«Πώς να μιλήσει κανείς σήμερα για την ποίηση; Το πρόβλημα δεν είναι η παροιμιώδης σκοτεινότητά της, δεν είναι καν η απουσία κοινών ποιητικών αρχών, οραμάτων ή σημείων αναφοράς ανάμεσα στους σύγχρονους ποιητές. Είναι προπαντός η πλήρης ρευστότητα, αν όχι διάλυση των κριτηρίων για την προσέγγιση και αξιολόγηση ενός ποιητικού έργου. Ο κριτικός στέκει μπροστά στο ποίημα αμήχανος. Αισθανόμενος ότι δεν υπάρχει τρόπος (ή σωστότερα: δεν υπάρχει βάση) για να το κρίνει…».

Και αμέσως μετά από αυτήν την επιτηδευμένη απορία ο κριτικός (Δ. Κούρτοβικ, «Τα Νέα» 14/1/97) στήνει την κρεατομηχανή της βεβαιότητας. Η «βάση» που μας λέει για να κρίνει, υπάρχει. Είναι η απόφαση ενός ανθρώπου να επιβάλει ένα «εγώ κρίνω», με ό,τι σημαίνει αυτό για τον Θεό. Ο κριτικός δικαιολογεί το αδικαιολόγητο: την υποκρισία που δικαιολογεί. Είναι υποχρεωμένος να το κάνει, αλλιώς μένει ανεπάγγελτος. Και όταν τεχνηέντως αναρωτιέται για το «πώς να μιλήσει για την ποίηση», παραλείπει ένα προηγούμενο ερώτημα: «τι σημαίνει να μιλάς;».

Κι ενώ η ερώτησή του («πώς να μιλήσει κανείς;») παράγει ήδη ένα κριτικό αποτέλεσμα επί των προϋποθέσεων της κρίσης του -σύμφωνα με τις οποίες θα ώφειλε να γνωρίζει τι σημαίνει να μιλάς πριν μιλήσεις- αυτός ομιλεί. Η κριτική του τότε, εκτός από ολίσθημα της κρίσης γίνεται και ένα ολίσθημα της γλώσσας. Μια παραδρομή απαραίτητη όμως για το κύρος του ως κριτικού. Η απόφαση και όχι η αναποφασιστικότητά του προ του έργου είναι εκ παραδρομής καλλιτεχνική. Στην πραγματικότητα είναι πολιτική. Πώς λοιπόν να μη γίνεται ο «χαφιές», όπως τον ονομάζει ο Φλωμπέρ, ή ο νταβατζής κάποιου ταλαίπωρου που επιθυμεί να κριθεί δίχως όμως να συνειδητοποιεί το αντίτιμο. Κάτι δηλαδή σαν την περίιπτωση της δωδεκάχρονης που ο Μίχος δεν την βίασε, όπως απεφάνθη η εισαγγελεύς αλλά την πηδούσε με τη συναίνεσή της. Ποιος είπε πώς και ο ποιητής δεν είναι ένα δωδεκάχρονο κορίτσι;

«Η κριτική της κριτικής δύναμης» του Καντ και όχι «οι κριτικοί», θέλει η δυνατότητα της κρίσης να θεμελιώνεται σε μια a priori αρχή, ώστε, γράφει ο Καντ, «αν μπορεί να αποδειχθεί ότι πράγματι (ο κριτικός) έχει δικαίωμα να αξιώνει γενική ισχύ, τότε έχει ανάγκη μια κριτική της κριτικής δύναμης ως μιας δύναμης ιδιαζουσών υπερβατολογικών αρχών.» Ποιες υπερβατολογικές αρχές διέπουν τις κριτικές των κριτικών μας; Ποια αναστοχαστική κρίση κανονίζεται από μια θεωρητική αδυναμία και όχι μια εγωιστική δύναμη ώστε η κριτική να γίνει αναπλήρωμα και αποκατάσταση του έργου; Πώς ο κριτικός αυτοσυντρίβεται κρίνοντας;

Και πώς όσο πιο πολύ καταφάσκει τόσο πιο ευεργετικός γίνεται για το έργο; Ανάμεσα στον αναγνώστη και στο έργο, ο κριτικός «αυτό το πονηρό υβρίδιο ανάγνωσης και γραφής, αυτός ο άνθρωπος, παράξενα εξειδικευμένος στην ανάγνωση, ο οποίος παραταύτα ξέρει να διαβάζει μόνο γράφοντας και γράφει μόνο για να διαβάζει», θα μπορούσε άραγε να γράψει χωρίς να διαβάσει; Και θα μπορούσε να δει το έργο χωρίς έχοντας δει τις προκαταλήψεις του ως κριτικός;

«Και ο ποιητής αργοπορεί…»

Ο κριτικός όμως επείγεται να τον κανονίσει πάση θυσία. Αγνοεί ότι η κριτική είναι κατ’ εξοχήν ένα opus incertum και προφανώς εισέρχεται στην «βεβαιότητα» για την οποία μας έλεγε στην αρχή ο Κούρτοβικ.

Ξέρει όμως το εξής: «Ότι η κριτική δεν είναι ένας από τους τρόπους που καταφάσκουν την λογοτεχνία. Αλλά ο τρόπος με τον οποίο καταφάσκονται το Πανεπιστήμιο και η δημοσιογραφία». Αν δεν το ξέρει, ας ανοίξει τον Μπλανσό («Τι συμβαίνει με την κριτική;» Περ. Λόγου Χάριν τ.3)

Υπάρχουν εξαιρέσεις; Ναι, αλλά όχι στα μέλη μιας επιτροπής εκ του νόμου και στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως που οφείλει σύννομο σκεπτικό σε μια σύννομη γλώσσα καθηγητών μεταξύ τους -όπως ο νόμος ορίζει. Γίνεται διαφορετικά; Δεν γίνεται. Και γι’ αυτό δέχτηκα να προεδρεύσω προ πολλών ετών σε αυτήν την επιτροπή. Διότι από τότε κατάλαβα ότι ουδέποτε πρόκειται να βραβευθώ και προτίμησα να προεδρεύω της κρίσης του εαυτού μου. Διότι μετά θάνατον μπορεί να είναι και αλλιώς. Πίστεψα τότε κι εγώ πως υπάρχει ένας μακιαβελικός τρόπος να κακίζεις τον Μακιαβέλι στρέφοντας το βλέμμα σου στον ουρανό, άνω για να μη βλέπεις αυτό που κάνεις κάτω. Η Αγία Τερέζα το κατάφερε: τον οργασμό της κάτω, τον δικαιολόγησε με την έκστασή της επάνω. Αλλά όπως μας έδειξε ο Μπερνίνι, στο μπαρόκ, πάνω κάτω είναι το ίδιο πράγμα.

ΥΓ. Είναι αφελής όποιος πιστέψει στην τροποποίηση του status του θεσμού των Λογοτεχνικών Κρατικών Βραβείων. Το πρόβλημα που θέτει η κριτική δεν είναι νομοτεχνικού χαρακτήρα αλλά αισθητικού. Και το περίφημο de gustibus non est disputandum συνιστά κατά τη γνώμη μου υπεκφυγή. Συζητάμε και αξίζει να σκεφτούμε ότι η αισθητική είναι περισσότερο κοινωνικό ζητούμενο παρά ατομικό και πως το πρόβλημα μεταξύ ενός «γουστάρω» και ενός «διακρίνω» επιλύεται μόνο με τη σύνθεση μεταξύ της τάσης και του τρόπου που την ικανοποιεί. Διότι η τάση (το γούστο) ικανοποιείται εν τέλει με μέσα που δεν εξαρτώνται μόνον από αυτήν. Και φυσικά η αρχή της αντιπροσώπευσης, ξέρω ξέρω…

Αλλά το κακό γούστο του κράτους που το περνάει δια του εκάστοτε «αρμόδιου» υπουργού στις «αρμόδιες» Επιτροπές κρίσης, δεν βελτιώνεται. Αντιθέτως, επιδεινώνεται κατευθυνόμενο στην αισθητική της μαζικότερης των τρόπων, τουτέστιν της τηλεόρασης. Ως εάν οι επιτροπές αυτές να είναι προθάλαμος των media και της αγοράς.

Ο πολιτισμός και οι επιλογές του δεν είναι οι εκλογές του Κασσελάκη από τη βάση, δηλαδή την πλειοψηφία. Άλλη είναι η βάση της αισθητικής κρίσης: η κινούμενη άμμος στην κλεψύδρα του έργου. Απ’ όλους τους κόκκους, αυτοί που θα συγκινηθούν θα μείνουν σαν κατακάθι στο γυαλί.