Ο Κώστας Σημίτης την Δευτέρα θα τιμηθεί σε μια ιδιαίτερη εκδήλωση που συνδιοργανώνει το Δίκτυο της Άννας Διαμαντοπούλου και το περιοδικό «Μεταρρύθμιση» μεταξύ άλλων.

Με αφορμή αυτή την απόδοση τιμής στον πρωθυπουργό με τον οποίο αλλάξαμε χιλιετία, ψάχνουμε να βρούμε τι μπορεί να συνδέει έναν σοσιαλδημοκράτη απόμαχο πολιτικό με έναν φιλελεύθερο εν ενεργεία, πέραν του γεγονότος πως και οι δυο έχουν διατελέσει πρωθυπουργοί της χώρας μας.

Αρχικά, ο Κώστας Σημίτης και ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχουν παρόμοιες αφετηρίες στην διεκδίκηση των κομμάτων τους. Αν μεταφερθούμε στο μακρινό 1996, θα δούμε πως ο Κώστας Σημίτης έλαβε στον πρώτο γύρο των εκλογών για την ανάδειξη πρωθυπουργού 53 ψήφους επί συνόλου 170 βουλευτών ποσοστό λίγο πάνω από το 30%. Παρόμοιο ποσοστό με αυτό του Κυριάκου Μητσοτάκη όταν ο ίδιος έλαβε λίγο κάτω από το 30 % (για την ακρίβεια 28,5%) σε μια διαφορετική εκλογική διαδικασία βέβαια – αφού μετά από 20 χρόνια οι εκλογές από την βάση έχουν πλέον την τιμητική τους.

Οι εσωκομματικές συμμαχίες

Ευνοήθηκαν αμφότεροι από την διάσπαση των πλειοψηφικών εσωκομματικών δυνάμεων σε δύο υποψηφιότητες – μιας και οι «προεδρικές» και οι «καραμανλικές» δυνάμεις μοιράστηκαν στα πρόσωπα των κ. Τσοχατζόπουλου και κ. Αρσένη και κ. Μεϊμαράκη και Τζιτζικώστα αντίστοιχα. Στην προσπάθειά τους αυτή βρήκαν σύμμαχους από αντίρροπα εσωκομματικά ρεύματα (η πλειοψηφία του συνδικαλιστικού κινήματος στήριξε τον Κώστα Σημίτη όπως, αντίστοιχα, τμημάτα της λαϊκής δεξιάς όπως ο τότε υποψήφιος πρόεδρος Άδωνις Γεωργιάδης τον Κυριάκο Μητσοτάκη).

Ειδικά για τον Κώστα Σημίτη η στήριξη αυτή ήταν καθοριστική στην 2η μεγάλη εσωκομματική μάχη, αυτή του συνεδρίου για την ανάδειξη προέδρου τον Ιούνιο του 1996. Ήταν σαφές πως και στις δυο περιπτώσεις το εκλογικό σώμα δεν έγειρε προς τον πλέον όμορο υποψήφιο αλλά στον ικανότερο να κερδίσει τον πολιτικό αντίπαλο εκτός των τειχών. Την ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ αντίστοιχα, κόμματα τα οποία λίγο πριν την αλλαγή ηγεσίας είχαν το δημοσκοπικό προβάδισμα.

«Μιλάμε για δύο πρόσωπα τα οποία από την πρώτη στιγμή που ανέλαβαν τα ηνία των κομμάτων τους, κέρδισαν στο ερώτημα του «καταλληλότερου πρωθυπουργού» ποιοτικό στοιχείο που τους οδήγησε και στην τελική εκλογική επικράτηση, το 1996 και το 2019. Ιδιαίτερη μαθηματική σημασία έχει πως, μέχρι στιγμής, αποτελούν τους μοναδικούς πρωθυπουργούς που αύξησαν τα ποσοστά τους στην επόμενη εκλογική μάχη που έδωσαν το 2000 και το 2023, μετά από τέσσερα χρόνια στην διακυβέρνηση της χώρας, έκαστος. Θα λέγαμε επίσης πως αντιμετωπίστηκαν ως ξένοι στο κόμμα τους επειδή δεν εξέφραζαν τα κυρίαρχα ρεύματα των κομμάτων τους (Παπανδρεϊκο και Καραμανλικό) παρόλο που ο Κώστας Σημίτης ήταν ιδρυτικό μέλος του ΠΑΣΟΚ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν πάντα στην ΝΔ και παρέμεινε ακόμη και όταν στην κρίση του 2010, δεν ακολούθησε την κα. Μπακογιάννη στην Δημοκρατική Συμμαχία» σχολιάζει στο ΒΗΜΑ ο Γιώργος Τράπαλης, στατιστικός αναλυτής από την Good Affairs.

Αυτό βέβαια ήταν πιθανά και το πλεονέκτημά τους αφού και οι δύο επιχείρησαν να ανοίξουν τα κόμματά τους σε ένα κοινό που φάνταζε απίθανο πριν να αναλάβουν. Έχοντας σημαντική επιρροή σε αυτό που και τότε και τώρα αποκαλούνταν μεσαίος χώρος, αλίευσαν ψήφους από παραδοσιακά τμήματα ψηφοφόρων της αντίπαλης παράταξης, ο Σημίτης από κεντροδεξιούς, ο Μητσοτάκης από κεντροαριστερούς και αμφότεροι επιχείρησαν ανοίγματα σε στελέχη της αντίπαλης παράταξης (ο Σημίτης για παράδειγμα με τον τ. υπουργό Παιδείας της ΝΔ Κοντογιαννόπουλο, ο Μητσοτάκης πολύ πιο εκτεταμένα λόγω των πολιτικών συνθηκών του σήμερα και την κατάσταση που βρίσκεται η ασθμαίνουσα κεντροαριστερά).

Ορθολογισμός και μεταρρυθμίσεις

«Δεν θα λέγαμε κανέναν εκ των δύο «μπαλκονάτο» αφού ουδείς αρέσκονται στη χρήση των κλασικών μοτίβων της λαϊκίστικής επικοινωνίας, ασχέτως αν κάποιες φορές ενέδωσαν και υπαναχώρησαν από ορθολογικούς στόχους της πολιτικής τους. Αντίθετα θα λέγαμε ότι τους διακρίνει φιλοδυτική γραμμή στα εξωτερικά ζητήματα χωρίς αμφιταλαντεύσεις και «υπερήφανες» ρητορείες. Ουσιαστικά ενίσχυσαν και οι δυο τα, όποια, φιλοευρωπαϊκά αντανακλαστικά της κοινωνίας» συμπληρώνει ο ίδιος.

Και οι δύο στρατηγικά έθεσαν ως αντίπαλό τους το βαθύ κράτος – ανεξάρτητα αν τελικά υπήρξαν φορές που η στρατηγική μπορεί να έμεινε στα λόγια- απευθυνόμενοι στο ίδιο κοινό: Σε αυτό των παραγωγικών δυνάμεων το οποίο επιζητά μεταρρυθμίσεις, τον πραγματικό εκσυγχρονισμό της χώρας και την απαίτηση η Ελλάδα να είναι μια ευρωπαϊκή χώρα στα Βαλκάνια και όχι μια Βαλκανική χώρα στην Ευρώπη.

Τα μελανά σημεία

Είναι όλα τόσο αρμονικά και ρόδινα; Θα ήταν αν δεν βάζαμε τον αστερίσκο πως αμφότεροι είχαν (και έχουν) κατηγορηθεί για διάφορες υποθέσεις με σκιές κατά την θητεία τους, χωρίς αυτό να τους στερήσει την επανεκλογή τους.

«Η θητεία του Κώστα Σημίτη χαρακτηρίστηκε από την ξεκάθαρη ρήξη με το βαθύ εκκλησιαστικό κράτος, στην γνωστή «μάχη των ταυτοτήτων». Μία μάχη η οποία μπορεί να στοίχισε στον τ. πρωθυπουργό την διεκδίκηση μια τρίτης θητείας, όμως τον ανέδειξε στα μάτια ενός κοινού που τον στήριξε εξ αρχής. Μένει να δούμε αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης την κρίσιμη στιγμή θα σπάσει αυγά όπως έκανε ο Κώστας Σημίτης χωρίς να ενδιαφέρεται για πιθανό κόστος» υπογραμμίζει ο κ.Τράπαλης.

Σε κάθε περίπτωση οι πολιτικές συνθήκες και τα επίδικα του σήμερα είναι πολύ διαφορετικές, με εκείνες της περιόδου 1996-2004, ώστε να πούμε με σιγουριά ότι «ο Μητσοτάκης είναι ο Σημίτης του σήμερα», μιας και παρότι έχουν αρκετά κοινά στοιχεία δρουν σε διαφορετικές εποχές. Ο Κώστας Σημίτης έχει ένα ολοκληρωμένο πολιτικό βίο την στιγμή που ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ακόμη ένα πολιτικό φαινόμενο σε εξέλιξη, δεν έχει ολοκληρωθεί ο πολιτικός του κύκλος και συνεπώς η οριστική αξιολόγηση του.