Σε μια πολυεπίπεδη συμφωνία έκπληξη προχώρησαν Alpha Bank και UniCredit, σηματοδοτώντας την πρώτη μεγάλη επένδυση ξένης τράπεζας στην Ελλάδα μετά από πολλά χρόνια.

Η συμφωνία βασίζεται σε δυο σκέλη, τη συγχώνευση των θυγατρικών τους στη Ρουμανία και την επίτευξη στρατηγικής συνεργασίας στην Ελλάδα, με επίκεντρο την εξαγορά του 9% που διατηρεί το ΤΧΣ στην Alpha Bank από την ιταλική τράπεζα.

Κατόπιν αυτού, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προχώρησε σε αναστολή της διαπραγμάτευσης της μετοχής της Alpha Bank, έως ότου υπάρξουν περισσότερα στοιχεία για την πολυεπίπεδη συμφωνία.

Η σκυτάλη στο ΤΧΣ

«Η Κυβέρνηση καλωσορίζει την απόφαση της UniCredit να επενδύσει στην Alpha Bank» ανέφερε σε δήλωσή του ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, σχολιάζοντας το mega deal που ανακοινώθηκε σήμερα από την Alpha Bank.

Ο υπουργός Οικονομικών υπογραμμίζει ότι η σκυτάλη περνάει τώρα στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το οποίο θα προχωρήσει με βάση το καταστατικό του και τις σχετικές διαδικασίες που προβλέπονται.

«Το γεγονός όμως ότι μια μεγάλη ευρωπαϊκή τράπεζα επενδύει στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα μετά από πολλά χρόνια είναι απόδειξη ότι τόσο ο ελληνικός τραπεζικός τομέας όσο και η ελληνική οικονομία έχουν εισέλθει σε μια πορεία προοπτικής και ανόδου. Η θετική αυτή εξέλιξη είναι αποτέλεσμα συστηματικής δουλειάς την οποία η Κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να συνεχίσει», καταλήγει η σχετική ανακοίνωση.

Πώς σχολιάζει το ΤΧΣ

Από την πλευρά του το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας καλωσορίζει και επικροτεί τη στρατηγική συμφωνία μεταξύ της Alpha Bank και της Unicredit.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση, επιβεβαιώνεται η λήψη προσφοράς από την Unicredit για την αγορά όλων των μετοχών που κατέχει το ΤΧΣ στην Alpha Bank.

Στο πλαίσιο αυτό, το ΤΧΣ θα εξετάσει, μαζί με τους χρηματοοικονομικούς συμβούλους του που θα διοριστούν σύμφωνα με το νόμο του ΤΧΣ, αυτήν την προσφορά στα πλαίσια της Στρατηγικής Αποεπένδυσης, η οποία (προσφορά) θεωρείται ιδιωτική πώληση και περιλαμβάνει διαγωνιστική διαδικασία.

«Συγχαρητήρια στις δύο τράπεζες»

«Η Τράπεζα της Ελλάδος καλωσορίζει τη συμφωνία UniCredit και Alpha Bank, την πρώτη σημαντική στρατηγική συμφωνία μεταξύ μιας μεγάλης ευρωπαϊκής τράπεζας και μιας συστημικής ελληνικής τράπεζας, μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας», αναφέρει σε δήλωσή του διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας.

Ο διοικητής της ΤτΕ, υπογραμμίζει ότι η «συμφωνία αυτή αντανακλά την αυξημένη αξιοπιστία της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια, όπως αυτή άλλωστε πιστοποιήθηκε από τέσσερις οίκους αξιολόγησης μέχρι τώρα, οι οποίοι χορήγησαν επενδυτική βαθμίδα στα ελληνικά κρατικά ομόλογα. Αντανακλά επίσης και τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί στο ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα».

«Αξίζουν συγχαρητήρια στις δύο τράπεζες, UniCredit και Alpha Bank, για τη συστηματική δουλειά που έκαναν, ώστε να καταλήξουν σε αυτήν τη σημαντική συμφωνία, η οποία δεν αφορά μόνο την Ελλάδα και την Ιταλία, αλλά όλη την ευρωζώνη», καταλήγει η ανακοίνωση.

Leader στη ρουμανική αγορά

Όπως αναφέρεται, με τη συγχώνευση των θυγατρικών των δύο τραπεζών στη Ρουμανία, δημιουργείται η 3η μεγαλύτερης τράπεζας στη ρουμάνικη τραπεζική αγορά βάσει συνόλου ενεργητικού, ενισχύοντας την παρουσία της UniCredit σε μία κύρια και αναπτυσσόμενη αγορά. Στο νέο σχήμα η Alpha Bank διατηρεί ποσοστό 9,9%.

Η συγχώνευση αποτελεί ορόσημο για την τοπική αγορά, λόγω του συνδυασμού δύο συμπληρωματικών πελατολογίων σε μία χώρα με υψηλό ρυθμό ανάπτυξης, με την UniCredit Romania και την Alpha Bank Romania να διαθέτουν ισχυρή παρουσία στους τομείς της επιχειρηματικής και της λιανικής τραπεζικής, αντίστοιχα.

Η ολοκλήρωση της συναλλαγής αναμένεται το 2024, υπό την αίρεση της προηγούμενης ολοκλήρωσης του ελέγχου δέουσας επιμέλειας (due diligence process), της λήψης των σχετικών εταιρικών αποφάσεων για τη συγχώνευση καθώς και όλων των προβλεπόμενων ρυθμιστικών εγκρίσεων και συναινέσεων, συμπεριλαμβανομένης της έγκρισης της Επιτροπής Ανταγωνισμού.

Με την ολοκλήρωση της συναλλαγής, η Alpha Bank αναμένεται να διατηρήσει το 9,9% του μετοχικού κεφαλαίου στη νέα οντότητα και να λάβει χρηματικό τίμημα ύψους Ευρώ 300 εκατ. Το τελικό ύψος του τιμήματος υπόκειται σε προσαρμογές βάσει των ευρημάτων του ελέγχου δέουσας επιμέλειας, που σχετίζονται με την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού, εάν υφίσταται.