Παρά την πληθωριστική λαίλαπα και το νέο άλμα των τιμών καταναλωτή τον Ιούνιο, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να εμφανίζει εντυπωσιακές αντοχές, με έγκυρους αναλυτές να εκτιμούν ότι ο ρυθμός ανάπτυξης το 2022 μπορεί να κινηθεί ακόμη και στο 4,3%, που ενδεχομένως θα αποτελέσει μία από τις υψηλότερες επιδόσεις στην ευρωζώνη.

Κι αυτό θα συμβεί ακριβώς για τον ίδιο λόγο που η Ελλάδα υπέστη τη δεύτερη βαθύτερη ύφεση στην ευρωζώνη κατά τη διάρκεια της πανδημίας, δηλαδή τη μεγάλη εξάρτηση από τον τουρισμό.

Διαβάστε ακόμη: Ο πληθωρισμός σπάει το φράγμα και του 12%

Comeback

Το γεγονός όμως εξακολουθεί να είναι ένα:

Η ελληνική οικονομία, με κινητήριο δύναμη το εκρηκτικό comeback του τουρισμού, τη διατήρηση και το δεύτερο τρίμηνο του έτους της ισχυρής καταναλωτικής δαπάνης που τροφοδοτείται από τις αυξημένες καταθέσεις των νοικοκυριών που κινούνται στο επίπεδο των 180 δισ. ευρώ και τη μεγάλη δημοσιονομική χαλάρωση στην οποία επιδόθηκε η κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της πανδημίας, με την καταβολή επιδομάτων άνω των 20 δισ. ευρώ(!), παρουσιάζει ισχυρή οικονομική δραστηριότητα με πιο έντονο το αποτύπωμα στο εμπόριο, τα ταξίδια και την οικοδομή.

Στην τελευταία ανάλυση που υπογράφει ο πρόεδρος του ΚΕΠΕ καθηγητής Παναγιώτης Λιαργκόβας τα οικονομικά μοντέλα έδειξαν ότι παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η ελληνική οικονομία βρίσκεται στη δίνη διαδοχικών κρίσεων: (οικονομική κρίση, υγειονομική κρίση και πρόσφατα ενεργειακή κρίση), από το πρώτο τρίμηνο του έτους η οικονομία επανακάμπτει δυναμικά: ο ρυθμός αύξησηςτου ΑΕΠ κυμάνθηκε στο 7%, αρκετά πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, τάση που συνεχίστηκε και το δεύτερο τρίμηνο.

Διαβάστε επίσης: Οι αντοχές και οι προκλήσεις της ελληνικής οικονομίας

Aύξηση του ΑΕΠ

Στη βάση αυτών των επιδόσεων το ΚΕΠΕ εκτιμά ότι οι σχετικοί ρυθμοί μεταβολής για το πρώτο και το δεύτερο εξάμηνο του 2022, σε σχέση με τις αντίστοιχες περιόδους του 2021, εκτιμώνται στο 5,5% και 3,2% αντίστοιχα και θα οδηγήσουν την οικονομία σε αύξηση του ΑΕΠ κατά 4,3% για το σύνολο του έτους.

Η βάσιμη αυτή εκτίμηση και το κλίμα αισιοδοξίας που δημιουργεί ο τουρισμός για τους καλοκαιρινούς μήνες αποτελεί έναν επιπλέον λόγο που συνηγορεί στην τάση που έχει διαμορφωθεί στην πολιτική σκηνή, να οδηγηθεί η κυβέρνηση σε πρόωρες εκλογές τον Οκτώβριο, βοηθούντων και των επιδομάτων (για καύσιμα, λογαριασμούς της ΔΕΗ, voucher για αντικατάσταση ηλεκτρικών συσκευών, ακόμη και για διακοπές στη Βόρεια Εύβοια και νησιά με τον κοινωνικό τουρισμό).

Πέρα όμως από τους πολιτικούς σχεδιασμούς, οι οικονομικές προβλέψεις του ΚΕΠΕ έχουν τη σημασία τους, καθώς αποτελούν οδηγό για κρίσιμες οικονομικές αποφάσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων.

Συγκρατημένα… απαισιόδοξος  ο Στουρνάρας

Σε επί τα χείρω εκτίμηση για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας προχώρησε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας. Σε έκθεσή του προβλέπει ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ 3,2% για το 2022 έναντι πρόβλεψης 3,8% στην έκθεση του Απριλίου, ενώ στο δυσμενές σενάριο θέτει τον πήχη ακόμα πιο χαμηλά, στο 1,8%! Και μάλιστα με ταυτόχρονη πρόβλεψη για οριακή ανάπτυξη το 2023 μόλις στο 0,3%. Ακόμη, εκτιμά ότι ο πληθωρισμός θα εκτοξευθεί στο 7,6% για το 2022. Οπως αναφέρεται στην έκθεση, στο δυσμενές αυτό περιβάλλον, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας συνεχίστηκε και το α’ τρίμηνο του 2022, αλλά ο πόλεμος στην Ουκρανία, η διαμόρφωση του πληθωρισμού σε πολύ υψηλά επίπεδα και η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής αναμένεται να μετριάσουν τον υψηλό αναπτυξιακό ρυθμό στη συνέχεια του έτους.

Οι προβλέψεις, η απασχόληση και η γεωργία

Οι προβλέψεις του ΚΕΠΕ σε τριμηνιαία βάση εμφανίζουν θετικό πρόσημο καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους (3,9% στο δεύτερο τρίμηνο, 2,9% στο τρίτο τρίμηνο και 3,6% στο τέταρτο τρίμηνο). Η ανωτέρω πρόβλεψη συνιστά μία εκτίμηση ότι στην πορεία του έτους 2022 η ελληνική οικονομία θα εξακολουθήσει να ανακάμπτει με ρυθμούς οι οποίοι θα

της επιτρέψουν να αναπληρώσει τις απώλειες που είχαν σημειωθεί λόγω της πανδημίας και να ξεπεράσει σε πραγματικούς όρους το επίπεδο του ΑΕΠ του έτους 2019.

Οι θετικές εξελίξεις αντανακλώνται και στη σταθερή πορεία αύξησης της απασχόλησης και μείωσης της ανεργίας. Στο πρώτο τρίμηνο του 2022 παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων της τάξεως του 11,6% σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του προηγούμενου έτους και αντίστοιχη μείωση του αριθμού των

ανέργων κατά 13,2%. Η ανεργία μειώνεται συστηματικά και η απασχόληση ακολουθεί ανοδική πορεία σε ετήσια βάση, η οποία όμως δεν είναι όμοια για όλες τις πληθυσμιακές ομάδες. Ειδικότερα, οι νέοι 15-24 ετών δεν έχουν αναπληρώσει τις απώλειες από την πανδημία, ενώ σε δυσμενή θέση βρίσκονται και οι μετανάστες, ειδικά οι άνδρες.

Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στη δυναμική που παρουσιάζει ο αγροτικός τομέας. Συνολικά, κατά τη διάρκεια της πανδημίας ο ελληνικός αγροτικός τομέας κατέδειξε μεγάλο βαθμό ανθεκτικότητας. Η συνολική αξία παραγωγής το 2020 μειώθηκε μόνο κατά 0,10% σε σχέση με το 2019, αλλά αυξήθηκε κατά 1,55% σε σχέση με τον μέσο όρο της 5ετίας 2015-2019. Το επιχειρηματικό εισόδημα αυξήθηκε το 2020 κατά 7,67% σε σχέση με το 2019 και κατά 13% σε σχέση με την τελευταία 5ετία. Η συμμετοχή της προστιθέμενης αξίας της γεωργίας στη συνολική εγχώρια προστιθέμενη αξία αυξήθηκε το 2020 σε σχέση με το 2019 κατά 11,40%.

Ο πληθωρισμός και τα επιτόκια

Οι προκλήσεις και οι κίνδυνοι λόγω του πολέμου και της γεωπολιτικής αστάθειας και της συνδεόμενης αβεβαιότητας παραμένουν.

Ο πληθωρισμός θα ροκανίζει το εισόδημα των νοικοκυριών, θα χτυπάει ιδιαίτερα τους μισθωτούς και συνταξιούχους και θα δίνει τη δυνατότητα σε κερδοσκόπους να θησαυρίζουν σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. Ο πληθωρισμός δεν έχει την ίδια επίδραση σε όλα τα νοικοκυριά, ούτε είναι ίδιος (βλ. σχετικό ειδικό θέμα). Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΚΕΠΕ, τα νοικοκυριά που βρίσκονται χαμηλότερα στην εισοδηματική ή καταναλωτική κατανομή κατά κανόνα αντιμετωπίζουν υψηλότερο πληθωρισμό από τα νοικοκυριά που βρίσκονται στα υψηλότερα δεκατημόρια.

Η άνοδος των επιτοκίων: Η επιμονή του πληθωρισμού, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην ευρωζώνη, οδήγησε τις κεντρικές τράπεζες στη διακοπή της επεκτατικής νομισματικής πολιτικής των προηγουμένων ετών. Για τα παρεμβατικά επιτόκια της ΕΚΤ οι προθεσμιακές αγορές επιτοκίου τιμολογούν σωρευτική αύξηση 250 μονάδων βάσης (μ.β.), δηλαδή 2,5 ποσοστιαίων μονάδων από τα τρέχοντα επίπεδα έως τον Μάιο του 2023.