Εδώ και πολλούς μήνες έχουμε αποδοθεί με τη φίλη μου ποιήτρια Ευγενία Βάγια σε μια κοινή ταπητουργία ή καλύτερα στην εκτέλεση του κονσέρτου του Φρανσίς Πουλένκ για δυο πιάνα και τέσσερα χέρια.

Και επειδή αμφότεροι αποδίδουμε στην ανθρώπινη ύπαρξη μια θεμελιώδη, αναπότρεπτη θλίψη όπως γράφει ο Τζορτζ Στάινερ αναλύοντας δέκα (πιθανούς) λόγους για τη μελαγχολία της σκέψης, προσπαθούμε σε αντιστάθμισμα να χαρούμε γράφοντας «στα τυφλά» κείμενα, όπως δυο γευσιγνώστες που δοκιμάζουν a l’ aveugle ένα παλιό κόκκινο κρασί ή όπως δυο σουρεαλιστές που παίζουν με τη μέθοδο cadavre exquis συνεχίζοντας ένα κείμενο από εκεί που το άφησε ο προηγούμενος έχοντας διαβάσει μόνο την τελευταία λέξη.

Είδαμε μαζί την περασμένη Τρίτη στο θέατρο Σφενδόνη την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή σκηνοθετημένη από τον Χάρη Φραγκούλη με ερασιτέχνες (;) ηθοποιούς στη μετάφραση του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Γράψαμε το κείμενο που ακολουθεί δοκιμάζοντας τις δυνατότητες της μονοπρόσωπης, κατά τεκμήριο, γραφής αλλά και της εγωιστικής σκέψης, που μπορεί να φαντάζεται τον άλλον χωρίς όμως να καταφέρνει να τον καταλάβει και να τον καταλάβει ποτέ.

Το θέατρο είναι τέχνη εφήμερη. Τα απομεινάρια της φθείρονται ώρα την ώρα στις αποθήκες της μνημολήθης και ο όρκος «θα σε θυμάμαι για πάντα» την επόμενη κιόλας μέρα έχει προδωθεί. Σκηνές, πρόσωπα, ερμηνείες, βασιλιάδες και βασίλισες, κοστούμια και σκηνικά, σχεδόν ολόκληρο το έργο καταρρέει αργά ή γρήγορα σαν φωτεινό μετέωρο μέσα στη σούπα του χρόνου. Μόνο η σκέψη και η γραφή θα μπορούσαν να το συγκρατήσουν και να το επαναφέρουν, αλλά αυτό δεν είναι η παράσταση. Οι πειραματισμοί τους, που αντιπροσωπευτικά δείγματα είναι η ποίηση ή το θεατρικό έργο, μπορούν άραγε να επαναληφθούν και πώς; Αυτό μας βασάνισε, όταν διαπιστώσαμε την αποτυχία μας πίνοντας ένα Dewars απέναντι από το θέατρο, στο «Ραδιόφωνο».

Η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή – αν και άκληρη- γεννοβολάει συνεχώς μέσα στην ιστορία τον εαυτό της, τις Αντιγόνες κάθε Αντίστασης και κάθε σκηνής. Άλλο η Επίδαυρος και άλλο το θέατρο Κυκλάδων της διπλής Αντιγόνης του Λευτέρη Βογιατζή. Και φυσικά «άλλο» το θέατρο στο ραδιόφωνο που ακούγαμε μικροί με τα βλακώδη σχόλια του Αχιλλέα Μαμάκη. Σε κάθε ανέβασμα κατατίθεται κι ένα «αντί», του σκηνοθέτη και της εποχής. Αλλά τι σημαίνει αυτό το «αντί»; Μειώνει τον τραγικό; Τον φέρνει στα μέτρα μας; Τον σέβεται; Τα χρειάζεται όλα αυτά το κείμενο; Η πολιτική εξουσία, ο νόμος του Κρέοντα, είναι ο σταθερός και αδίρητος πόλος όλων των συγκρούσεων από τις απαρχές της Ιστορίας. Και, παρόλο που ο νόμος που του αντιτίθεται έρχεται στην συγκεκριμένη τραγωδία από τον κόσμο των νεκρών, μοιάζει να καταφθάνει ταυτόχρονα και από το φόβο του εκάστοτε μέλλοντος. Γι’ αυτό και διαφέρει από εποχή σε εποχή. Κάθε διάβημα αντίστασης στην εξουσία είναι απότοκο ενός μελλοντικού εφιάλτη, επιχειρεί να προλάβει μια τρομερή απώλεια, μια ανυπόφορη επιδείνωση. «Διότι ο νόμος του οίκου – αντίθετα από το νόμο της πόλεως – είναι κατ΄ουσίαν αυτό-νομος»*.

Ένα θεατρικό κείμενο δεν το μαθαίνεις για να το παίξεις, παίζεις για να το μάθεις. Ο Φραγκούλης δεν είναι ο τύπος του σχολαστικού διανοούμενου. Δεν ενδιαφέρεται για τα θρησκευτικά και την παράδοση, δεν έχει ιδεολογικές εμμονές. Οι «επιρροές» του είναι η επιρροή του απαιτητικού εαυτού του στο έργο του. Η «Αντιγόνη» του δεν είναι ούτε της αρχαίας, ούτε της βυζαντινής, ούτε και της εγχώριας θεατρικής παράδοσης. Δεν συνελήφθη μια κι έξω, δημιουργήθηκε χωρίς οφειλές, μέρα τη μέρα στις πρόβες, κόρη της Ανάγκης και του Αυτοσχεδιασμού. Η πολιτική και κοινωνική θύελλα αλλά και εξίσου η πολιτική κοινωνική χαύνωση έξω από την πόρτα του θεάτρου, προκάλεσε την αντινομία της: οι ανισότητες, η καταστροφή της βιόσφαιρας, η πολιτική και πολιτιστική ισοπέδωση και τα μολυσματικά media, τα ιερατεία του ύπνου όπως θα έλεγε ο Χειμωνάς.

Παράφορος καλλιτέχνης ο Φραγκούλης, υπερασπίζεται κάθε τι φυσικό και ενστικτώδες αναγνωρίζοντάς το ως ιερό με τον τρόπο του Σπινόζα και πολιτικό με τον τρόπο του Μαρξ.  (Δεν έχει καμιά σημασία αν τους έχει διαβάσει). 

Η ζωή σε όλα τα βασίλεια, με όλες τις μορφές και τις ιδιαιτερότητές της, ορμητική και ταυτόχρονα εύθραυστη όπως και η τέχνη, είναι η θεότητα που τιμά και συγχρόνως, όπως ο Αλκιβιάδης, σπάζει τις κεφαλές του Ερμή στα τρίστρατα της σύγχρονης Αθήνας. Γι’ αυτό αφήνει να αναλάμψουν στην παράστασή του τα στοιχεία ενός πολύχρωμου ανιμισμού, ενός παιδικού ενθουσιασμού, μιας αθωότητας που χάνεται. Ο χορός του δεν κρατάει μαγκούρες κι εξαπτέρυγα, συστήνεται από εξαίσια νεανικά πλάσματα με ζαρτιέρες και κόκκινες κάλτσες, που ξυπνούν με την πρώτη αχτίδα της μέρας μέσα σ’ αυτή την τραγωδία: λιβελούλες και αλογάκια της παναγιάς, χρυσοκάνθαροι και μέλισσες, κοτσύφια που μιμούνται ανθρώπινες κουβέντες. Οι Κρέοντές του, μεταξύ Nick Cave και Οθέλλου και οι Αντιγόνες του, βγαλμένες από το Twin Peaks ή το Inland Empire του David Lynch. 

Ο θεϊκός νόμος είναι τόσο παρών, φυσικός και αυτονόητος, ακριβώς επειδή είναι αόρατος.

Οι θεατές ένθεν και ένθεν της σκηνής αυτού του μοναδικού θεάτρου, με τα ξωτικά του χορού διάσπαρτα ανάμεσά τους, μετέχουν στη διάχυτη ενέργεια των σκηνών και του κειμένου: χρόνος που συνέχει το παν.

Στην παράσταση αυτή όμως ακούσαμε αυτόν το «θόρυβο του υπόβαθρου» που προέρχεται από τα κοσμικά μήκη κύματος και συνεχίζει την «μεγάλη έκρηξη» στο ανθρώπινο μυαλό -αν είναι σε θέση κανείς να νιώσει τι του συμβαίνει – που μπορεί να συμβεί στο μυαλό όλων μας.

Απέμεινε ο Αίμονας, σε κείνον τον τραυλό του σπαραγμό, να πισωπατάει και να πιάνεται απ΄τα πράγματα.

Και ο μάταιος αγώνας του Κρέοντα, να στήσει όρθιο το άψυχο κορμί του παιδιού του πάνω στο δικό του βάθρο. Μια αντίστροφη αποκαθήλωση τα δυο σώματα, του νεκρού γιου και του Κρέοντα που κυλιούνται στο πάτωμα, διότι «το νεκρό αδράχνει το ζωντανό»…

Μυρτώ Ρήγου, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ 2. Νόμος, Πόλις, Περιπλάνηση, εκδ. Πλέθρον

**Δυο παραστάσεις ακόμη στις 9 και 10 Ιανουαρίου.