Οι καταστροφικές πυρκαγιές της εβδομάδας που πέρασε, μπορεί να μην είχαν την ένταση άλλων ανάλογων φαινομένων των προηγούμενων ετών, όπως πέρυσι ας πούμε, ωστόσο επανέφεραν και πάλι στο προσκήνιο τη συζήτηση για το κατά πόσο η Πολιτεία είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει τις εντεινόμενες πλέον, λόγω της κλιματικής αλλαγής, φυσικές καταστροφές.

Η γνώμη μου είναι πως όχι. Το αναφέρω εξ αρχής, διότι είναι πλέον φανερό πως ούτε το πλήθος των πυροσβεστικών μέσων ούτε η ποιότητά τους ούτε ο αριθμός των ανθρώπων που τα υπηρετούν μπορούν να εξαφανίσουν ή και να περιορίσουν την έκταση μιας πυρκαγιάς που έχει σύμμαχό της τις χρόνιες παραλείψεις του ελληνικού κράτους. Παραλείψεις οι οποίες σε συνδυασμό με την αδιαφορία των πολιτών, την έλλειψη εκπαίδευσης και περισσότερο απ’ όλα την συναίσθηση ότι μια αφελής, απρόσεκτη κίνηση μπορεί να προκαλέσει τεράστια καταστροφή, δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα.

Διότι προφανώς κάποιο χέρι ανάβει μια φωτιά. Ομως χρειάζεται η συνέργεια πολλών παραγόντων για να λάβει διαστάσεις ανεξέλεγκτης καταστροφής. Και δεν εννοώ μόνο τις καιρικές συνθήκες, που είναι επίσης δημιούργημα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Εννοώ και την ατομική ευθύνη του καθενός από εμάς. Που είτε κάθεται στο καφενείο και αναρωτιέται μεγαλοφώνως «πού είναι το κράτος;», ατενίζοντας το απέναντι βουνό να καίγεται, είτε αδυνατεί να καταλάβει ότι δεν μπορεί να καίει ξερόχορτα όταν υπάρχει ξηρασία και δυνατοί άνεμοι, ότι οφείλει να καθαρίζει από τα ξερόχορτα τον αγρό του, ότι η λύση στην έλλειψη βοσκοτόπων δεν είναι να καις ένα δάσος, κ.λπ. κ.λπ.

Επιμένω στο θέμα της ατομικής ευθύνης του καθενός μας, γιατί όσα επιτελικά σχέδια και να καταστρώσει η Πολιτεία, όσα πυροσβεστικά μέσα και να προμηθευτεί, οι πυρκαγιές θα εξακολουθούν να καταστρέφουν ό,τι έχει απομείνει από τον δασικό πλούτο της χώρας, αν αυτή την υπόθεση δεν την πάρει στα χέρια της η ίδια η κοινωνία.

Και οι φιλανθρωπικές δράσεις είναι σωστές και η αλληλεγγύη στον πάσχοντα συνάνθρωπο επίσης, όμως υπάρχει και ένα μείζον ζήτημα: είναι το τι φυσικό περιβάλλον θα παραλάβουν οι επόμενοι από εμάς. Φαντάζομαι πως συμφωνούμε όλοι ότι δεν μπορεί, και δεν πρέπει, να είναι ένας κρανίου τόπος.

Το άλλο σημείο που θέλω να θίξω, είναι αυτό του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζονται από τη Δικαιοσύνη οι εμπρηστές. Παρότι υπάρχει ένα αρκετά αυστηρό νομικό πλαίσιο, οι περισσότεροι εξ αυτών, για να μην πω όλοι, αντιμετωπίζονται με πρωτοφανή επιείκεια, δυσανάλογη του εγκλήματος το οποίο έχουν διαπράξει. Η άποψή μου είναι ότι αν θέλει η Πολιτεία να αντιμετωπίσει το φαινόμενο, οφείλει να καταστήσει τον εμπρησμό, εκούσιο ή ακούσιο, ιδιώνυμο! Μόνο έτσι υπάρχει ελπίδα να περιοριστεί η δράση τους. Αναγνωρίζω ότι ενδέχεται να την πληρώσουν και ακούσιοι εμπρηστές, αλλά θεωρώ ότι μπροστά στο μείζον, που είναι να περιοριστεί η δράση των καθ’ έξιν και κατ’ επάγγελμα εμπρηστών, ας συμβεί και αυτό. Η Δικαιοσύνη, όταν θα φτάσει η ώρα να εξετάσει την κάθε περίπτωση, έχει την εμπειρία και τα μέσα να ξεδιαλύνει τον συνειδητό εμπρηστή από τον ακούσιο.

Και θεωρώ επίσης ότι το ιδιώνυμο πρέπει να είναι «ενισχυμένο»: να συνοδεύεται δηλαδή από πράξη καταλογισμού στον εμπρηστή του κόστους της ζημιάς που προκάλεσε με την πράξη του. Οχι μόνο σε βάρος των ιδιωτών, αλλά και σε βάρος της Πολιτείας, που καλείται να κινητοποιεί κάθε φορά νοικιασμένο, πανάκριβα συνήθως, πυροσβεστικό μηχανισμό.

Επαναλαμβάνω, δεν είναι πανάκεια όλα αυτά για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών. Είναι όμως «μια κάποια λύσις»…