Πενήντα χρόνια μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, «Το Βήμα» επιδιώκει μια νέα ματιά στα γεγονότα που διαμόρφωσαν τη Μεταπολίτευση, μέσα από το βιβλίο «Πολυτεχνείο, 1973. Η φοιτητική εξέγερση», που κυκλοφορεί στις 12 Νοεμβρίου αποκλειστικά με «Το Βήμα της Κυριακής». Η σημαντική έκδοση, με την υπογραφή κορυφαίων ακαδημαϊκών, συγγραφέων και δημοσιογράφων και την επιστημονική επιμέλεια τριών διακεκριμένων επιστημόνων και ακαδημαϊκών (Β. Παναγιωτόπουλου, Γ. Βούλγαρη και Σ. Ριζά), εξερευνά τις άγνωστες πτυχές της φοιτητικής εξέγερσης, αποτυπώνει τα γεγονότα του δραματικού τριημέρου και δημοσιεύει σπάνιες μαρτυρίες ανθρώπων που πρωταγωνίστησαν στις εξελίξεις. Ένας από αυτούς και ο Χριστόφορος Αργυρόπουλος, συνήγορος της πολιτικής αγωγής στη δίκη του Πολυτεχνείου, που μοιράζεται τις αναμνήσεις  και τα πορίσματά του από τα όσα συνέβησαν στις δικαστικές αίθουσες.

Διαβάστε ένα απόσπασμα της μαρτυρίας του:

Τα «ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ», οι τέσσερις ένδοξες ημέρες της διαμαρτυρίας των φοιτητών εναντίον του δικτατορικού καθεστώτος, που παρέμειναν «ελεύθεροι πολιορκημένοι» στους χώρους του Μετσόβιου από τις 14 έως την αυγή της 17ης Νοεμβρίου 1973, ολοκληρώθηκαν δραματικά όχι με την Έξοδό τους, αλλά με την εισβολή του άρματος μάχης που ισοπέδωσε την πύλη του ιστορικού κτιρίου και όσα επακολούθησαν. Η εισβολή αυτή ήταν μια «στρατιωτική επιχείρηση» των ενόπλων δυνάμεων του κράτους εναντίον των πολιτών του. Εναντίον άοπλων αμάχων.

Οι νεκροί και οι τραυματίες στην περιοχή του Πολυτεχνείου, αλλά και σε άλλες περιοχές της πρωτεύουσας τις επόμενες μέρες, αποτελούσαν «αντίποινα» για την εξέγερση των φοιτητών, για τη βοήθεια προς αυτούς που έδωσαν οι πολίτες και βεβαίως για να αποτρέψουν τη διαφαινόμενη γενίκευση της διαμαρτυρίας εναντίον του καθεστώτος βίας.

Τα «άσματα των στρατιωτικών τμημάτων», μετά την ολοκλήρωση της επιχείρησης αυτής, δεν μπορούν να κατανοηθούν με οποιαδήποτε αντίληψη σχέσεων κράτους και διαμαρτυρομένων πολιτών του σε μια πολιτισμένη χώρα, αλλά παραπέμπουν σε πανηγυρισμούς στρατού κατοχής για την εισβολή του σε χώρα άοπλων πολιτών.

Η κατεστραμμένη μεγάλη σιδερένια πόρτα από την οποία έγινε η άλωση του Πολυτεχνείου σήμερα αποτελεί μνημείο. Η νύχτα εκείνη σήμαινε από το ένα μέρος το τέλος της σύντομης «άνοιξης μέσα στον χειμώνα» ανελευθερίας και καταπίεσης έξι χρόνων, αυτής που είχε αρχίσει με την κατάληψη της Νομικής τον Μάρτιο 1973. από το άλλο μέρος όριζε την πολιτισμική διαφορά ανάμεσα στη βαρβαρότητα της ωμής βίας και στον «αέναο αγώνα υπέρ της ελευθερίας».

(…)

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 16.10.1975, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Η δίκη

Η ΔΙΚΗ για το Πολυτεχνείο άρχισε την 15.10.1975 και τερματίστηκε την 30.12.1975 ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου αθηνών που συνεδρίαζε στη δικαστική αίθουσα που είχε διαμορφωθεί στον χώρο των φυλακών Κορυδαλλού. Στη διάρκειά της εξετάστηκαν πολλοί μάρτυρες, οικείοι των νεκρών και παθόντες από τα πυρά των οργάνων της χούντας.

Η δικονομική συμπεριφορά των κατηγορουμένων χαρακτηρίστηκε, κατά τα δημοσιεύματα της εποχής, για την ασέβειά τους στο πένθος και στη δοκιμασία όσων παραστάθηκαν στη δίκη ως πολιτικώς ενάγοντες. αποκαλούσαν τους φοιτητές και τους πολίτες που τους συνέτρεξαν σαν «όχλο» και δεν υπήρξε κατά τις απολογίες τους ίχνος αναλογισμού της ευθύνης και πολύ λιγότερο μεταμέλειας.

(…)

Η απόφαση

Η απόφαση του δικαστηρίου για τους κατηγορουμένους στη δίκη του Πολυτεχνείου κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους, αθώωσε δώδεκα από αυτούς και επέβαλε ποινές ισόβιας κάθειρξης στους δ. Ιωαννίδη, Σ. Βαρνάβα και Ν. Ντερτιλή, ποινή κάθειρξης 25 ετών στον Γ. Παπαδόπουλο και μικρότερες ποινές στους υπόλοιπους. Η δίκη έλαβε ευρύτατη δημοσιότητα και τα πρακτικά της δημοσιεύθηκαν στην πολύτομη έκδοση «Οι δίκες της χούντας», που εκδόθηκαν το 1976 υπό τη διεύθυνση του Περικλή ροδάκη και αποτελούν σημαντική πηγή γνώσης για τη σύγχρονη πολιτική ιστορία της χώρας μας.

Τρία προφανή πορίσματα

Από τα πρακτικά της δίκης του Πολυτεχνείου συνάγονται τρία προφανή πορίσματα:

ΤΟ ΠΡΩΤΟ είναι η πολιτική ανεπάρκεια των δικτατόρων: είχαν τη ναρκισσιστική ψευδαίσθηση, ότι τα κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά ζητήματα είναι εξισώσεις πρώτου βαθμού, που επέλυσαν σαν «καλοί μαθητές» (ή εντολοδόχοι). αγνόησαν την πραγματικότητα. Η απολογία των δύο διαδοχικών «ηγητόρων» της βίαιης κατάλυσης της δημοκρατίας, Γ. Παπαδόπουλου και δ. Ιωαννίδη, ανέδειξε την κενότητα, την κοινοτοπία και την παραίσθηση μεγαλείου που όριζε την ασήμαντη πολιτική «ιδεολογία» τους. δεν δίστασαν μάλιστα να προβούν στη διάρκεια της δίκης σε «μαθήματα πολιτικής δι’ αρχαρίους».

(…)

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 12.12.1975, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ πόρισμα της δίκης, που επισημάνθηκε πιο πάνω, είναι η απουσία αισθήματος ενοχής. Η προσωπικότητα του ανθρώπου που διαπράττει ένα έγκλημα έχει ένα βαθύ και τραγικό υπόστρωμα, διότι οι απαιτήσεις απαγορευόμενων παρορμήσεων που πραγματοποιούνται με την τέλεση του εγκλήματος, καταδικάζονται από τα αντίμαχα στοιχεία της προσωπικότητάς του. ακόμα και η προσπάθεια εκλογίκευσης του αισθήματος ενοχής είναι μια αγωνιώδης προσπάθεια.

Η παρατήρηση αυτή γίνεται αντί άλλης αξιολόγησης του απίστευτου ισχυρισμού του δ. Ιωαννίδη κατά την απολογία του, σύμφωνα με τον οποίο «ο διμοιρίτης και ο λοχαγός στο άρμα μάχης ή μεταφοράς προσωπικού φοβούνται πως όταν έρθουν σε επαφή (διάφορα) τμήματα διαδηλωτών» είναι δύσκολη η διάλυσή τους. «Γι’ αυτό, λοιπόν, προσπαθώντας να εκτελέσουν την αποστολή τους ρίπτουν τα εκφοβιστικά πυρά. Ποια είναι η συνέπεια των πυρών; Είμαστε σε μια αθήνα τώρα που είναι διαφορετική από την αθήνα του 1923 και του 1943. Οι δρόμοι είναι στενοί, έχουν γίνει πολυκατοικίες και αυτός βαδίζει με το όχημά του κατ’ άξονα σε έναν στενό δρόμο. Βάλλει επάνω, πολλές σφαίρες, όπως κινείται και το άρμα ή το όχημα μεταφοράς προσωπικού κατ’ άξονα χτυπούν στους τοίχους των πολυκατοικιών, με αμβλεία γωνία και όπου πέφτουνε, όπου υπάρχει κόσμος σκοτώνουν».

Πρόκειται για έκφραση απόλυτης ηθικής αδιαφορίας.

(…)

ΤΡΙΤΟ πόρισμα από τη δίκη του Πολυτεχνείου είναι η αγωνία νομιμοποίησης του καθεστώτος βίας. Η εγκαθίδρυση της δικτατορίας έγινε με την επίκληση της διάταξης του Συντάγματος του 1952 για την κήρυξη της χώρας σε «κατάσταση ανάγκης». χωρίς, βεβαίως, να τηρηθούν οι συνταγματικές προϋποθέσεις. Το αρχικό βασιλικό διάταγμα της 21.4.1967 φαίνεται πως δεν υπογράφηκε ποτέ. Η αρχή του τέλους της τυραννίας έγινε πάλι με την εφαρμογή της διάταξης των χουντικών ψευδοσυνταγματικών κειμένων για τη θέση σε εφαρμογή του νόμου περί καταστάσεως πολιορκίας.

Πρόκειται για «κανονιστική» φάρσα: είναι αδύνατο να εξηγηθεί λογικά το φαινόμενο ενός καθεστώτος βίας να προσφύγει στον «νόμο περί καταστάσεως πολιορκίας», σαν αυτός να μη διαρκούσε συνεχώς από την 21η.4.1967 ως την κατάρρευση της δικτατορίας. αποδεικνύεται, πάντως, ότι τα χουντικά «συντάγματα» έγιναν αποκλειστικά και μόνο για να φαίνονται και να αισθάνονται οι πραξικοπηματίες «νομιμοποιημένοι» και μάλιστα «δικαιωμένοι».

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 17.10.1975, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Σ’ όλη τη διάρκειά της η δικτατορία αυτοχαρακτηριζόταν σαν «Επανάσταση» και μάλιστα στις δίκες κατά των οργάνων της στη Μεταπολίτευση αυτοί χρησιμοποίησαν το επιχείρημα ότι «επανάσταση που επικρατεί δημιουργεί δίκαιο». Ένα βίαιο καθεστώς, που καταλύει την υφιστάμενη έννομη τάξη, είναι αδιανόητο να προσφεύγει στην επίκληση «νόμιμου λόγου» αναστολής των ελευθεριών των πολιτών.

Η εξήγηση μπορεί να αναζητηθεί στη «νεόπλουτη» αντίληψη που έχουν οι πραξικοπηματίες, ότι ένα «κράτος βίας» είναι, πάντως, «κράτος» και αφού «κόσμημα» του κράτους είναι το «δίκαιο», η νομιμότητα προσδίδει στην αυθαιρεσία την αξία που διαθέτει η δημοκρατική Πολιτεία. Στην πραγματικότητα, όμως, το πραξικόπημα ήταν και παρέμεινε καθεστώς βίας, δεν έγινε ποτέ «νόμιμη» εξουσία. Η χούντα ανέτρεψε το ισχύον καθεστώς δικαίου. Ήταν άχρηστο και καταντούσε προκλητικό να επικαλείται το «δέον» του δικαίου. Το καθεστώς βίας επιβλήθηκε με τα τανκς και με αυτά τελεύτησε τον βίο του.

Ολόκληρο το κείμενο του Χριστόφορου Αργυρόπουλου θα το βρείτε στη συλλεκτική έκδοση του «ΒΗΜΑΤΟΣ» , Πολυτεχνείο, 1973. Η εξέγερση