Η ενσωμάτωση βιώσιμων πρακτικών σηματοδοτεί τη θέληση των επιχειρήσεων να συνδράμουν στην παγκόσμια απαίτηση αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, και παράλληλα να ανταποκριθούν στις αυξανόμενες προτιμήσεις των καταναλωτών για φιλικά στο περιβάλλον προϊόντα. Η στρατηγική επιλογή της Ευρώπης να καταστεί η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος, έως το 2050, αναμένεται να επιταχύνει τις προσπάθειες των επιχειρήσεων να εντάξουν τη βιωσιμότητα στον πυρήνα λειτουργίας τους.

Ήδη, οι ελληνικές βιομηχανίες αναγνωρίζουν ολοένα και περισσότερο την ανάγκη υιοθέτησης πρακτικών που οδηγούν σε μείωση του ανθρακικού  αποτυπώματος, κατά μήκος του παραγωγικού και εφοδιαστικού τους κυκλώματος. Ζητήματα όπως η μετάβαση σε πηγές καθαρής ενέργειας, η βέλτιστη αξιοποίηση πόρων, η ελαχιστοποίηση των αποβλήτων, αγγίζουν σε μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με το παρελθόν τις επιχειρήσεις.

Παρ΄ όλα αυτά, η πράσινη μετάβαση παραμένει ένα σύνθετο και απαιτητικό εγχείρημα που χρειάζεται περισσότερη προσπάθεια, καλύτερη ενημέρωση και συντονισμένη δράση Πολιτείας – επιχειρήσεων.

Είναι ενδεικτικό ότι σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ΣΕΒ, ποσοστό 52% του δείγματος των επιχειρήσεων που συμμετείχαν δεν ήταν ενημερωμένο για τη βιώσιμη ανάπτυξη, ενώ 40%  δήλωσε ότι δεν προτίθεται να εντάξει άμεσα στη στρατηγική του δράσεις βιωσιμότητας.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ενίσχυση της βιωσιμότητας της εφοδιαστικής αλυσίδας σε όλα τα επιμέρους στάδια που έπονται της παραγωγής/συσκευασίας (μεταφορά, αποθήκευση, διανομή, παραλαβή).

Η ενσωμάτωση βιώσιμων πρακτικών στην εφοδιαστική αλυσίδα των ελληνικών επιχειρήσεων αποτελεί μία άσκηση με πολυδιάστατες ρυθμιστικές, τεχνολογικές, επιχειρηματικές και χρηματοδοτικές προκλήσεις όπως είναι:

  • Η ανάπτυξη μίας επιχειρηματικής κουλτούρας φιλικής στη λογική της βιώσιμης εφοδιαστικής. Αυτό προϋποθέτει ενημέρωση των διοικήσεων των επιχειρήσεων για τα δυνητικά οφέλη της πράσινης μετάβασης και ενθάρρυνση & εκπαίδευση των εργαζομένων στη εφαρμογή πράσινων πρακτικών.
  • Η δημιουργία συνεργατικών σχέσεων μεταξύ όλων των εμπλεκομένων στο εφοδιαστικό δίκτυο (προμηθευτές πρώτων υλών, παραγωγικές μονάδες, επιχειρήσεις logistics, εταιρίες χονδρεμπορίου – λιανεμπορίου). Πάροχοι logistics και μεταφορείς πρέπει να είναι σε θέση να παρέχουν τις αναγκαίες πληροφορίες και δεδομένα εκπομπής άνθρακα στις επιχειρήσεις, ώστε οι περιβαλλοντικοί στόχοι να θέτονται με ακρίβεια. Επίσης, η επιλογή των συνεργατών αναμένεται να βασίζεται σε προδιαγραφές συμμόρφωσης με περιβαλλοντικά πρότυπα και καλές πράσινες πρακτικές.
  • Η δημιουργία ενός απλού, ξεκάθαρου υποστηρικτικού ρυθμιστικού πλαισίου που θα υποστηρίζεται από εργαλεία έγκαιρης ενημέρωσης των επιχειρήσεων για τις υποχρεώσεις συμμόρφωσης που απορρέουν από την περιβαλλοντική νομοθεσία.
  • H χρηματοδότηση του κόστους προμήθειας του απαιτούμενου εξοπλισμού – «καθαρών» οχημάτων και εκπόνησης των συνοδευτικών μελετών. Παρατηρείται συχνά το φαινόμενο μικρότερου μεγέθους επιχειρήσεις, με περιορισμένη δυνατότητα πρόσβασης σε χρηματοδοτικά εργαλεία, να αναβάλλουν ή / και να ακυρώνουν τα σχέδια μείωσης του ανθρακικού τους αποτυπώματος.
  • Η αξιοποίηση σύγχρονων ψηφιακών εργαλείων για την ανάπτυξη της βιώσιμης εφοδιαστικής. Πλέον, η χρήση συστημάτων αυτοματισμού (ERP, WMS, MES), σένσορων συλλογής δεδομένων, εφαρμογών Real Time Location και RFID καθώς και συστημάτων παρακολούθησης στόλου μέσω ΙοΤ, και λύσεων Blockchain παρέχει τη δυνατότητα λήψης αποφάσεων που είναι περιβαλλοντικά επωφελείς και οικονομικά αποδοτικές για τις επιχειρήσεις.

Σε κάθε περίπτωση, η επίτευξη των στόχων της πράσινης μετάβασης για την εγχώρια εφοδιαστική αλυσίδα προϋποθέτει συστηματική προετοιμασία για την ανάπτυξη βιώσιμων εμπορευματικών μεταφορών, κατά τρόπο που να ενισχύει την αποδοτική λειτουργία και τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των εγχώριων παραγωγικών επιχειρήσεων.

Επισημαίνεται ότι στην Ελλάδα, το 98% των εμπορευματικών μεταφορών πραγματοποιείται οδικώς, απουσία επαρκών σιδηροδρομικών συνδέσεων με βιομηχανικές συγκεντρώσεις και εμπορικούς λιμένες, ενώ ο διαθέσιμος στόλος φορτηγών είναι ο γηραιότερος στην ΕΕ.

Η πρόκληση της απανθρακοποίησης των εμπορευματικών μεταφορών στη χώρα μας γίνεται ακόμη πιο περίπλοκη δεδομένου ότι:

  • Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προωθεί ένα ιδιαίτερα φιλόδοξο πρόγραμμα μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) για τα καινούργια βαρέα φορτηγά κατά 90% από το 2040, με ενδιάμεσους στόχους 45% και 65% από τα έτη 2030 και 2035 αντίστοιχα.
  • Ξεκινά σταδιακά η εφαρμογή πρόσθετων πράσινων φόρων στις μεταφορές, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, που αφορούν:
  • Την ένταξη της ναυσιπλοΐας στο σύστημα ΕU ETS,
  • Την μετατροπή της Μεσογείου σε Περιοχή Ελέγχου Εκπομπών (ECA – Emission Control Area),
  • Την ενσωμάτωση της χρέωσης των ρύπων στον υπολογισμό των διοδίων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο,
  • Την ένταξη των φορτηγών οχημάτων στο Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών ETS II.

Οι παραπάνω εξελίξεις διαμορφώνουν την ανάγκη δημιουργίας ενός συνεκτικού σχεδίου μετάβασης στην επόμενη ημέρα των «Πράσινων Μεταφορών» με δράσεις και πρωτοβουλίες, όπως είναι:

  • Η επικαιροποίηση του Εθνικού Στρατηγικού Σχεδίου Μεταφορών της Ελλάδας, με βασικούς άξονες:
  • Την επίτευξη των στόχων μείωσης εκπομπής ρύπων στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας και των λοιπών Κοινοτικών πρωτοβουλιών που μεσολάβησαν από την κατάρτισή του.
  • Την εξυπηρέτηση περιοχών με σημαντικό όγκο βιομηχανικής παραγωγής.
  • Η ενίσχυση του ρόλου του σιδηροδρόμου στις εμπορευματικές μεταφορές, στο πλαίσιο μιας συνολικής εθνικής προσπάθειας ανάταξης και αναζωογόνησης των σιδηροδρομικών μεταφορών (Μόλις το 0,4% των συνολικών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου της ΕΕ προέρχονται από τον σιδηροδρομικό τομέα).
  • Η κατάρτιση ενός εθνικού σχεδίου σύνδεσης των πυκνών βιομηχανικών συγκεντρώσεων (ΒΙΠΕ, κ.α.) και συγκεντρώσεων εφοδιαστικής με το σιδηροδρομικό δίκτυο και τα λιμάνια. Χρειάζεται προτεραιοποίηση βάσει ιδιωτικοοικονομικών κριτήριων, συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα και χρηματοδοτικό πλαίσιο.
  • Η προώθηση των δια-τροπικών μεταφορών, μέσω της διασφάλισης συνδέσεων (οδικών και σιδηροδρομικών) καθώς και των κατάλληλων υποδομών των λιμένων αλλά και των απαραίτητων εξυπηρετήσεων (τελωνείων, αποθηκών), με βάση μία ολοκληρωμένη εθνική πολιτική
  • Η παροχή κινήτρων ενίσχυσης του πρόσθετου κόστους για την προμήθεια «πράσινων» φορτηγών με πλήρη αξιοποίηση των δυνατοτήτων που παρέχει η ευρωπαϊκή νομοθεσία
  • Η αύξηση του μέγιστου μεικτού βάρους των φορτηγών από 42 στους 44 τόνους στη Ελλάδα για να διευκολυνθούν οι συνδυασμένες μεταφορές προς Ιταλία-Γερμανία-Αυστρία-Γαλλία. Κατά αυτόν τον τρόπο αυξάνεται η μεταφερόμενη ποσότητα προϊόντος ανά δρομολόγιο φορτηγού, μειώνεται το μεταφορικό κόστος και η εκπομπή των ρύπων.

*Ο Χρήστος Βασιλάκος είναι Senior Advisor του Τομέα Βιομηχανίας, Ανάπτυξης, Τεχνολογίας & Καινοτομίας του ΣΕΒ