Η ακραία τυχοδιωκτική απόπειρα αντιπερισπασμού της κυβέρνησης με την κατάθεση τροπολογίας που επιφέρει τροποποίηση της εκλογικής νομοθεσίας για την οποία το Σύνταγμα απαιτεί αυξημένη πλειοψηφία 2/3αποδεικνύει την βαθιά αντιθεσμική της λειτουργία. Έχουμε να κάνουμε με μια κυβέρνηση κατώτερη των περιστάσεων και των προσδοκιών, ανίκανη να οικοδομήσει συναινέσεις και να προωθήσει ώριμες και ολοκληρωμένες μεταρρυθμίσεις.

Η καταστατική νομιμοποιητική βάση για την διασφάλιση του δικαιώματος πολιτικής συμμετοχής στους εκτός επικράτειας Έλληνες πολίτες με την παράλληλη εισαγωγή δυνατότητας άσκησης του εκλογικού τους δικαιώματος με επιστολική ψήφο βρίσκεται στην συνταγματική αναθεώρηση του 2001 και συγκεκριμένα στην παρ 4 του αναθεωρημένου άρθρου 51.

Στα χρόνια που μεσολάβησαν η κρίση αντιπροσώπευσης και η συνακόλουθη απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος αποτυπώνονται ηχηρά ανατρέποντας μια από τις κύριες εκφράσεις της ρεπουμπλικανικής ιδέας, τη μείζονα αξία της πολιτικής συμμετοχής. Αξίζει κανείς να μελετήσει διαχρονικά τη διαμόρφωση των ποσοστών αποχής στις εκλογικές αναμετρήσεις για να παρακολουθήσει την εξέλιξη αυτής της δυσάρεστης ανατροπής.

Το ποσοστό της αποχής στις εθνικές εκλογές στις 18 Οκτωβρίου 1981 ήταν 21% , στις εκλογές της 25 Ιουνίου 2023 το ποσοστό έχει υπερδιπλασιαστεί και αγγίζει το 47,1%. Οι αιτίες είναι γνωστές και θα μπορούσαμε να τις κωδικοποιήσουμε στο ότι η δημοκρατική συμμετοχή στην κλασική της φόρμα είναι πλέον ουσιαστικά αποσυνδεδεμένη από τον δημοκρατικό έλεγχο. Το κοινωνικό συμβόλαιο έχει διαρραγεί ,οι πολίτες αισθάνονται αδύναμοι να ελέγξουν και πολύ περισσότερο να συνδιαμορφώσουν.

Οι νέες θηριώδεις δυνάμεις της τεχνολογίας και της οικονομίας δημιουργούν παράλληλα μια αίσθηση ματαιότητας , και τροφοδοτούν τον αναχωρητισμό. Ασφαλώς οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες. Όμως υπάρχουν. Και όσοι από εμάς πιστεύουμε ότι αληθινά δημοκρατική πολιτεία δεν μπορεί να υπάρξει με αδύναμους ή παροπλισμένους πολίτες οφείλουμε επί του πεδίου της πολιτικής και όχι των διαδικαστικών παρεμβάσεων να οικοδομήσουμε το κύριο εν ανεπαρκεία ζητούμενο, την εμπιστοσύνη, την βασική προϋπόθεση της πολιτικής συμμετοχής.

Παράλληλα με αυτό τον φιλόδοξο και δύσκολο στόχο τον οποίο ασφαλώς δεν υπηρετούν όλοι, οι διευκολύνσεις στην έκφραση της συμμετοχής και εν προκειμένω της άσκησης του εκλογικού δικαιώματος αποτελούν χρήσιμη οδό στο βαθμό που υπηρετούν καθαρούς στόχους και περιβάλλονται εκείνη τη θεσμική θωράκιση και την επιχειρησιακή οργάνωση που διασφαλίζει το αδιάβλητο και τη μυστικότητα της ψηφοφορίας.

Με αυτό το σκεπτικό της οφειλόμενης διευκόλυνσης του εκλογικού δικαιώματος, το ΠΑΣΟΚ υπερψήφισε τους νόμους 4648/19 και 5044/23 επισημαίνοντας τον πρόχειρο τρόπο νομοθέτησης και την αποσπασματική στρατηγική την οποία η κυβέρνηση συνεχίζει με την κατάθεση του νομοσχεδίου για την επιστολική ψήφο. Και μάλιστα χωρίς θεσμική υπευθυνότητα και δημοκρατική διαβούλευση αφού παρέκαμψε την διακομματική επιτροπή σε ένα νομοσχέδιο εκλογικής νομοθεσίας και ενώ για μεγάλο χρονικό διάστημα αποπροσανατόλιζε σκόπιμα την κοινωνία και τα κόμματα, διαρρέοντας την απόφαση της να διενεργηθούν οι επικείμενες Ευρωεκλογές με λίστα και με κατάτμηση της επικράτειας σε πέντε ή επτά περιφέρειες.

Είναι αυτός ο μικροκομματικός καιροσκοπισμός που επιχειρεί να μεταμορφωθεί σήμερα σε μεταρρυθμιστικό οίστρο, με το σχέδιο νόμου για την επιστολική ψήφο. Η επιστολική ψήφος οφείλει να ενταχτεί στις δυνατότητες τις οποίες η οργανωμένη πολιτεία προσφέρει στους εκλογείς ως διευκόλυνση της άσκησης του εκλογικού δικαιώματος όχι ως υποκατάσταση. Ως διευκόλυνση, η οποία θα εμποδίσει αντικειμενικές δυσχερείς συνθήκες να αποτρέψουν την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος και να αυξήσουν τα ποσοστά των πολιτών που δεν συμμετέχουν στην εκλογική διαδικασία, παρά την αντίθετη βούλησή τους.

Για τους εκτός επικράτειας συμπολίτες μας η απόσταση συνιστά αντικειμενική αποτρεπτική συνθήκη. Η επέκταση της επιστολικής ψήφου για τις Ευρωεκλογές και τη συμμετοχή σε εθνικό δημοψήφισμα, για τους εντός επικράτειας συμπολίτες μας αποτελεί οφειλόμενη διευκόλυνση σε εκείνες τις κατηγορίες των συμπολιτών μας , όπως οι ηλικιωμένοι, τα άτομα με αναπηρία, οι εποχικοί εργαζόμενοι , οι φοιτητές. Σε αυτή την χρονική συγκυρία αυτή θα έπρεπε να είναι η οπτική μας και η αντίστοιχη νομοθέτηση. Όχι η υποκατάσταση ,αλλά η διευκόλυνση. Άλλωστε σε εκείνα τα λιγοστά κράτη στα οποία δεν υφίσταται κανένας περιορισμός δεν υπάρχουν εκκωφαντικά αποτελέσματα ως προς την μείωση της αποχής που να συνηγορούν στην αντίληψη της υποκατάστασης.

Σε κάθε περίπτωση αυτό που θα έπρεπε να έχει επιδιωχθεί είναι ένας διακομματικός διάλογος πού το βέβαιο είναι ότι μόνο να προσφέρει θα είχε στην κυβερνητική πλειοψηφία η οποία παραπαίει ανάμεσα στο πλαστό συναινετικό εκσυγχρονιστικό της αφήγημα και την παλαιοκομματική κουτοπόνηρη και μικροκομματική της λειτουργία. Η κυβέρνηση δεν έχει κουλτούρα διαλόγου και συναίνεσης και αυτό αντανακλάται όχι μόνο στην κακή νομοθέτηση ,αλλά και στην χτεσινή τυχοδιωκτική της πρωτοβουλία».

Η κυρία Μιλένα Αποστολάκη είναι βουλευτής του ΠαΣοΚ.