«Μια μέρα θα το καταλάβουν στη Σορβόνη.
Θα γυρίσουμε το σούρουπο από τη διάλεξη
χαρούμενοι που το παράλογο είναι λογικό»
Ουάλας Στήβενς

Έχω μια ιδιοτροπία. Συχνά κρίνω το έργο από το έξεργο (moto), με την έννοια που το συναντώ αφενός στο Λεξικό, όπου στην περίπτωση της τέχνης είναι το καλλιτέχνημα που προεξέχει του έργου και αφετέρου στη φιλοσοφία όπου το έξεργο ανακοινώνει το τέλος του βιβλίου και την έναρξη της γραφής (Ντερριντά, Περί Γραμματολογίας). Πράγματι ο Ντερριντά στο κορυφαίο αυτό βιβλίο του υπαινισσόταν ότι η έννοια της γραφής δεν υπερβαίνει μόνο την έννοια της γλώσσας αλλά και του βιβλίου. Επειδή δείχνει επίσης το όριο «πέρα από το οποίο πιστέψαμε ότι μπορούμε να ρυθμίσουμε την κυκλοφορία των σημείων συμπαρασύροντας όλα τα καθησυχαστικά σημαινόμενα (…) όλα τα εκτός παιχνιδιού καταφύγια». Να υποθέσω ότι και η φιλοσοφία είναι ένα «αναπλήρωμα» της ζωής, πράγμα που θα μας έθετε το ζήτημα της συγκρότησης μιας νέας λογικής οποιουδήποτε «αναπληρώματος», όπως η φιλοσοφία. Έτσι διάβασα το έξεργο που ο Μπαλτάς τοποθετεί στην πρώτη σελίδα του νέου του έργου και που δικαιολογεί τόσο τον τίτλο Ξεφλουδίζοντας πατάτες ή λειαίνοντας φακούς όσο και τον υπότιτλο Ο Σπινόζα και ο νεαρός Βίτγκενσταϊν συνομιλούν για την εμμένεια και την λογική της.

Καλύπτει όμως τον συγγραφέα και τον δικαιολογεί για ό,τι πρόκειται να αναπτύξει στις επόμενες 582 σελίδες του βιβλίου του, το παράθεμα από τον Βιτγκενστάϊν που θέτει κάτω από τον τίτλο και τον υπότιτλο: «Μπορώ τώρα να εργάζομαι καλύτερα ενόσω ξεφλουδίζω πατάτες…Είναι για μένα ό,τι ήταν για τον Σπινόζα το να λειαίνει φακούς»;

Ή, ο έμμεσος ισχυρισμός του Μπαλτά, δηλαδή η ευκολία και η ευχαρίστηση με τις οποίες καθαρίζει πατάτες όταν εργάζεται, δείχνει τη δυσκολία ενός διανοούμενου όταν «απεργεί»; Όταν οι συνθήκες (πολιτικές στον ΣΥΡΙΖΑ) και η αφυπηρέτηση, σπρώχνουν έναν δημιουργό στην κατάσταση που βρέθηκε η Πηνελόπη υφαίνοντας τον «μέγα ιστό» εις πείσμα των μνηστήρων και εν αναμονή του Οδυσσέα; Τι αναμένει ο Μπαλτάς που το υπαινίσσεται θέτοντάς το δυο φορές εντός παρενθέσεως στον Πρόλογο της Ελληνικής έκδοσης; (Την επανάσταση); Ή, εν πάση περιπτώσει, κάτι εξίσου τρομερό: τη λογοτεχνία με την οποία ερωτοτροπεί στον γλαφυρό του Πρόλογο;

Για να απλουστεύσω θα έλεγα: τη γραφή αναμένει, ως μνημείωση που συνδέεται με τον θάνατο. Τη γραφή που δηλώνει πάντοτε ένα σημαίνον το οποίο παραπέμπει σε άλλα σημαίνοντα. Είναι η επανάσταση ένα από αυτά; Ή είναι η άπειρη επαναληψιμότητα που σημασιοδοτεί την περατότητα του συγγραφέα και ενδεχομένως (αν εμείς το επιτρέψουμε) και της Ιστορίας;

Στο τραπέζι, σε ένα εστιατόριο στο Μανχάταν, τον Οκτώβριο του 2012, αμέσως μετά την παρουσίαση της αγγλόφωνης πρώτης έκδοσης του βιβλίου, ο Τζον ΜακΝτάουελ του έκανε την «σχεδόν βασανιστική, απλή παρατήρηση»: Aristeides, this is a very complex book! Ιδού λοιπόν το δεύτερο έξεργο που θέτει (ειρωνικά;) ο Μπαλτάς και το οποίο διαδέχεται ένα άλλο, τρίτο, στο μέσον περίπου του βιβλίου, στο τέταρτο κεφάλαιο -από τον Νίτσε αυτή τη φορά: «Φιλοδοξώ να πω σε δέκα προτάσεις ό,τι οι άλλοι λένε σε ένα ολόκληρο βιβλίο – ή μάλλον ότι οι άλλοι δεν λένε σε ένα ολόκληρο βιβλίο». Να υποθέσω ότι το βιβλίο του είναι έργο εν προόδω (κατά την επεξεργασία του για την Ελληνική έκδοση ενσωμάτωσε ήδη πολλά στοιχεία από το προηγούμενό του βιβλίο Ονόματα του κομμουνισμού); 

Παριστάμενος και ο Ετιέν Μπαλιμπάρ τη νύχτα εκείνη της 8ης Οκτωβρίου στη Νέα Υόρκη, ειδοποιεί τον Μπαλτά για τη χρήση του «και» στον υπότιτλο του βιβλίου. (Ο Σπινόζα και ο νεαρός Βιτγκενστάϊν). Είναι πράγματι ο σύνδεσμος «και» συμπλεκτικός ή πρόκειται για μια «οιονεί έννοια» του «και», που δεν αναφέρεται μόνο στη σύζευξη Σπινόζα-Βιτγκενστάϊν, ούτε στις συνέπειες μιας αμοιβαίας εκτόπισής τους, ούτε στην αβεβαιότητα που ενδέχεται να προκαλεί ο συμπλεκτικός σύνδεσμος «και» με αποτέλεσμα ό,τι ενώνει να τίθεται σε ένα καθεστώς μη-αποκρισιμότητας, αλλά και στη διαφορά που θα προέκυπτε από ένα: «και ο ένας και ο άλλος». 

Ποια εντέλει ανησυχία κρύβει η επιθυμία του Μπαλτά να εμπλακεί στην ανάγνωσή τους και να τους εμπλέξει; Τι θέλει να υποκαταστήσει η συμπλοκή; Τον διαλεκτικό υλισμό που ο ΣΥΡΙΖΑ παρέδωσε στον Κουτσούμπα; Διότι στα ονόματα του κομμουνισμού είναι δύσκολο να συμπεριληφθεί και το όνομα Βιτγκενστάϊν. Και ναι μεν στο βιβλίο Ονόματα του κομμουνισμού επιστρέφουν τα φαντάσματα του Μαρξ (Ντερριντά) κατονομάζοντας το πένθος του κομμουνισμού και του Μπαλτά, επιστρέφει όμως και ένα άλλο ερώτημα, που συνοδεύει κάποιον που κάνει ένα βήμα μπροστά και λέγει: «επιτέλους θα ήθελα να μάθω να ζω» (Ντερριντά): Ποιος θα του το μάθαινε; Διότι πριν απ’ όλα, το «να μάθω να ζω» δεν μαθαίνεται παρά μονάχα από τον άλλο στις παρυφές της ζωής. Τι έχει μάθει ο Αριστείδης Μπαλτάς στην παρυφή της ζωής του; Πολλά. Κυρίως το ότι η «έσχατη πηγή των εννοιολογικών (γραμματικών) εκπλήξεων που πάντα μάλλον ελλοχεύουν στις σκιές (…) είναι το ότι οι πρακτικές μας και οι τρόποι με τους οποίους εξελίσσονται  δεν μπορούν ποτέ να εξαντλήσουν το πραγματικό». Αυτό άλλωστε δηλώνει η μελαγχολική φιγούρα του στο Σινικό τείχος, στη φωτογραφία που επέλεξε για το εξώφυλλο εκείνου του βιβλίου. Έναν πιστό στρατιώτη, στα τείχη του ΣΥΡΙΖΑ. Ή έναν σκεπτικό Άμλετ, όταν το φάντασμα του πατέρα του απευθύνει το «θυμήσου με», όταν η λογική του φαντάσματος (του πατέρα ή του κομμουνισμού) ονομάζει και δείχνει προς την κατεύθυνση μιας σκέψης η οποία υπερβαίνει την «λογική». Και τότε πράγματι «γυρίζουμε χαρούμενοι από την Σορβόννη» διότι το παράλογο έγινε λογικό. Και διότι τι να κάνουμε στη Σορβόννη όπου οι καθηγητές της, από έδρας δηλώνουν για τον Αλτουσέρ: «Εγώ σας το είχα πει ότι αυτή η φιλοσοφία είναι ανθρωποκτόνος».

Διαβάζοντας χρόνια τον Αριστείδη Μπαλτά και τον «υπερβατικό εμπειρισμό» του, το «πεδίο εμμένειας» όπου εγγράφει όλη του τη ζωή και όπου στη ζωή του εγγράφεται το «δυνητικό», διότι η ζωή απαρτίζεται από το δυνητικό και τις ενικότητες και γιατί η επανάσταση, όπως ο «θάνατος» και η «πληγή», συνιστούν το «συμβάν» (Ντελέζ), πώς να μην αναμένω αυτό στο οποίο ήδη επιδίδεται εκτός από τη φιλοσοφία; Τη γραφή. Πώς να μην περιμένω τη λογοτεχνία ως το δικαίωμα στον θάνατο που τον ακολουθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου του έως την Έξοδο (σελ. 581) όπου εκεί αφήνει την τελευταία λέξη στον Αλτουσέρ: «Πράγματι το μέλλον διαρκεί πολύ». Να υποθέσω λοιπόν πως τη λογοτεχνία εννοεί όταν γράφει ότι «σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με τη λογική, η γραμματική ρήξη δεν αποκαθιστά απλώς την “πραγματικότητα”: την εμπλουτίζει οντολογικά». 

Έγραφα στα Νέα, τον Οκτώβριο του 1997, ότι ο Μπαλιμπάρ, που η φιλοσοφία τον υποχρέωσε να αποδώσει στα έργα του Αλτουσέρ «μια διάσταση πέραν των όσων αναζητούσαμε γενικά στα κείμενά του», παρέλειψε να σκεφτεί μια άλλη πρόταση από τη λογοτεχνία για την οποία ο  Ντελέζ αφιερώνει στη Λογική του νοήματος, ένα κεφάλαιο. Πρόκειται για τη φράση του Σκοτ Φιτζέραλντ από Το σπάσιμο: «Ολόκληρη βεβαίως η ζωή είναι μία διαδικασία κατάρρευσης». Αλλά τι άλλο είναι η γραφή που επιθυμούμε από την ανάπτυξη αυτής της φράσης, αυτονόητης για όποιον συνδέει την διαδικασία της κατάρρευσης με την επιθυμία να τον αγαπούν; 

Αναρωτιόμουν επίσης τότε, μαζί με τον Μπαλιμπάρ, για το «πώς μιλάει κανείς για έναν ζωντανό νεκρό; Όπως για έναν νεκρό ή όπως για έναν ζωντανό; Σε ποιόν χρόνο της γλώσσας: στον ενεστώτα ή στον παρελθόντα;» Και η δική μου απάντηση έβγαινε μέσα από το τελευταίο (αυτοβιογραφικό-λογοτεχνικό) βιβλίο του Αλτουσέρ: μιλάει όπως για έναν συγγραφέα ισάξιο με τις Εξομολογήσεις του Ρουσσώ, τα Ημερολόγια του Κάφκα, τα Σημειωματάρια του Καμύ. Ισάξιο και εξίσου σημαντικό για την Ιστορία, την οποία παράγουν οι κειμενικές αλληγορίες περισσότερο από τις κομματικές αποφάσεις. Την παράγει η γλώσσα, όχι ως προπαγάνδα ή δικαιολογία προς τους κριτές, αλλά ως εξαπάτηση κάποιου που δεν τον εξαπατά πλέον ο εαυτός του.

 Υπομονή Αριστείδη γιατί με τις φλούδες από τις πατάτες γυαλίζανε στις εκκλησιές και τα ασημένια καντήλια και τα λιβανιστήρια. Υπομονή γιατί, αν θέλεις όπως ο Σπινόζα να δικαιώσεις τον Θεό, μόνον αν δεν τον αναβιβάσεις έξωθεν του κόσμου θα το κατορθώσεις. Οπότε το πρώτο που έχεις να κάνεις είναι να καταργήσεις τα σκεύη που τον δοξάζουν στις εκκλησίες. Ως προς τη «λογική» του Βιτγκενστάιν, (την κυριολεξία), μόνο αν την αναβιβάσεις σε ποίηση (ακυρολεξία) μπορεί να σωθεί. Και να μην ξαναπατήσουμε στη Σορβόννη.

Αριστείδης Μπαλτάς, Ξεφλουδίζοντας πατάτες ή λειαίνοντας φακούς – Ο Σπινόζα και ο νεαρός Βιτγκενστάιν συνομιλούν για την εμμένεια και τη λογική της, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.