Το «καλό» και το «κακό» πρόσωπο του ΕΣΥ αποκαλύπτεται στη Νευροχειρουργική Κλινική του νοσοκομείου «Γ. Γεννηματάς». Εκεί όπου καθρεφτίζονται οι δυνατότητες, αλλά και οι αδυναμίες ενός συστήματος που χρήζει ριζικής αναδιάρθρωσης, καθώς ο άναρχος σχεδιασμός, οι αγκυλώσεις και οι παρωχημένες αντιλήψεις βάζουν τρικλοποδιά στην πορεία προς τη σύγχρονη εποχή.

Κάνοντας μία ιστορική αναδρομή, διαπιστώνει κανείς πως πριν από μία 10ετία – και συγκεκριμένα το 2012, όταν «ορφάνεψε» η Κλινική από τέσσερις ειδικευμένους γιατρούς, όμως με πείσμα ανασυντάχθηκε ώστε να συνεχιστεί το έργο της – πραγματοποιούνταν εκεί περί τις 650 επεμβάσεις.

Στα χρόνια της οικονομικής και της πανδημικής κρίσης, θα περίμενε κανείς πως ο όγκος της δουλειάς θα είχε συρρικνωθεί.

Εντατική εργασία

Τα δεδομένα όμως ανατρέπουν τις αρχικές υποθέσεις. Το 2021 έγιναν 1.024 χειρουργεία, αριθμός που υποδηλώνει αύξηση της τάξεως του 40%. Λαμβάνοντας υπόψη αντίστοιχα τα στοιχεία του πρώτου τριμήνου του τρέχοντος έτους, θεωρείται δεδομένο πως το 2022 θα κλείσει με 1.200 (αν όχι περισσότερες) επεμβάσεις, καθρεφτίζοντας την εντατική εργασία του προσωπικού (ιατρικού και νοσηλευτικού) για να αντεπεξέλθει στην αυξανόμενη ζήτηση.

Oπως δε σημειώνει μιλώντας στο «Βήμα» ο διευθυντής της Κλινικής, κ. Νίκος Γεωργακούλιας, «η μεταβολή αυτή δεν είναι μόνο ποσοτική αλλά και ποιοτική, καθόσον αυξήθηκαν ακόμη περισσότερο σε απόλυτους αριθμούς αλλά και αναλογικά οι ιδιαίτερα βαριές επεμβάσεις». Η εμπειρία σε εξιδεικευμένες χειρουργικές προσεγγίσεις είναι άλλωστε και η αιτία που στην Κλινική νοσηλεύονται ασθενείς από όλη την επικράτεια – τα Ιωάννινα, την Κρήτη, την Πάτρα…

Αριθμοί-ρεκόρ

Για να κατανοήσει κανείς το έργο που παράγεται αρκεί να αναλογιστεί πως εκεί χειρουργούνται περί τα 90 ανευρύσματα και περί τα 70 αδενώματα υπόφυσης ετησίως, αριθμοί «ρεκόρ» για την ελληνική επικράτεια. Επιπλέον εκτελούνται επεμβάσεις υψηλής εξειδίκευσης, όπως είναι για παράδειγμα η κρανιοτομία με τον ασθενή σε εγρήγορση (ο ασθενής επικοινωνεί με τους γιατρούς του την ώρα της επέμβασης), με αποτέλεσμα από τις 1.000 επεμβάσεις τον χρόνο, οι μισές και πλέον να είναι κατηγορίας Ε (εξαιρετικά βαριές και ειδικές).

Παθογένειες

Αποτελεί άλλωστε κοινό μυστικό ότι ακόμη και γιατροί από άλλες νευροχειρουργικές κλινικές, παραπέμπουν στο «Γ. Γεννηματάς» επείγοντα περιστατικά τα οποία εισάγονται ακόμη και εκτός εφημερίας, ώστε οι ασθενείς να λάβουν εξειδικευμένη φροντίδα. Κάπως έτσι όμως δημιουργούνται λειτουργικές αρρυθμίες για τις οποίες ευθύνονται τα κενά και οι παθογένειες του ΕΣΥ.

Με έντονο προβληματισμό ο κ. Γεωργακούλιας παραδέχεται ότι η λίστα αναμονής δεν συρρικνώνεται με ταχείς ρυθμούς, παρά τις εντατικές προσπάθειες και τη συνεχή προτεραιοποίηση των περιστατικών. Ιδίως δε, εάν συνυπολογίσει κανείς ότι η Κλινική είναι ενταγμένη στις εφημερίες, με αποτέλεσμα να ανατρέπεται συχνά ο προγραμματισμός.

Ετσι μοιραία υπάρχουν περιπτώσεις ασθενών με κακοήθη όγκο στον εγκέφαλο οι οποίοι υποβλήθηκαν έπειτα από ενάμιση μήνα σε επέμβαση όταν η ανώτατη αναμονή δεν θα πρέπει να ξεπερνά τις δύο εβδομάδες.

Οι κακοδαιμονίες

Ο κ. Γεωργακούλιας εμβαθύνοντας στις κακοδαιμονίες του ΕΣΥ υποστηρίζει πως η «θετική εικόνα της κλινικής δείχνει παράλληλα τον ανύπαρκτο νευροχειρουργικό υγειονομικό χάρτη στη χώρα». Και προσθέτει ότι «η ανεξέλεγκτη προσέλευση ασθενών από άλλες υγειονομικές περιφέρειες στερεί από τους ασθενείς τη δυνατότητα να λάβουν την ενδεδειγμένη θεραπεία και προκαλούν επιπρόσθετη οικονομική αιμορραγία στις οικογένειες (ξενοδοχεία, μετακινήσεις κ.λπ.)». Επιμένει δε ότι χρειάζονται αναγκαίες και γενναίες παρεμβάσεις για την ανασύνθεσή του με γνώμονα τις ανάγκες των ασθενών αλλά και των ειδικευόμενων, οι οποίοι αναζητούν υψηλής ποιότητας εκπαίδευση.

Χωρίς σχέδιο

«Το γεγονός ότι η χώρα μας λόγω πλήρους ανυπαρξίας σχεδιασμού παράγει τον μεγαλύτερο αριθμό νέων νευροχειρουργών ανά 100.000 κάτοικους στην Ευρώπη και έναν από τους υψηλοτέρους στον κόσμο έχει ως αποτέλεσμα την ελλιπή εκπαίδευση των νέων νευροχειρουργών λόγω κατακερματισμού του απαραίτητου προς εκπαίδευση αριθμού περιστατικών. Σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά στατιστικά στοιχεία, στην Ελλάδα δεν θα πρέπει να λειτουργούν περισσότερες από 10 νευροχειρουργικές κλινικές που θα δίνουν τίτλο ειδικότητας και οι οποίες θα προσφέρουν ενιαίο εκπαιδευτικό πρόγραμμα» συμπληρώνει ο ίδιος.

Για να διαπιστώσει δε κανείς τις ανάγκες αρκεί να αναλογιστεί πως καταγράφονται κατά μέσο όρο 1.000 περιστατικά ανά 1 εκατ. πληθυσμού. Και παρότι η Αθήνα, λόγω της πληθυσμιακής συγκέντρωσης, αποτελεί κομβικό σημείο, δεν παύει να δέχεται δυσανάλογο όγκο περιστατικών από την περιφέρεια.

Οπως εν τούτοις διευκρινίζει ο κ. Γεωργακούλιας, το «μεγαλύτερο ποσοστό των περιστατικών είναι εφικτό να αντιμετωπιστούν σε όλες τις νευροχειρουργικές κλινικές, μόνον το 10% χρήζει εξιδεικευμένης προσέγγισης».

Οι γιατροί στην Ελλάδα και στην Αγγλία

Στην Ελλάδα των περίπου 11 εκατ. κατοίκων λειτουργούν 21 δημόσιες νευροχειρουργικές κλινικές που δίνουν τίτλο ειδικότητας, ενώ συμπεριλαμβάνοντας και τις ιδιωτικές αγγίζουν τις 30. Είναι αξιοσημείωτο δε πως στη χώρα μας προσφέρουν ιατρικές υπηρεσίες 450 ειδικευμένοι νευροχειρουργοί, όταν στην Αγγλία των 70 εκατομμυρίων λειτουργούν 40 αντίστοιχες κλινικές στις οποίες υπηρετούν ισάριθμοί με τη χώρα μας γιατροί.

Ελλείψεις νοσηλευτών και ιατρικού εξοπλισμού

Σε πρόσφατη επιστολή του προς την ηγεσία του υπουργείου Υγείας και της Α’ ΥΠΕ ο κ. Γεωργακούλιας δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην επιτακτική ενίσχυση της καινοτόμου για τα ελληνικά δεδομένα μονάδα αυξημένης φροντίδας (ΜΑΦ) νευροχειρουργικών περιστατικών που έχει ιδρυθεί στο «Γ. Γεννηματάς». «Είναι απαραίτητο να εξοπλισθεί με ένα τουλάχιστον σύστημα αιμοκάθαρσης, καθόσον βαρέως πάσχοντες ευρισκόμενοι σε αγγειοσυσπαστικά φάρμακα μεταφέρονται με φορητό αναπνευστήρα και καθυστέρηση στη Μονάδα Τεχνητού Νεφρού. Επίσης είναι απαραίτητη η προμήθεια φορητού Ηλεκτροεγκεφαλογράφου» αναφέρει μεταξύ άλλων.
Η «πάθηση» του ΕΣΥ, που δεν είναι άλλη από τα κενά σε νοσηλευτικό προσωπικό, έχει χτυπήσει και την εν λόγω κλινική του «Γ. Γεννηματάς». Η Μονάδα και η Κλινική (συνολικά 31 κλίνες) λειτουργούν με μόλις 21 νοσηλευτές για να καλύψουν όλες τις βάρδιες, όταν σύμφωνα με τις πιο συντηρητικές εκτιμήσεις θα έπρεπε να υπηρετούν τουλάχιστον 30.

Ελλειψη νομοθετικού πλαισίου για την εξειδίκευση

Σύμφωνα με τα επίσημα δεδομένα, στη νευροχειρουργική κλινική του «Γ. Γεννηματάς» αντιμετωπίζεται κατ’ έτος μεγάλος αριθμός ασθενών με σύμπλοκες αγγειακές παθήσεις του εγκεφάλου, ώστε να συμπεραίνεται απολύτως η δυνατότητα δημιουργίας ενός επαρκούς προγράμματος περαιτέρω εξειδίκευσης, αντίστοιχου με τα Fellowships των βρετανικών ή αμερικανικών νοσοκομείων, όμως στην Ελλάδα δεν υπάρχει το νομοθετικό πλαίσιο το οποίο θα πρέπει να δημιουργηθεί από το υπουργείο Υγείας μετά από εισήγηση του ΚΕΣΥ.
Αυτός είναι και ο λόγος που η ειδικευόμενη νευροχειρουργός, κυρία Αντωνία Μαλλή, παρότι επιθυμεί να παραμείνει στο ΕΣΥ, όπως εξηγεί μιλώντας στο «Βήμα» θα αναγκαστεί μετά το πέρας της ειδικότητάς της να κλείσει εισιτήριο με προορισμό την Αγγλία ώστε να λάβει εξειδίκευση στην αγγειακή χειρουργική. Το παράδοξο δε είναι πως η κλινική πληροί τα διεθνή κριτήρια.
Αναλυτικότερα, στα περισσότερα νοσοκομεία του εξωτερικού, το λεγόμενο Fellowship απαιτεί την πραγματοποίηση περίπου 80 αγγειακών χειρουργείων κατά έτος ανά εξειδικευόμενο. Στη Νευροχειρουργική Κλινική του «Γ. Γεννηματάς» εκτελούνται κατά έτος περισσότερο από 95 περιπτώσεις, «ώστε το πρόγραμμα να είναι και διεθνώς ελκυστικό» καταλήγει ο κ. Γεωργακούλιας.