Για τον «μη ανταποκρινόμενο στην πραγματικότητα» ισχυρισμό της κυβέρνησης ότι το νέο νομοσχέδιο για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια βρίσκεται «σε εναρμόνιση προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και υπό το σύγχρονο πρίσμα του ενωσιακού δικαίου», τις «ευρηματικές προτροπές» του αρμόδιου υπουργού περί «εξελικτικής ερμηνείας» του Συντάγματος, την «ελληνική ιδιαιτερότητα» της συνταγματικής απαγόρευσης μη κρατικών Α.Ε.Ι., αλλά και την «έλλειψη πρακτικών εγγυήσεων μη κερδοσκοπίας» μίλησε στο ΒΗΜΑ ο Συνταγματολόγος, Καθηγητής Νομικής Α.Π.Θ., Κώστας Χ. Χρυσόγονος.

Το όνομα του είναι μεταξύ των οκτώ καθηγητών Συνταγματικού Δικαίου, οι οποίοι, με κοινή ανακοίνωσή τους, καταδικάζουν την «αντισυνταγματικότητα» των διατάξεων του νέου νομοσχεδίου, μετά την ψήφιση του οποίου, θα επιτρέπεται η ίδρυση παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων στη χώρα μας. Επισημαίνοντας πως πρόκειται για «υποχρέωσή τους να προασπίσουν το Σύνταγμα» και πως η αντίθεσή τους, δεν σχετίζεται με τις πολιτικές τους απόψεις.

«Το άρθρο 16 παρ.5 του Συντάγματος προβλέπει ότι “η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου”, ενώ η παρ. 6 του ίδιου άρθρου συμπληρώνει ότι οι καθηγητές τους είναι “δημόσιοι λειτουργοί” και η παρ.8 προσθέτει ότι “η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται”», σημειώνει ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, στο ΒΗΜΑ. «Οι ρυθμίσεις αυτές είναι σαφές ότι δεν αφήνουν περιθώριο για εγκατάσταση και λειτουργία στην Ελλάδα παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων υπό την καινοφανή μορφή των (εννοείται ιδιωτικών) “νομικών προσώπων πανεπιστημιακής εκπαίδευσης”, τα οποία να απονέμουν ακαδημαϊκά αναγνωρισμένους τίτλους, όπως επιχειρείται με το κυβερνητικό νομοσχέδιο που δημοσιοποιήθηκε στις 8.2.2024», επισημαίνει ο κ. Χρυσόγονος.

Ο ισχυρισμός της κυβέρνηση ότι τούτο γίνεται «σε εναρμόνιση προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και υπό το σύγχρονο πρίσμα του ενωσιακού δικαίου», «δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα», υπογραμμίζει στο ΒΗΜΑ ο συνταγματολόγος. «Η σχετική πάγια νομολογία του ΣτΕ, αντιθέτως, ερμηνεύει με ιδιαίτερη αυστηρότητα τις, ούτως ή άλλως, σαφείς και κατηγορηματικές διατάξεις του άρθρου 16, αποκλείοντας κάθε σκέψη για «ερμηνευτική» παράκαμψή τους (ΣτΕ 547/2008, 1318/2009, 1698/2013, 922/2023)».

Όσον αφορά στο ενωσιακό δίκαιο, «δεν χρειάζεται καν να εντρυφήσει κανείς στο ζήτημα από την άποψη αυτή -τονίζει ο κ.Χρυσόγονος- αφού η Ελλάδα ούτε έχει καταδικασθεί ποτέ από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξαιτίας των απαγορευτικών διατάξεων του άρθρου 16, ούτε καν έχει παραπεμφθεί σ’ αυτό από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τον παραπάνω λόγο».

Εξάλλου, «οι ευρηματικές προτροπές του αρμόδιου υπουργού περί “εξελικτικής ερμηνείας” του Συντάγματος στο ζήτημα τούτο δεν ευσταθούν, επειδή καμία ερμηνεία δεν μπορεί να παρακάμψει τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 16. Interpretatio cessat in claris», συνεχίζει ο καθηγητής του Α.Π.Θ., παραδεχόμενος ωστόσο ότι «επί της ουσίας, η συνταγματική απαγόρευση μη κρατικών Α.Ε.Ι. συνιστά ελληνική ιδιαιτερότητα, αφού σε κανένα άλλο ευρωπαϊκό κράτος δεν υφίσταται παρόμοια διάταξη. Η άρση της και η νομοθετική πρόβλεψη μη κρατικών Α.Ε.Ι., εφόσον διασφαλισθεί ότι θα παρέχεται σ’ αυτά εκπαίδευση υψηλού επιπέδου, θα μπορούσε να συνεπάγεται σημαντικό οικονομικό όφελος για την Ελλάδα. Διαθέτουμε αξιόλογο δυναμικό σε νέους ιδίως επιστήμονες, οι οποίοι δεν βρίσκουν θέσεις καθηγητή στα δημόσια πανεπιστήμια και άρα θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για να στελεχώσουν τα μη κρατικά. Εξάλλου, μ’ αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να περιορισθεί η έξοδος Ελλήνων για σπουδές σε άλλες χώρες και η συνακόλουθη αιμορραγία μας σε συνάλλαγμα, αλλά και να προσελκύσουμε φοιτητές από το εξωτερικό, εάν υποθέσουμε ότι τα νέα, μη κρατικά ΑΕΙ θα μπορούσαν να οργανώσουν σοβαρά ξενόγλωσσα -ιδίως στην αγγλική γλώσσα- προγράμματα σπουδών».

Το ζητούμενο άρα, τεκμαίρεται ο Κώστας Χ. Χρυσόγονος, «θα ήταν η αναθεώρηση του άρθρου 16 και όχι η παραβίασή του μέσω της νομοθετικής ρύθμισης που σχεδιάζει η κυβέρνηση. Η ανάγκη αναθεώρησης μπορεί να διαπιστωθεί στα τέλη του τρέχοντος έτους, οπότε συμπληρώνεται πενταετία από την προηγούμενη αναθεώρηση του 2019, και η αναθεώρηση θα ολοκληρωθεί στην πρώτη σύνοδο της Βουλής που θα προκύψει από τις επόμενες εθνικές εκλογές, δηλ. το αργότερο το καλοκαίρι του 2027».
«Πέρα από την παραβίαση του Συντάγματος, το κυβερνητικό νομοσχέδιο υπονομεύει εξαρχής με τις επιμέρους διατάξεις του την προοπτική ίδρυσης σοβαρών μη-κρατικών, μη-κερδοσκοπικών πανεπιστημίων στη χώρα μας», επισημαίνει καταληκτικά ο συνταγματολόγος. «Οι προβλέψεις του σχετικά με τα ωράρια διδασκαλίας, η ανυπαρξία εγγυήσεων για αξιοπρεπείς μισθούς στους διδάσκοντες, η αντιακαδημαϊκή πρόβλεψη δυνατότητας προσλήψεων καθηγητών χωρίς διδακτορικά (!) ως το ένα πέμπτο του συνόλου, καθώς και η έλλειψη πρακτικών εγγυήσεων μη κερδοσκοπίας αφήνουν να εννοηθεί ότι κινδυνεύουμε να προκύψει τελικά ένα εμπόριο πτυχίων και τίποτα περισσότερο».

Περαιτέρω, συνεχίζει ο κ.Χρυσόγονος, «λείπουν και διασφαλίσεις ως προς τη γεωγραφική θέση των ιδιωτικών Α.Ε.Ι., η οποία θα έπρεπε να είναι εκτός Αθηνών-Θεσσαλονίκης, ώστε να ενισχυθεί η περιφέρεια της χώρας και όχι ο υδροκεφαλισμός της», ενώ, καταλήγει ο συνταγματολόγος, και «η βάση εισαγωγής προσδιορίζεται τόσο χαμηλά ώστε θα καταλήγει σε τεράστια απόσταση από τις αντίστοιχες σχολές υψηλής ζήτησης των δημόσιων Α.Ε.Ι. Κατά συνέπεια, το νομοσχέδιο προοιωνίζεται την περαιτέρω υποβάθμιση της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα, αντί για την απαιτούμενη αναβάθμισή της».