Δύσκολο έργο αντιμετωπίζει η νέα φιλελεύθερη και φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση του πρωθυπουργού Ντόναλντ Τουσκ στην Πολωνία. Μετά από οκτώ χρόνια διακυβέρνησης του δεξιού κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS) του εθνικιστή Γιάροσλαβ Κατσίνσκι, η χώρα επέστρεψε στη δημοκρατία και την Ευρώπη στα μέσα Δεκεμβρίου, όταν ορκίστηκε η κυβέρνηση Τουσκ.

Η Πολωνία του Κατσίνσκι – όπως και η Ουγγαρία του ακροδεξιού Βίκτορ Ορμπαν – είχε έρθει επανειλημμένως σε σύγκρουση με την ΕΕ. Η στάση της Βαρσοβίας υπήρξε σε τέτοιον βαθμό αντιευρωπαϊκή ώστε η ΕΕ είχε «παγώσει» κοναδύλια 36 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης προς την Πολωνία μέχρις ότου αποκατασταθεί η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Ο νέος πρωθυπουργός προσπαθεί να πείσει τις Βρυξέλλες να τα ξεπαγώσουν.

Σκληρή αντιπολίτευση

Ο Τουσκ, που έχει διατελέσει και στο παρελθόν πρωθυπουργός (2007-2014) καθώς και πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (2014-2019), διαθέτει εμπειρία και γνώση για να αποκαταστήσει το κράτος Δικαίου. Ωστόσο μετά από σχεδόν δύο μήνες στην πρωθυπουργία, το έργο του παραμένει δύσκολο.

Η κυβέρνησή του αντιμετωπίζει σκληρή αντιπολίτευση από το PiS ενώ έχει απέναντί της και τον πρόεδρο της χώρας, Αντρέι Ντούντα, που διάκειται φιλικά στο PiS, o οποίος μέχρι το 2025 που λήγει η θητεία του θα μπορεί να ασκεί βέτο σε νομοσχέδια. Πριν από την ήττα του στις εκλογές του περασμένου Οκτωβρίου, ο Κατσίνσκι είχε φροντίσει να ενισχύσει με επιπλέον εξουσίες τον θεσμό του προέδρου.

Οπως είχε επίσης φροντίσει να διορίσει στο Συνταγματικό Δικαστήριο δικαστές που είχαν υπερβεί το όριο ηλικίας αλλά ήταν φίλα προσκείμενοι στο κόμμα του, με αποτέλεσμα να μπορούν να εμποδίζουν τη θέσπιση νομοθεσίας. Συνεπώς ο Τουσκ πρέπει, όπως σημείωσε η αρθρογράφος Σιλβί Κοφμάν στον «Monde», «να ανοίξει δρόμο σε ναρκοθετημένο έδαφος».

Από τα πρώτα μέτρα της νέας κυβέρνησης ήταν να απαλλάξει τα κρατικά μέσα ενημέρωσης από τον ασφυκτικό έλεγχο του κράτους. Ακόμη και υποστηρικτές του Κατσίνσκι παραδέχονταν ότι η κρατική τηλεόραση TVP ασκούσε χονδροειδή κυβερνητική προπαγάνδα, παρουσιάζοντας τον Τουσκ ως πράκτορα των Γερμανών.

Καθώς ο πρόεδρος Ντούντα αρνήθηκε να συναινέσει στον εκδημοκρατισμό των κρατικών ΜΜΕ, ο νέος υπουργός Πολιτισμού, αρμόδιος για τα ΜΜΕ, έθεσε την κρατική τηλεόραση και το κρατικό ραδιόφωνο σε καθεστώς εκκαθάρισης και όρισε νέο διοικητικό συμβούλιο.

«Η πρακτική αυτή δεν είναι παράνομη αλλά δεν είναι και η ιδανική» παραδέχτηκε στον «Monde» αξιωματούχος της νέας κυβέρνησης. Οι υποστηρικτές όμως του Τουσκ επιμένουν ότι η κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να προχωρήσει στο έργο της με τα κρατικά ΜΜΕ σε καθημερινό πόλεμο εναντίον της. Θυμίζουν ότι το 2007, όταν ο Τουσκ είχε εκλεγεί πρωθυπουργός διαδεχόμενος κυβέρνηση του PiS, δεν είχε θελήσει να αγγίξει την κρατική τηλεόραση, η οποία στη συνέχεια του δυσκόλεψε τη θητεία. Ο Τουσκ δεν το ξέχασε.

Ορόσημο οι Ευρωκλογές

Το σχέδιό του είναι να αποκαθάρει τους θεσμούς της Πολωνίας από τους ανθρώπους του Κατσίνσκι και να πείσει τις Βρυξέλλες να εκταμιεύσουν τα κονδύλια που είχαν παγώσει. Προς το παρόν, οι δημοσκοπήσεις είναι με το μέρος της νέας κυβέρνησης, η οποία ελπίζει ότι θα εξασφαλίσει τη στήριξη των Πολωνών και στις τοπικές εκλογές του Απριλίου και στις ευρωεκλογές του Ιουνίου. Η ΕΕ ήδη στέλνει θετικά μηνύματα ως προς την εκταμίευση κονδυλίων. Η Κομισιόν ανακοίνωσε ότι η Πολωνία πληροί της προϋποθέσεις για να λάβει τα 76 δισ. ευρώ από τον κοινοτικό προϋπολογισμό για το διάστημα 2021-2027.

Στα τέλη Ιανουαρίου ο Τουσκ επισκέφθηκε το Κίεβο προκειμένου να διαβεβαιώσει για τη στήριξη της Πολωνίας στην Ουκρανία στον πόλεμο με τη Ρωσία αλλά και για να διευθετήσει τη διαφορά Βαρσοβίας – Κιέβου για το ζήτημα των φθηνών ουκρανικών σιτηρών που έχουν κατακλύσει την πολωνική αγορά. Οι πολωνοί αγρότες ωστόσο προχώρησαν σε νέες κινητοποιήσεις την Παρασκευή και σε κλείσιμο των συνοριακών περασμάτων με την Ουκρανία εις ένδειξιν διαμαρτυρίας για την αγροτική πολιτική της ΕΕ (και τον αθέμιτο ανταγωνισμό των Ουκρανών) αλλά και κατά της πολωνικής κυβέρνησης που θεωρούν ότι δεν τους στηρίζει επαρκώς.

Το να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στο κράτος, παράλληλα με την προσπάθεια να ενώσει την Πολωνία μετά τον διχασμό που προκάλεσε η αυταρχική οκταετία της διακυβέρνησης Κατσίνσκι, είναι το μεγαλύτερο στοίχημα του Τουσκ, σημείωσε στον «Guardian» o ιστορικός Τίμοθι Γκάρτον Ας. Το 1989, πρόσθεσε, όταν η Πολωνία προχωρούσε στον εκδημοκρατισμό, κατέρρεε το κομμουνιστικό καθεστώς το οποίο όλοι οι Πολωνοί ήθελαν να καταρρεύσει. Σήμερα, η επάνοδος της Πολωνίας στη δημοκρατία είναι μια σχεδόν εξίσου μεγάλη αλλαγή για τη χώρα αλλά διαφορετικού τύπου, καθώς τόσο η προηγούμενη κυβέρνηση όσο και η σημερινή είναι δημοκρατικά εκλεγμένες.