Ακρίβεια, συμμετρία και απαλές παστέλ αποχρώσεις. Αυτά είναι μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία της μοναδικής αισθητικής σκηνοθετικής ιδιαιτερότητας ενός από τους πιο πρωτότυπους «εφευρέτες» πρωτότυπης κινηματογραφικής φόρμας την τελευταία εικοσαετία. Ο λόγος φυσικά για τον Wes Anderson, ο οποίος – 14 χρόνια μετά το «Fantastic Mr. Fox» – επέστρεψε στο έργο του Roald Dahl για να βάλει την απολαυστική του πινελιά σε τέσσερις από τις λιγότερο γνωστές ιστορίες του διάσημου παραμυθά.

Οι τέσσερις νέες μικρού μήκους ταινίες – «The Wonderful Story of Henry Sugar», «The Swan», «The RatCatcher» και «Poison» – του καταξιωμένου σκηνοθέτη κυκλοφόρησαν στο Netflix την περασμένη εβδομάδα διαδοχικά. Όμως, καθώς ως σύνολο συνθέτουν μια πολύ πιο σύνθετη κινηματογραφική εξερεύνηση του έργου του συγγραφέα, άξιζε τον κόπο να περιμένει κανείς λίγο προκειμένου να τις παρακολουθήσει όλες μαζί.

Η πρώτη από τις τέσσερις ταινίες, το «The Wonderful Story of Henry Sugar», η οποία είναι για πολλούς και η καλύτερη, επικεντρώνεται σε έναν αργόσχολο, εγωπαθή εκατομμυριούχο δανδή (Benedict Cumberbatch) που ανακαλύπτει ένα βιβλίο που περιγράφει λεπτομερώς την αξιοσημείωτη ιστορία ενός ανθρώπου που έμαθε να βλέπει χωρίς τα μάτια του. Ο Henry αποφασίζει να προσπαθήσει να αποκτήσει ο ίδιος την ικανότητα αυτή με σκοπό να τον βοηθήσει στον τζόγο.

Η ταινία βρίσκει το βάθος που συχνά απουσιάζει τώρα τελευταία από τις μεγάλου μήκους ταινίες του Anderson, όταν ο Sugar (Cumberbatch) αλλάζει γνώμη και συνειδητοποιεί ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει τη νεοαποκτηθείσα του περιουσία για καλό σκοπό και να δημιουργήσει μια κληρονομιά αλτρουισμού που δεν χρειάζεται να μείνει στην ιστορία με το όνομά του.

Οποιοδήποτε αίσθημα αισιοδοξίας όμως αφήνει η ιστορία του Henry Sugar στους θεατές, έρχονται να το πάρουν πίσω οι τρεις άλλες μικρού μήκους. Το «The Swan» αφηγείται την ιστορία ενός αγοριού που δέχεται ανελέητο bullying. Με αφηγητή τον Rupert Friend, είναι ένα μίνιμαλ, σκοτεινό και βαθιά λυπηρό παραμύθι μάλλον ακατάλληλο για παιδιά, ένα χαρακτηριστικό που διατρέχει μεγάλο μέρος του έργου του Anderson, το οποίο πιθανότατα εισέπραξε από τον Dahl.

Το «The Ratcatcher» αφηγείται την ιστορία δύο ανδρών (Rupert Friend και Richard Ayoade) που καλούν έναν επαγγελματία εξολοθρευτή τρωκτικών για να «τακτοποιήσει» το ολοένα πιο έντονο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η πόλη τους με τα παράσιτα. Αυτό που δεν περιμένουν είναι η αποτρόπαιη εκκεντρικότητα του εξολοθρευτή, ενός απεχθούς ανθρώπου που έχει αρχίσει να υιοθετεί ο ίδιος χαρακτηριστικά των θηραμάτων του. Σκοτεινός, δυσάρεστος και λίγο αποκρουστικός, ο εξολοθρευτής μοιάζει να ταυτίζεται μαζί τους και ταυτόχρονα να τα μισεί. Όλη η ταινία στηρίζεται στην πιστά κρετινώδη ερμηνεία του Ralph Fiennes στο ρόλο του εξολοθρευτή.

Η τελευταία ταινία, το «Poison», αφηγείται μια εξαιρετικά απλή ιστορία για έναν Αγγλο ονόματι Harry(Benedict Cumberbatch) στην κατεχόμενη από τη Βρετανία Ινδία, ο οποίος βρίσκει στο κρεββάτι με ένα μικρό φίδι. Σε ένα γρήγορο και τεταμένο δεκαεπτάλεπτο, ένας Ινδός γιατρός ονόματι Dr. Ganderbai (Ben Kingsley) καταστρώνει ένα σχέδιο προκειμένου και να βοηθήσει τον Harry και να απεγκλωβίσει το φίδι. Όταν όλα τελειώνουν, το φίδι έχει γίνει άφαντο, κάνοντας τον γιατρό να αναρωτηθεί εάν υπήρξε ποτέ στ’ αλήθεια φίδι, γεγονός που προκαλεί στον Harry έναν ορυμαγδό ρατσιστικών προσβολών και επιθέσεων εναντίον του γιατρού.

Από όπου κι αν επιλέξει να ξεκινήσει κανείς να εξερευνά την τετραμερή αυτή ανθολογία, αυτό που εντυπωσιάζει αμέσως είναι ο παράξενος, μοναδικός τρόπος με τον οποίο διασκευάζει τον Dahl, αντιμετωπίζοντας την πεζογραφία του ως σενάριο, με τους ηθοποιούς να αφηγούνται ουσιαστικά ολόκληρο το κείμενο. Τα όρια μεταξύ χαρακτήρα και αφηγητή θολώνουν, ενώ συχνά κάνει παρεμβάσεις και ο ίδιος ο Dahl (Ralph Fiennes) και ενσαρκώνει τις ίδιες του τις αφηγήσεις. Και κάπως έτσι, ο Anderson, με ακόμη μεγαλύτερη επίγνωση της σκηνοθετικής του δύναμης, καθιστά την αφήγηση μιας ιστορίας το κυρίως θέμα των ταινιών του.

Μεμονωμένα, κάθε μία από αυτές είναι μια έξοχα εκτελεσμένη, πιστή προσαρμογή γεμάτη από την τεχνική μαεστρία του Anderson. Αν όμως τις παρακολουθήσει κανείς όλες μαζί ανακαλύπτει πως αποτυπώνουν τις ανθρώπινες σχέσεις και πλάθουν ένα πιστό πορτραίτο μια ολόκληρης κοινωνίας που ισορροπεί μεταξύ καλοσύνης και αμετανόητης μισαλλοδοξίας. Ο Anderson ανιχνεύει στα κείμενα ενός νεαρού – πολύ διαφορετικού συγγραφικά από τον μεταγενέστερο – Dahl πολιτικές προεκτάσεις και επιλέγει να τις ενισχύσει με τον δικό του μοναδικό τρόπο.

Από άποψη κινηματογραφικού στυλ, οι ταινίες λειτουργούν ως στήλη της Ροζέτας, αποτυπώνοντας το ποιος ακριβώς είναι ως κινηματογραφιστής ο Wes Anderson και αποκαλύπτοντας τους λόγους για τους οποίους η οπτική του γλώσσα εξακολουθεί να είναι τόσο αποτελεσματική.