Την εξαίρεση της Ζωής Κωνσταντοπούλου από μέλος της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής που διερευνά την υπόθεση της τραγωδίας των Τεμπών, γνωμοδοτεί η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής που εξέτασε το σχετικό ερώτημα που τέθηκε και ειδικότερα εάν βουλευτής μέλος της εξεταστικής μπορεί να είναι συγχρόνως συνήγορος στην ίδια υπόθεση που εξετάζει η επιτροπή.

Σύμφωνα με την γνωμοδότηση του Επιστημονικού Συμβουλίου που απεστάλη στον Πρόεδρο της Βουλής Κώστα Τασούλα, «όποιος άσκησε καθήκοντα συνηγόρου υπεράσπισης ή υποστήριξης κατηγορίας ή κατέθεσε ως μάρτυρας, δεν μπορεί να ασκήσει καθήκοντα δικαστικού ή εισαγγελικού λειτουργού στην αυτή υπόθεση και, επομένως δεν μπορεί να είναι μέλος της». Μάλιστα διευκρινίζεται ότι «είναι άνευ νομικής επιρροής το αν τα καθήκοντα συνηγόρου ασκήθηκαν επ’ αμοιβή», όπως στην περίπτωση, κατά δήλωσή της, της προέδρου της Πλεύσης Ελευθερίας.

Σημειώνεται ότι από την σύνθεση του ίδιου του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής εξαιρέθηκαν δυο μέλη του, για τα οποία συνέτρεχε λόγος εξαίρεσής τους, καθώς ο ένας είναι συνήγορος υπεράσπισης προσώπου κατά του οποίου διενεργείται προκαταρκτική εξέταση για την σύμβαση 717 από την Ευρωπαία Εισαγγελέα και ο άλλος γιατί έχει συντάξει γνωμοδότηση για το αυτό θέμα η οποία του ανατέθηκε από ύποπτο.

Ως εκ τούτου, το Επιστημονικό Συμβούλιο, επικαλούμενο τον Κανονισμό της Βουλής για τις αρμοδιότητες της Εξεταστικής Επιτροπής (έχει όλες τις αρμοδιότητες των ανακριτικών αρχών καθώς και του εισαγγελέα πλημμελειοδικών) και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (η παρ. 2 του άρθρου 14 προβλέπει δεν μπορεί να ασκήσει έργο ανακριτή, δικαστή, εισαγγελέα ή γραμματέα όποιος ήταν συνήγορος κατηγορουμένου ή του υποστηρίζοντος την κατηγορία για την ίδια υπόθεση), γνωμοδοτεί ότι η Ζωή Κωνσταντοπούλου δεν μπορεί να ασκήσει τα σχετικά καθήκοντα ως μέλος της Εξεταστικής Επιτροπής