Η βουλευτική ασυλία δεν αποτελεί προσωπικό προνόμιο ενός  βουλευτή αλλά εγγύηση ότι τα μέλη του Κοινοβουλίου της χώρας μπορούν να ασκούν ελεύθερα την εντολή που τους έχει δοθεί από τον ελληνικό λαό χωρίς να εκτίθενται σε αυθαίρετες πολιτικές διώξεις.

Αποτελεί δηλαδή εγγύηση για την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα του Κοινοβουλίου στο σύνολό του και όχι για τον κάθε έναν βουλευτή ξεχωριστά. Δεν είναι δικαίωμα που έχει τεθεί για χάρη του συμφέροντος του κάθε βουλευτή αλλά έχει λειτουργικά χαρακτηριστικά και αποτελεί θεσμική εγγύηση που λειτουργεί υπέρ της Βουλής.

«Τα μέλη του Κοινοβουλίου δεν υπόκεινται σε έρευνα, κράτηση ή δίωξη εξαιτίας γνώμης που εξέφρασαν ή ψήφου που έδωσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους», προβλέπει το Σύνταγμα. Αντίστοιχη ασυλία αναγνωρίζεται και στα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Η παραπάνω αναφορά σχετίζεται περισσότερο με την άσκηση των καθηκόντων του κοινοβουλευτικού έργου και όχι  με ποινικά αδικήματα στα οποία τυχόν έχει υποπέσει ο βουλευτής και είναι άσχετα με την ιδιότητά του ως μέλος του κοινοβουλίου ή της κυβέρνησης.

Σε αυτήν την περίπτωση, της καθαρά ποινικής εμπλοκής με ζήτησα άσχετο από το κοινοβουλευτικό έργο,  η άρση της ασυλίας ζητείται από τον Αρμόδιο Εισαγγελέα, εκτός αν πρόκειται για αυτόφωρα αδικήματα, οπότε αίρεται αυτοδικαίως.

Σύμφωνα με τον καθηγητή Δημοσίου Δικαίου στο ΕΚΠΑ Γιάννη Τασόπουλο:  «Η ασυλία των βουλευτών στην εποχή μας ξενίζει. Φαίνεται στα μάτια πολλών ως αδικαιολόγητη προνομία, ως εξαίρεση από τη θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου, δηλαδή την ισότητα ενώπιον του νόμου. Η αντίδραση αυτή είναι κατανοητή και δικαιολογημένη, όταν η ασυλία των βουλευτών παίρνει τη μορφή του ακαταδίωκτου, το οποίο τους θέτει στο απυρόβλητο από την ποινική δίωξη, ακόμη και όταν δεν πρόκειται για πράξη ή παράλειψη βουλευτή, η οποία να συνδέεται με την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων του».

Αρση κοινοβουλευτικής ασυλίας

Η βουλευτική ασυλία ακόμη και αν αίρεται δύσκολα δεν είναι ακλόνητη. Μπορεί να αρθεί αλλά για αυτό πρέπει να πληρούνται μια σειρά προϋποθέσεων όπως αυτές ορίζονται από το άρθρο 86 του Συντάγματος.

Δίωξη κατά μελών της κυβέρνησης – Ειδικό Δικαστήριο (άρθρο 86)

1. Μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως νόμος ορίζει. Απαγορεύεται η θέσπιση ιδιώνυμων υπουργικών αδικημάτων.

2. Δίωξη, ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση κατά των προσώπων και για τα αδικήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν επιτρέπεται χωρίς προηγούμενη απόφαση της Βουλής κατά την παράγραφο 3.

Αν στο πλαίσιο άλλης ανάκρισης, προανάκρισης, προκαταρκτικής εξέτασης ή διοικητικής εξέτασης προκύψουν στοιχεία, τα οποία σχετίζονται με τα πρόσωπα και τα αδικήματα της προηγούμενης παραγράφου, αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, προανάκριση ή εξέταση.

3. Πρόταση άσκησης δίωξης υποβάλλεται από τριάντα τουλάχιστον βουλευτές. Η Βουλή, με απόφασή της που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, συγκροτεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, διαφορετικά, η πρόταση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη. Το πόρισμα της επιτροπής του προηγούμενου εδαφίου εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής, η οποία αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Με τη διαδικασία και την πλειοψηφία του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής η Βουλή μπορεί οποτεδήποτε να ανακαλεί την απόφασή της ή να αναστέλλει τη δίωξη, την προδικασία ή την κύρια διαδικασία.

Το ειδικό δικαστήριο

4. Αρμόδιο για την εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων σε πρώτο και τελευταίο βαθμό είναι, ως ανώτατο δικαστήριο, Ειδικό Δικαστήριο που συγκροτείται για κάθε υπόθεση από έξι μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και επτά μέλη του Αρείου Πάγου. Τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου κληρώνονται, μετά την άσκηση δίωξης, από τον Πρόεδρο της Βουλής σε δημόσια συνεδρίαση της Βουλής, μεταξύ των μελών των δύο ανώτατων αυτών δικαστηρίων, που έχουν διορισθεί ή προαχθεί στο βαθμό που κατέχουν πριν από την υποβολή πρότασης για άσκηση δίωξης. Του Ειδικού Δικαστηρίου προεδρεύει ο ανώτερος σε βαθμό από τα μέλη του Αρείου Πάγου που κληρώθηκαν και μεταξύ ομοιόβαθμων ο αρχαιότερος.

Στο πλαίσιο του Ειδικού Δικαστηρίου της παραγράφου αυτής λειτουργεί Δικαστικό Συμβούλιο που συγκροτείται για κάθε υπόθεση από δύο μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και τρία μέλη του Αρείου Πάγου. Τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου δεν μπορεί να είναι και μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου. Με απόφαση του Δικαστικού Συμβουλίου ορίζεται ένα από τα μέλη του που ανήκει στον Άρειο Πάγο ως ανακριτής. Η προδικασία λήγει με την έκδοση βουλεύματος.

Η σύσταση του ειδικού δικαστηρίου

Καθήκοντα εισαγγελέα στο Ειδικό Δικαστήριο και στο Δικαστικό Συμβούλιο της παραγράφου αυτής ασκεί μέλος της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου που κληρώνεται μαζί με τον αναπληρωτή του. Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και για τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου ενώ το δεύτερο εδάφιο και για τον εισαγγελέα.
Σε περίπτωση παραπομπής προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός, ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου συμπαραπέμπονται και οι τυχόν συμμέτοχοι, όπως νόμος ορίζει.

5. Αν για οποιονδήποτε άλλο λόγο, στον οποίο περιλαμβάνεται και η παραγραφή, δεν περατωθεί η διαδικασία που αφορά δίωξη κατά προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός, η Βουλή μπορεί, ύστερα από αίτηση του ίδιου ή των κληρονόμων του, να συστήσει ειδική επιτροπή στην οποία μπορούν να μετέχουν και ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί για τον έλεγχο της κατηγορίας.

Σύμφωνα με τον καθηγητή Γιάννη Τασόπουλο «το ζητούμενο δεν είναι η κατάργηση της ασυλίας των βουλευτών, αλλά ο εξορθολογισμός της. Το ανεύθυνο του βουλευτή για τη γνώμη ή την ψήφο του είναι διαχρονικά έγκυρο και απαραίτητο. Ως προς το ακαταδίωκτο, λύση μπορεί να αποτελεί η αντιστροφή του κανόνα: ο βουλευτής να διώκεται, όπως κάθε άλλος πολίτης, εκτός αν αποφασίσει διαφορετικά η Βουλή».

Το ακαταδίωκτο των βουλευτών

Σύμφωνα με το άρθρο 62 του Συντάγματος για το Ακαταδίωκτο των βουλευτών ισχύουν τα εξής:

Όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος, ο βουλευτής δεν διώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με άλλο τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια του Σώματος. Επίσης δεν διώκεται για πολιτικά εγκλήματα βουλευτής της Βουλής που διαλύθηκε, από τη διάλυσή της και έως την ανακήρυξη των βουλευτών της νέας Βουλής.

Η σχετική άδεια δίδεται από τη Βουλή υποχρεωτικά εφόσον η αίτηση της εισαγγελικής αρχής αφορά αδίκημα το οποίο δεν συνδέεται με την άσκηση των καθηκόντων ή την πολιτική δραστηριότητα του βουλευτή.

Η Βουλή, με ευθύνη του Προέδρου της, αποφαίνεται υποχρεωτικά σχετικά με το αίτημα μέσα σε τρεις μήνες αφότου η αίτηση του εισαγγελέα για δίωξη διαβιβάστηκε στον Πρόεδρο της Βουλής. Η τρίμηνη προθεσμία αναστέλλεται κατά τη διάρκεια των διακοπών της Βουλής. Δεν απαιτείται άδεια για τα αυτόφωρα κακουργήματα.