Κέντρο για τις Απόκριες και το Καρναβάλι αποτέλεσε η μεταεπαναστατική, οθωνική Αθήνα των μερικών χιλιάδων κατοίκων,  όπως προκύπτει από τις αναφορές των λαογράφων για τα αποκριάτικα έθιμα της εποχής.

Κυρίαρχη θέση στην Αθηναϊκή Αποκριά είχε διαγράψει, μεταξύ πολλών άλλων εθίμων,  το εθιμικό τρίπτυχο που  δημιουργήθηκε από την «αθηναϊκή καμήλα», τη «χάσκα» και τα «Ταράματα». Τρία έθιμα που χαρακτήριζαν τον εορτασμό της Αποκριάς  τα χρόνια της τουρκοκρατίας, τα πρώτα μεταεπαναστατικά χρόνια και την περίοδο μετά το γύρισμα του 19ου αιώνα.

Αλλά τι ακριβώς  ήταν αυτά τα τρία έθιμα που στο πέρασμα των χρόνων έχασαν την εορταστική τους αίγλη και εν τέλει υποχώρησαν μπροστά στους νέους τρόπους του εορτασμού της Αποκριάς που εισήχθησαν από την Ευρώπη;

«Τα μέλη της αποκριάτικης κομπανίας  έτρεχαν σα δαιμονιζμένα, έκρωζαν σα θηρία και έκαναν εκκωφαντικό θόρυβο…»

Τα «Ταράματα»

Ο φόβος και ο τρόμος των μικρών παιδιών κατά την Αποκριά στην οθωνική Αθήνα ήταν τα αποκαλούμενα  «ταράματα».

Σύμφωνα  με τις αναφορές του ακαδημαϊκού Δημήτρη Καμπούρογλου επρόκειτο για αποκριάτικο έθιμο που οι ρίζες του φτάνουν στις αρχαίες βακχικές πομπές.

Ηταν ένας  χορός μεταμφιεσμένων και όσοι συμμετείχαν έβαφαν τα πρόσωπά τους με φούμο ή μεταμφιέζονταν σε ζώα – φορώντας μουτσούνες αλλά και τομάρια από σφαχτά.

Τα μέλη της αποκριάτικης κομπανίας  έτρεχαν σα δαιμονιζμένα, έκρωζαν σα θηρία και έκαναν εκκωφαντικό θόρυβο με διάφορα αντικείμενα, δημιουργώντας γύρω τους αναστάτωση και σπέρνοντας τον πανικό στα μικρά παιδιά.

Οι πίνακες του Νικολάου Γύζη

«Ταράματα», μασκαράδες ντυμένοι με τομάρια, εισβάλλουν σε ένα αθηναϊκό σπίτι τη στιγμή που η οικογένεια απολαμβάνει το γεύμα της. «Αποκριά στην Αθήνα». Νικόλαος Γύζης. Ελαιογραφία σε μουσαμά (1892).

Το φόβο που προκαλούσε στις τρυφερές ηλικίες η αποκριάτικη παρέα των τομαροφορεμένων στα «Ταράματα» απεικονίζει με την ιδιαιτερότητα των μορφών και των φωτοσκιάσεών του, ο κορυφαίος Έλληνας ζωγράφος  Νικόλαος Γύζης σε τέσσερις πίνακές του με τον τίτλο:  «Αποκριά στην Αθήνα».

Οι μασκαράδες είναι μεταμφιεσμένοι σε δαιμόνια, τυλιγμένοι με τομάρια ζώων και βαμμένοι τρομακτικά.

Νικόλαος Γύζης – «Αποκριά στην Αθήνα» (1892) λάδι σε μουσαμά. Εθνική Πινακοθήκη

Η αντίθεση μεταξύ της αποστροφής των παιδικών προσώπων στον τρόμο και της ευθυμίας των ενηλίκων, όπως και του φωτός με τις σκιές ,  αναμειγνύονται με τις μάσκες και τα μπαλόνια, αποτυπώνοντας τα χαρακτηριστικά της αποκριάτικης γιορτής.

Μεταγενέστερος πιθανότητα πίνακας του Νικόλαου Γύζη (επάνω)  που επίσης αναφέρεται στην Αποκριά των Αθηνών,  απεικονίζει την έλευση κάποιων νέων στοιχείων στον εορτασμό και στην μεταμφίεση καθώς μεταξύ της βακχικής κομπανίας διακρίνεται και ένα κατά πολύ νεότερο μέλος της μεταμφιεσμένο ως πιερότος.

Η αθηναϊκή «καμήλα»

Στην Αθήνα των μετεπαναστατικών χρόνων, η είσοδος του Τριωδίου για όσους δεν το αντιλαμβανόντουσαν εγκαίρως, γινόταν αντιληπτή  με την έξοδο της «Καμήλας» στους  δρόμους και τις γειτονιές.

Το αποκριάτικο έθιμο της «Καμήλας» σύμφωνα με τα όσα έγραψε  στο παρελθόν  ο Φώτος Γιοφύλλης ήταν ένα καθαρά αθηναϊκό δημιούργημα και είχε εγκατασταθεί για τα καλά στις αποκριάτικες συνήθειες της παλιάς Αθήνας.

Το συγκεκριμένο αποκριάτικο έθιμο δεν καταγράφηκε πουθενά αλλού εκτός από την Αθήνα ούτε πριν, ούτε μετά την επικράτησή του, όπως και σε καμία γείτονα χώρα, ώστε να μπορεί κανείς να μιλήσει για «δανεισμό».

Την αποκριάτικη «αθηναϊκή καμήλα» – που η δημιουργία της συνέπεσε με την περίοδο που στην Αθήνα χρησιμοποιήθηκε το πραγματικό ζώο για τη μεταφορά φορτίων –  τραβούσε από το χαλινό της ο καμηλιέρης ενώ στο άλλο του χέρι κρατούσε το  απαραίτητο για το εορταστικό αποκριάτικο δρώμενο, ντέφι.

«Αϊ! Κυρά νταρντάνα / Πορτοκάλι ψάρεψε / Αϊ Κυρά νταρντάνα! / Για σαρλί μαρλί μαρλέ / για να πιούμε ναργιλέ!».

Την «Καμήλα» κατασκεύαζε ο καμηλιέρης με ένα ψεύτικο κεφάλι ζώου που στηρίζονταν σε ένα μακρύ ξύλο το οποίο τη συνέδεε με το κυρίως σώμα της.  Είχε μεγάλα σαγόνια και ανοιγόκλειναν με σπάγκους που χειρίζονταν αυτοί που βρίσκονται στα… σωθικά της. Επρόκειτο για δύο με τρία άτομα που αποτελούσαν την κινητήρια δύναμή της και καλύπτονταν από τις προβιές και τις κουρελούδες που «έχτιζαν» το σώμα της.

Ο καμηλιέρης έδινε το ρυθμό της μουσικής με το ντέφι του και οι «ζωοδότες» της «Καμήλας» τής έδιναν την αντίστοιχη με το ρυθμό κίνηση, συχνά έντονη και τρομακτική όπως και η μορφή της.

Διασχίζοντας τις γειτονιές ο καμηλιέρης τραγοδούσε το κατά ένα μέρος ακατάληπτο πεντάστιχο «Αϊ! Κυρά νταρντάνα / Πορτοκάλι ψάρεψε / Αϊ Κυρά νταρντάνα! / Για σαρλί μαρλί μαρλέ / για να πιούμε ναργιλέ!».

Ο δεύτερος στίχος του, «πορτοκάλι ψάρεψε», αντιστοιχούσε στην πάγια πρακτική της «Καμήλας» να απλώνει και να πέρνει φρούτα από τα μανάβικα, κουλούρια από τον κουλουρτζή και ό,τι άλλη πραμάτεια βόλευε, περνώντας ανάμεσα στα εμπορικά της Πλάκας.

Η «Χάσκα»

Η αναπαράσταση του εθίμου της χάσκας στη σύγχρονη εποχή

Στον λαογράφο Δημήτρη Καμπούρογλου και στο τρίτομο έργο του για την «Ιστορία της Αθήνας» συναντά κανείς τις αναφορές για το αποκριάτικο έθιμο της «Χάσκας» που αναπτύχθηκε επί τουρκοκρατίας και συχνά αναπαριστάται και στις μέρες μας, κυρίως σε περιοχές της Βόρειας Ελλάδας.

«… δηλαδή, ανήρτα τις εκ καλάμου δια νήματος εν καθαρισμένον αυγόν, απαράλλακτα όπως σήμερον ο λεγόμενος ψαράς κρεμά εν ξηρόν σύκον. Τούτο εγίνετο ιδίως την τελευταίαν Κυριακήν»

Ο κύριος δρων του εθίμου ήταν πάντα μεταμφιεσμένος και γυρνούσε τις γειτονιές της Αθήνας κρατώντας ένα καλάμι που στην άκρη του είχε ένα σχοινί στο οποίο ήταν περασμένο ένα  βρασμένο και καθαρισμένο αυγό. Το κρατούσε λοιπόν, το ανεβοκατέβαζε και οι πιτσιρικάδες που βρίσκονταν στο δρόμο του ή τον έπαιρνα επί τούτου στο κατόπι, άνοιγαν το στόμα τους – έχασκαν δηλαδή, εξού και η ονομασία «χάσκα» – και προσπαθούσαν να φάνε το αυγό.

(Βίντεο με την αναπαράσταση του άλλοτε αποκριάτικου παιχνιδιού σε Κέντρο Δημιουργικής Απασχόλησης για Παιδιά (ΚΔΑΠ)).

Το έθιμο ήταν απολύτως συνδεδεμένο με την Αποκριά και τον ερχομό της Σαρακοστής καθώς προμήνυε την έναρξη της νηστείας και για τους πιτσιρκάδες συμβόλιζε την τελευταία τους ευκαιρία να γευτούν κάτι ζωϊκό πριν την έλευσή της. Αυτός ήταν και ο λόγος που το αποκριάτικο δρώμενο επί το πλείστον λάμβανε χώρα την Κυριακή της Τυρινής ή αλλιώς την Κυριακή της Συγχωρέσεως.

«… δηλαδή, ανήρτα τις εκ καλάμου δια νήματος εν καθαρισμένον αυγόν, απαράλλακτα όπως σήμερον ο λεγόμενος ψαράς κρεμά εν ξηρόν σύκον. Τούτο εγίνετο ιδίως την τελευταίαν Κυριακήν», αναφέρει χαρακτηριστικά ο λαογράφος Δημήτης Καμπούρογλου.

Σε κάποιες από τις βόρειες περιοχές της Ελληνικής επικράτειας στο σχοινί αντί για αυγό δένεται ένα κομμάτι χαλβά.

«… Βγήκαμε κι εμείς εκεί έξω έφιπποι και οι άνθρωποι ήταν απερίγραπτα εγκάρδιοι. Ένας άνδρας έφερε στον Όθωνα μία ξύλινη κανάτα με κρασί να πιει».

Η βασίλισσα Αμαλία για την αποκριάτικη Αθήνα

Το βασιλικό ζεύγος Οθωνας και Αμαλία έφιπποι στους στύλους του Ολυμπίου Διός

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εικόνα της αθηναϊκής Αποκριάς στα 0θωνικά χρόνια παρουσιάζει και η επιστολή της βασίλισσας Αμαλίας  με ημερομηνία 25 Φεβρουαρίου 1839 προς τον πατέρα της, Παύλο Φρειδερίκο Αύγουστο του Ολδεμβούργου:  «… Την άλλη μέρα άρχισε η ελληνική νηστεία. Είναι έθιμο αυτή την ημέρα όλοι να βγαίνουν έξω, να πηγαίνουν στον ναό του Ολυμπίου Διός και να κάθονται στην εξοχή, άλλοι κάτω από τους κίονες και άλλοι στα χωράφια και στους λόφους και να τρώνε νηστίσιμα φαγητά τραγουδώντας και χορεύοντας. Βγήκαμε κι εμείς εκεί έξω έφιπποι και οι άνθρωποι ήταν απερίγραπτα εγκάρδιοι. Ένας άνδρας έφερε στον Όθωνα μία ξύλινη κανάτα με κρασί να πιει».