Συχνά αναφέρεται πως στις 3 Απριλίου του 1966, στο θέατρο Διάνα στην Αθήνα, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά, υπό μορφήν συναυλίας, η «Ρωμιοσύνη», ένας από τους σπουδαιότερους μουσικούς δίσκους στην ιστορία της ελληνικής μουσικής.

Όπως πάντως προκύπτει από «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 27ης Φεβρουαρίου 1966, τα τραγούδια της «Ρωμιοσύνης» παρουσιάστηκαν στις 28 Φεβρουαρίου 1966.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 23.2.1966, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Όπως και να έχει το μείζον δεν είναι πότε ακριβώς πρωτοπαρουσιάστηκε σε συναυλία η «Ρωμιοσύνη» αλλά το ότι δημιουργήθηκε.

Πρόκειται για μελοποίηση του Μίκη Θεοδωράκη στην ομώνυμη ποιητική σύνθεση του Γιάννη Ρίτσου, που είχε γραφτεί το 1945 – 1947 και τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1954 (μέσα στην ποιητική συλλογή Αγρύπνια) τραγουδισμένη από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.

Τρεις κορυφαίοι των τεχνών τους «συναντήθηκαν» δημιουργώντας ένα έργο που εξέφρασε τον ελληνικό λαό όσο ελάχιστα.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 27.2.1966, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Όπως γράφει ο Γιώργος Ε. Παπαδάκης στο «ΒΗΜΑ» της 10ης Νοεμβρίου 2005, η «Ρωμιοσύνη» «είναι ένα ηρωικό τραγούδι αγάπης για την Ελλάδα γραμμένο εν θερμώ, που ξεπήδησε, όπως λέει ο ίδιος ο συνθέτης “σαν αρετσιανό νερό μέσα από τους στίχους του ποιήματος”.

»Και ακόμη [ξεπήδησε] από την ταύτισή του [συνθέτη] με τον ποιητή που “…ξεπερνούσε τα σύνορα της ποίησης και απλωνόταν σε όλον τον χώρο της ζωής, της ιδεολογίας της κοινής πίστης, σε μια κοινή κλίμακα αξιών…»

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 10.11.2005, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Πώς γεννήθηκε η μελοποίηση της «Ρωμιοσύνης»

Όπως αναφέρει «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 10ης Νοεμβρίου 2005, ο Μίκης Θεοδωράκης είχε αναφέρει για το πώς γεννήθηκε η μελωδία της «Ρωμιοσύνης», ανήμερα των Φώτων του 1966, τα εξής:

«Το 1960-1961 οι γυναίκες και τα παιδιά των πολιτικών κρατουμένων απευθύνθηκαν στον Γιάννη Ρίτσο για να γράψει τους στίχους τους οποίους στη συνέχεια θα μελοποιούσα εγώ, ώστε το θέμα να έπαιρνε διάσταση.

»Τα πήραν από τον Ρίτσο, τα έφεραν σε μένα, αλλά ξεχάστηκαν, μέσα στον σωρό των σημειώσεών μου στο γραφείο του σπιτιού μου. Το 1966, μετά τον αγιασμό των υδάτων στον Πειραιά, όπου παρευρισκόμουν ως βουλευτής, μας επιτέθηκε η χωροφυλακή. Επέστρεψα σπίτι μου σε κακά χάλια και πήγα κατευθείαν στο γραφείο μου για να μη με δει η οικογένειά μου.

«Τότε πάνω στο πιάνο βλέπω τη “Ρωμιοσύνη” σαν να την είχε βάλει κάποιο χέρι. Και τότε έγραψα και τα εννέα τραγούδια απνευστί, παίζοντας πιάνο και τραγουδώντας».

Μπιθικώτσης

Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης μίλησε στο περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ» και τον Γιώργο Λιάνη, λίγο μετά την πτώση της Χούντας. Όσα ανάφερε δημοσιεύθηκαν στο τεύχος της 24ης Απριλίου 1975.

Στην ερώτηση του Γιώργου Λιάνη για το αν η «Ρωμιοσύνη» είναι πολιτικό τραγούδι, ο σπουδαίος τραγουδιστής απαντά.

«Λαϊκός αν θες. Δεν είναι γι’ αριστερούς, ούτε για δεξιούς. Είναι για τους Έλληνες. Μιλάει μέσα για το τι έχει τραβήξει η Ελλάδα: Τότε που κόβανε στα γόνατα το κριθαρένιο τους καρβέλι, που μπαίνανε στα σίδερα και στη φωτιά, που γέμιζαν τα κανόνια με την καρδιά τους.

»Ο Μίκης έχει γράψει μουσική για 200 χρόνια μετά! Ο Μίκης δεν θα σβήση ποτέ!»

Oι πρώτες συναυλίες σε γήπεδα

Σε κείμενό του για τον Γιάννη Ρίτσο, ο Μίκης Θεοδωράκης αναφέρεται στη συναυλία της Ρωμιοσύνης το 1966 στο γήπεδο της ΑΕΚ, στη Νέα Φιλαδέλφεια:

«Το καλοκαίρι του ’66 (σ.σ. λίγους μήνες πριν τη Χούντα του ’67) αποφασίσαμε να κάνουμε το μεγάλο άλμα: Συναυλία σε γήπεδο, μιας και δεν μας χωρούσαν πια οι κλειστές αίθουσες. Διαλέξαμε την ΑΕΚ στη Ν. Φιλαδέλφεια. Ήταν η πρώτη Λαϊκή Συναυλία σε ανοιχτό χώρο.

»Περάσαμε με το αυτοκίνητο και πήραμε απ’ το σπίτι τους το Γιάννη και τη Φιλίτσα. Μπροστά στο γήπεδο, καθισμένοι στα καφενεία οι ηλικιωμένοι άντρες και γυναίκες, όλοι τους αντιστασιακοί, περίμεναν να μπουν πρώτοι. (…)

»Εκατοντάδες με στολές γύρω-γύρω, σαν μπαμπούλες, για να φοβίζουν. Άλλες εκατοντάδες χαφιέδες, για να αναγνωρίζουν και να τρομοκρατούν. (…)

»Εμείς με τον Ρίτσο βγαίναμε απ’ τα αποδυτήρια στο γήπεδο, που ήταν ακόμα άδειο. Κοιτάζαμε τον ουρανό και σαν μέλη κάποιου φανταστικού αρχαίου χορού φωνάζαμε μισοαστεία μισοσοβαρά:

–       Έλα λαέ! Νίκησε λαέ! Λαέ, δείξε τη δύναμή σου!

Κι από μέσα οι γυναίκες μας να μας μαλώνουν, μήπως και μας ακούσει κανείς και μας περάσει τρελλούς…»

Το γήπεδο τελικά γέμισε.

«Διήυθυνα πρώτα το ‘Μαουτχάουζεν’ με τη Μαρία Φαραντούρη και μετά τη ‘Ρωμιοσύνη’ με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Ο Γιάννης Ρίτσος, καθισμένος ακριβώς πίσω μου ρουφούσε τη συγκλονιστική στιγμή με όλους τους πόρους της ψυχής του.

»Δεν ήταν μόνο η μουσική, η ποίηση, το τραγούδι. Ήταν προπαντός αυτή η μυστική μέθεξη όλων αυτών των χιλιάδων, που μέσα απ’ τη ‘Ρωμιοσύνη’ ξαναζούσαν μέσα τους και ξαναδημιουργούσαν ιδεατά το μέγα όνειρο που είχαν όλοι μαζί ζήσει, αφού οι ίδιοι το είχαν πρώτα δημιουργήσει…»