Σοκ και δέος προκαλούν οι θέσεις που εξέφρασε κατά την εισήγησή του ο Μητροπολίτης Μεσογαίας κ. Νικόλαος στη συνεδρίαση της Συνόδου της Ιεραρχίας ο οποίος λίγο ως πολύ παρουσίασε την ομοφυλία ως ψυχιατρική νόσο, ζήτησε την δυναμική αντίδραση της Εκκλησίας έναντι του νομοσχεδίου και έβαλε ευθέως κατά τη κυβέρνησης και των κομμάτων.

Στην πολυσέλιδη εισήγηση του ο πιο μορφωμένος ιεράρχης της Εκκλησίας χαρακτήρισε αρχικά εκτροπή την ομοφυλοφιλία. «Όταν αυτός ο τύπος ζωής και οικογένειας προβάλλεται ως κάτι σύγχρονο, εύκολα μπορεί να γίνει μόδα και αντί να βοηθήσει κάποιους λίγους που βρίσκονται σ αυτήν την κατάσταση, να πολλαπλασιάσει επικίνδυνα την παρέκκλιση από την φυσική οδό και εκτροπή» τόνισε χαρακτηριστικά ο Μητροπολίτης Μεσογαίας.

Όμως προκαλούν, τουλάχιστον σοκ, οι αναφορές του καθ ύλην αρμόδιου Πρόεδρου της Επιτροπής Βιοηθικής της Εκκλησίας της Ελλάδος Μητροπολίτη Μεσογαίας στα περί ψυχικής νόσου. «Το μεγαλύτερο λάθος μας θα ήταν να δεχθούμε ότι η ομοφυλοφιλική πράξη εκτός από ψυχική διαταραχή, δεν είναι και αμαρτία. Τα πρόσωπα αυτά, εκτός από την ελπίδα της ψυχιατρικής θεραπείας, θα είχαν χάσει οριστικά και την σωτήρια διάθεση μετάνοιας και την αναζήτηση παρηγορίας του θείου ελέους για τις δικές τους εκτροπές. Η ομοφυλοφυλία είναι μια ασθένεια που τη γέννησε η διάχυτη κοινωνική αμαρτία και μπορεί ασφαλώς να τη θεραπεύσει η Εκκλησία. Μαζί με όλες τις μεγάλες δικές μας αμαρτίες, μπορεί να αγκαλιάσει θεραπευτικά και αυτήν» τόνισε ενώ σε άλλο σημείο σημείωσε: «Από τότε που η ψυχιατρική διέγραψε την ομοφυλοφιλία από την λίστα των ψυχικών διαταραχών, παραιτήθηκε από τη σχετική έρευνα και έμειναν τα δύστυχα αυτά άτομα αβοήθητα με μοναδική συντροφιά την ελπίδα σε μια βολική νομοθεσία και τη διεκδίκηση δικαιωμάτων με παρελάσεις αυτοξευτελισμού και ντροπής».

Αίσθηση όμως προκαλούν και οι θέσεις του έναντι της κυβέρνησης και των κομμάτων της αντιπολίτευσης. «Η τυχόν ψήφιση του νομοσχεδίου υπονομεύει το Έθνος και υπο την έννοια αυτή λειτουργεί αντεθνικά» σημείωσε και πρόσθεσε: «Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι ότι ψηφίζουν το νομοσχέδιο, αλλά ότι το υποστηρίζουν και το προβάλλουν ως πρόοδο. Είναι ότι, ενώ αντιλαμβάνονται ότι η συνείδηση των βουλευτών τους, την οποία επικαλούνται, είναι αντίθετη, προχωρούν με κάθε μέσο βιάζοντάς της. Είναι ότι οι δύο – τρεις μη θεσμικοί σύμβουλοι του πρωθυπουργού επιβάλλουν τις επιλογές τους στην πλειοψηφία των εκλεγμένων από τον λαό βουλευτών της κυβέρνησης. Είναι ότι η κυβέρνηση μας λέει τι είναι και τι δεν είναι αμαρτία, καταργώντας στην ουσία την Εκκλησία, ενώ στα λόγια διακηρύσσει ότι την σέβεται. Αυτό που η Εκκλησία ως αρμόδια μπορεί να πει είναι ότι μεγαλύτερη αυτών που το δημιουργούν νομοθετώντάς το και το πολλαπλασιάζουν».

Ακόμη μεγαλύτερη αίσθηση προκαλεί το γεγονός ότι αφού αναφέρεται στις χώρες της Ε.Ε. ο αρχιερέας τονίζει «στον αντίποδα όλων αυτών, ώρες όπως η Ρωσία, η Ουγγαρία, οι μουσουλμανικές της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής ανθίσταται, με σαφείς και σκληρές απαγορεύσεις των νέων πρακτικών, θεωρούμενες από τους αντίθετους σκοταδιστικές και προωθούν τον ρατσισμό και το μίσος».