Νέα μελέτη που διεξήχθη σε ποντίκια και η οποία δημοσιεύεται στο επιστημονικό περιοδικό «Nature Communications» δείχνει ότι η διατροφή του πατέρα επιδρά στην αγχώδη συμπεριφορά των μελλοντικών γιων του αλλά και στη μεταβολική υγεία που θα έχουν οι κόρες του.

Από γενιά σε γενιά

Η μελέτη αυτή που διεξήχθη από διεθνή ομάδα ερευνητών αποτελεί σημαντικό βήμα προς την κατανόηση σχετικά με το πώς η επίδραση της διατροφής «μεταδίδεται» από γενιά σε γενιά μέσω του σπέρματος. Και μπορεί να δημιουργήσει τη βάση για νέες διατροφικές οδηγίες προς τους μέλλοντες πατεράδες προκειμένου να μειώσουν τις πιθανότητες να «κληροδοτήσουν» στα τέκνα τους μεταβολικές νόσους και διαταραχές της διάθεσης.

Το αναπάντητο ερώτημα

Οι επιστήμονες γνώριζαν ήδη μέσα από μελέτες ότι η διατροφή του αρσενικού ποντικού έχει επίδραση όχι μόνο στη δική του αναπαραγωγική υγεία αλλά και σε εκείνη των απογόνων του. Είχαν επίσης ανακαλύψει ότι η διατροφή των αρσενικών ενήλικων ποντικών μπορεί να επηρεάσει τον μεταβολισμό και τη συμπεριφορά των απογόνων του όπως επίσης και τον κίνδυνο που θα αντιμετωπίσουν στη ζωή τους για εμφάνιση καρκίνου. Εκείνο που δεν γνώριζαν είναι αν οι διαφορετικοί τύποι διατροφής των αρσενικών ποντικών πριν από τη σύλληψη επιδρούν στην υγεία των τέκνων τους.

Αυτή η άγνωστη παράμετρος αποτέλεσε και το σημείο εκκίνησης για τους ερευνητές του κονσόρτσιουμ GECKO με επικεφαλής επιστήμονες στην Κοπεγχάγη, στο Σίδνεϊ και στο Σικάγο.

Η μελέτη με τους 10 τύπους διατροφής

Στο Κέντρο Charles Perkins του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ στην Αυστραλία οι ερευνητές έβαλαν αρσενικά ποντίκια να ακολουθήσουν έναν από 10 διαφορετικούς διατροφής με βάση διαφορές στα επίπεδα πρωτεΐνης, λιπαρών και υδατανθράκων. Στη συνέχεια τα αρσενικά ζευγάρωσαν με θηλυκά τα οποία είχαν ακολουθήσει συμβατική διατροφή. Οταν γεννήθηκαν τα μικρά τους οι επιστήμονες μελέτησαν τη συμπεριφορά και τη φυσιολογία τους.

Τα μείον του λίγη πρωτεΐνη, πολλά λιπαρά

Οπως προέκυψε, τα αρσενικά ποντίκια που είχαν ακολουθήσει διατροφή «φτωχή» σε πρωτεΐνη και «πλούσια» σε υδατάνθρακες ήταν πιο πιθανό να αποκτήσουν αρσενικούς απογόνους με υψηλότερα επίπεδα άγχους (όπως αυτά μετρήθηκαν μέσω του χρόνου που περνούσαν στις ζώνες ασφαλείας του λαβυρίνθου τους). Η μελέτη έδειξε επίσης ότι τα αρσενικά ποντίκια που ακολούθησαν διατροφή με πολλά λιπαρά είχαν περισσότερες πιθανότητες να αποκτήσουν κόρες με υψηλά επίπεδα σωματικού λίπους και αυξημένους δείκτες μεταβολικής νόσου.

«Η μελέτη μας δείχνει ότι το είδος της διατροφής που ακολουθείται πριν από τη σύλληψη μπορεί να διαμορφώσει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της

επόμενης γενιάς» ανέφερε ο επικεφαλής του κονσόρτσιουμ GECKO και εκ των κύριων συγγραφέων της μελέτης, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης και του Πανεπιστημίου της Κυανής Ακτής στη Νίκαια της Γαλλίας Ρομάν Μπαρές.

Η  υγεία και η συμπεριφορά των απογόνων

Ο διευθυντής του Κέντρου Charles Perkins στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ, επίσης εκ των κύριων συγγραφέων της μελέτης Στίβεν Σίμσον σημείωσε από την πλευρά του ότι «είναι εντυπωσιακό το ότι όταν αλλάζουμε το μείγμα πρωτεΐνης, λιπαρών και υδατανθράκων στη διατροφή του πατέρα μπορούμε να επηρεάσουμε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της υγείας και της συμπεριφοράς τόσο στους γιους όσο και στις κόρες του. Υπάρχει πολύ σημαντικό βιολογικό υπόβαθρο εδώ».

Ο αριθμό των θερμίδων

Η ερευνητική ομάδα παρατήρησε επίσης ότι αρσενικά που ακολουθούσαν διατροφή «φτωχή» σε πρωτεΐνη κατάλωναν συνολικά περισσότερη τροφή. Προσδιορίστηκε πάντως ότι και ο αριθμός των θερμίδων παίζει ρόλο στην υγεία των απογόνων εκτός από τη σύσταση της διατροφής των αρσενικών.

«Η μελέτη μας δείχνει ότι δεν παίζει ρόλο μόνο αν τα αρσενικά τρώνε πολύ ή λίγο αλλά και η σύσταση της διατροφής τους σε ό,τι αφορά την επίδραση στους απογόνους τους» υπογράμμισε ο καθηγητής Μπαρές.

Πρέπει να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη μελέτη στα ποντίκια αποτελεί μέρος ενός μεγαλύτερου ερευνητικού προγράμματος του κονσόρτσιουμ

GECKO το οποίο περιλαμβάνει επίσης έρευνες σε ανθρώπους και σε άλλα θηλαστικά.

Προς την έκδοση διατροφικών οδηγιών

«Πιστεύουμε ότι αυτή η μελέτη αποτελεί ένα βήμα προς την έκδοση διατροφικών οδηγιών για τους μελλοντικούς πατεράδες με απώτερο στόχο τη μείωση του κινδύνου μεταβολικών διαταραχών και διαταραχών της διάθεσης στην επόμενη γενιά» κατέληξε ο δρ Μπαρές.