερεύνησης ενέργειας, οι διαπραγματεύσεις για τις θαλάσσιες ζώνες δικαιοδοσίας και οι εκδηλώσεις στρατιωτικής δύναμης δεν είναι μόνο γεωπολιτικές στρατηγικές, αλλά και εκφράσεις ταξικών συμφερόντων.
Ο λόγος για την «Γαλάζια Πατρίδα» αποτελεί ένα ηγεμονικό σχέδιο που στοχεύει στην ανασυγκρότηση της κοινωνικής συναίνεσης μέσω του κρατικού μηχανισμού ασφάλειας και της εθνικιστικής ιδεολογίας. Ενώ η φτώχεια και η επισφάλεια των εργατικών τάξεων βαθαίνουν, η επίκληση μιας εξωτερικής απειλής χρησιμεύει για να συσκοτίσει τις εσωτερικές ταξικές ρωγμές. Με αυτή την έννοια, η «Γαλάζια Πατρίδα» είναι ταυτόχρονα μια στρατηγική του κεφαλαίου και ένας ιδεολογικός μηχανισμός.
Επιπλέον, οι δραστηριότητες εξερεύνησης ενεργειακών πόρων, οι οποίες βρίσκονται στο επίκεντρο αυτής της πολιτικής, παρέχουν σε μεγάλους κεφαλαιουχικούς ομίλους νέες ευκαιρίες σύναψης συμβάσεων, ενώ οι δημόσιοι πόροι μεταφέρονται στον ιδιωτικό τομέα με το πρόσχημα της εθνικής ασφάλειας. Οι εταιρείες που ασχολούνται με επενδύσεις στην αμυντική βιομηχανία, τη ναυπηγική στρατιωτικών πλοίων και την κατασκευή υποβρυχίων είναι οι κύριοι ωφελημένοι από αυτή τη διαδικασία. Σε αυτό το σημείο, το κράτος λειτουργεί για άλλη μια φορά ως καταλύτης της επέκτασης του κεφαλαίου.
Συμπερασματικά, ο λόγος περί «Γαλάζιας Πατρίδας» αποτελεί έναν από τους μηχανισμούς αναπαραγωγής του ηγεμονικού μπλοκ κράτους- κεφαλαίου στην Τουρκία. Λειτουργεί ως εργαλείο «διαχείρισης κρίσεων», στο οποίο ο μιλιταρισμός στην εξωτερική πολιτική και ο εθνικισμός στην εσωτερική λειτουργούν στρατηγικά. Από πολιτική άποψη, είναι απαραίτητο να αποκαλυφθούν οι βαθύτερες προϋποθέσεις αυτής της ρητορικής και να φανερωθούν τα ταξικά συμφέροντα που κρύβονται πίσω από το εθνικιστικό-μιλιταριστικό προσωπείο.
