Την αλλαγή των προτεραιοτήτων των διοικήσεων των ελληνικών τραπεζών διέγνωσε η JP Morgan, κατά το πρόσφατο ταξίδι της στην Αθήνα, βλέποντας ότι πλέον, με τα επιτοκιακά έσοδα να έχουν κορυφωθεί, οι τραπεζίτες εστιάζουν περισσότερο στην πιστωτική επέκταση και στις επιλογές απόδοσης κεφαλαίου. Μια αλλαγή, που όπως σημειώνει η JP Morgan, είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, καθώς οι ελληνικές τράπεζες κατανοούν την αλλαγή της τάσης και προσαρμόζονται.

Οι συζητήσεις που είχε η JP Morgan ήταν θετικές, ειδικά στο μέτωπο του δανεισμού, μετά από μια υποτονική χρονιά, όταν και τα επιχειρηματικά δάνεια κυριάρχησαν. Μια τάση που θα συνεχιστεί και το 2024, αλλά πλέον έχει αρχίσει να βελτιώνεται και η επέκταση στα καταναλωτικά δάνεια (χωρίς εξασφαλίσεις), τα οποία είχαν υποστεί καθίζηση.

Στο μέτωπο της εξυπηρέτησης των δανείων, οι διοικήσεις προβλέπουν αύξηση των εξυπηρετήσεων κατά 4%-6% ετησίως. Ωστόσο, τα ενυπόθηκα δάνεια ακόμη δεν έχουν ανακάμψει, με τις ετήσιες εκταμιεύσεις να κινούνται στα 1-1,2 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου στο 10% των προ κρίσης επιπέδων.

Βέβαια, ειδικά στους τελευταίους τύπους δανείων, τα ενυπόθηκα δηλαδή, οι τραπεζίτες ανέδειξαν το έλλειμμα κατοικιών, μετά από μια δεκαετία και πλέον απουσίας κατασκευαστικής δραστηριότητας, το οποίο κρατά το κόστος υψηλά. Οι προσπάθειες για βελτίωση των συνθηκών ήδη γίνονται, αλλά η ανάκαμψη αυτού του δανεισμού απαιτεί συντονισμένη προσπάθεια τόσο από τις τράπεζες, όσο και από την κυβέρνηση.

Το μέτωπο των μη εξυπηρετούμενων δανείων

Στις συζητήσεις θίχτηκε και το ζήτημα του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs), τα οποία βρίσκονται επί του παρόντος στους servicers. Πρόκειται για ένα μέγεθος που φτάνει τα 70 δισ. ευρώ, μέρος των οποίων μπορεί να επιστρέψει στην εξυπηρέτηση, να «θεραπευτούν» δηλαδή, και να επιστρέψουν στους ισολογισμούς των τραπεζών. Οι τραπεζίτες εμφανίστηκαν ανοιχτοί στο να αποκτήσουν αυτά τα δάνεια, σε μια προσπάθεια να αξιοποιήσουν την βελτιωμένη οικονομική συγκυρία.

Σε αυτό το μέτωπο, ωστόσο, οι εκτιμήσεις για τα «θεραπευμένα» δάνεια διαφέρουν πολύ, καθώς φτάνουν έως και τα 40 δισ., με περίπου 6,5 δισ. ευρώ εξ αυτών να έχουν καταταχθεί ήδη ως εξυπηρετούμενα.

Το ζήτημα των DTC

Σύμφωνα με την JP Morgan, οι τράπεζες φάνηκαν αισιόδοξες για την επιστροφή κεφαλαίου από το 2024 με την έγκριση του SSM. Όπως ανακοινώθηκε προηγουμένως, οι αρχικοί δείκτες πληρωμής μερισμάτων είναι μέτριοι και κυμαίνονται από ~10% για την Πειραιώς έως πάνω από 25% για τη Eurobank και την Εθνική, αλλά αναμένεται να αυξηθούν σταδιακά, φτάνοντας το 40%-50% τα επόμενα 2-3 χρόνια.

Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τους ισχυρούς δείκτες κεφαλαίου, ιδίως για την Εθνική και τη Eurobank, καθώς και την υψηλή οργανική δημιουργία κεφαλαίου που αναμένεται το 2024-2026, η αντιμετώπιση του πλεονάζοντος κεφαλαίου γίνεται όλο και πιο σημαντική.

Ενώ η Eurobank τόνισε τις συνεχιζόμενες συγχωνεύσεις και εξαγορές της στην Κύπρο, η ΕΤΕ επικεντρώνεται στις αγορές χαρτοφυλακίου καθώς και σε συνεργασίες για την ανάπτυξη κεφαλαίων.

Στο επίκεντρο βρίσκονται επίσης οι εξαγορές, με την Εθνική να ελπίζει ότι θα συμπληρώσει τα μερίσματα με μια «επιθετική στρατηγική εξαγοράς» από το επόμενο έτος και μετά. Επιπλέον, η τράπεζα παρακολουθεί τις εξελίξεις που σχετίζονται με το τελικό placement του 18% της Εθνικής Τράπεζας από το ΤΧΣ για ενδεχόμενη εξαγορά. Η JP Morgan επαναλαμβάνει επίσης ότι υποθέτει επαναγορά 8% από την Εθνική το 2024 σε σχέση με το μερίδιο του ΤΧΣ.

Πηγή ΟΤ