Δύο άνδρες από την ίδια χώρα αλλά με εντελώς διαφορετικά υπόβαθρα, ο ένας αστός και ο άλλος προλετάριος, κάθονται στο εστιατόριο ενός σιδηροδρομικού σταθμού και «ρίχνοντας πού και πού κλεφτές ματιές τριγύρω τους» κουβεντιάζουν χαμηλόφωνα «για τα πολιτικά». Δεν βρίσκονται στη Γερμανία αλλά στο Ελσίνκι της Φινλανδίας, εξ ου και οι συνομιλίες τους ξεκινούν από την ξεχωριστή σημασία του διαβατηρίου, που είναι «ό,τι πολυτιμότερο έχει ο άνθρωπος».

Bertolt Brecht – Διάλογοι προσφύγων

Μετάφραση – επίμετρο Δέσποινα Σκούρτη.

Εκδόσεις Κριτική, 2022, σελ. 200, τιμή 12 ευρώ

Στο σημείο αυτό ας τους γνωρίσουμε καλύτερα. Ο Τσίφελ είναι επιστήμονας – φυσικός συγκεκριμένα – και διανοούμενος, «ψηλός και παχύς με άσπιλα λευκά χέρια». Ο Κάλε είναι εργάτης και αριστερός, ένας βιοπαλαιστής με «κοντόχοντρη κοψιά» και πρακτικό πνεύμα. Καπνίζουν πούρα και πίνουν μπίρα και συζητούν (και καταφέρνουν να συνεννοηθούν, να βρουν κοινούς τόπους, εδώ είναι το θέμα) σε μια κρίσιμη περίοδο της σύγχρονης Ιστορίας, όταν «η λαίλαπα του πολέμου είχε ήδη ρημάξει τη μισή Ευρώπη» και «όλος ο κόσμος μιλούσε για τον Πωστονλένε», δηλαδή τον Φύρερ, τον Χίτλερ.

Λοιπόν, τι ενώνει αυτούς τους άνδρες; Η εμπειρία της προσφυγιάς, το γεγονός ότι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν μια πατρίδα εκτροχιασμένη και μανιασμένη, επικίνδυνη και δολοφονική, μια πατρίδα ναζιστική και τερατώδη. «Θέλετε να πείτε πως, κατά τη γνώμη σας, δεν είστε αρκετά καλλιεργημένος γι’ αυτή τη χώρα;» ρωτά κάποια στιγμή ο Κάλε. «Σίγουρα δεν είμαι όσο καλλιεργημένος χρειάζεται ώστε να μπορώ να συνεχίσω τη ζωή μου διατηρώντας την ανθρώπινη αξιοπρέπειά μου μέσα σε όλη αυτή τη βρωμιά. Πείτε το και αδυναμία, αλλά δεν είμαι πια και τόσο ανθρώπινος ώστε να τα καταφέρω να παραμείνω άνθρωπος μπροστά σε τέτοια απανθρωπιά» απαντά με τη σειρά του ο Τσίφελ.

Η ευλύγιστη διάνοια

Εντάξει, είναι τόσο γνώριμη αυτή η φωνή, τόσο σεσημασμένη, τόσο προσηλωμένη στο ζύγιασμα των αντιφάσεων, τόσο ρευστή μέσα στη στιβαρότητά της, τόσο παιγνιώδης μέσα στην αποφθεγματικότητά της. Και ασφαλώς είναι ενιαία η συγκεκριμένη φωνή, ασχέτως αν δραματουργικά έχει επιμεριστεί εν προκειμένω σε δύο επινοημένους χαρακτήρες για να εξυπηρετήσει τον καλλιτεχνικό (και ιδεολογικό) στόχο ενός «διαλεκτικού υλιστή», ο οποίος, κατά τα φαινόμενα, θα παραμένει επίκαιρος επί μακρόν.

Στους Διαλόγους προσφύγων (Flüchtlingsgespräche), οι οποίοι άρχισαν να γράφονται το 1939 και επεκτάθηκαν κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1940, παρακολουθούμε επί της ουσίας κάτι πολύ συγκεκριμένο, την ευλύγιστη διάνοια του Μπέρτολτ Μπρεχτ να συνδιαλέγεται με τον εαυτό της, να δοκιμάζει και παράλληλα να επαναβεβαιώνει τις ίδιες τις συντεταγμένες της. Είναι αδύνατον να μην αναρωτηθούμε, εξήντα και πλέον χρόνια από τον θάνατό του, τι ακριβώς καθιστά το έργο του (το συντεταγμένο αλλά και το αποσπασματικό) τόσο ανθεκτικό. Ισως είναι κάτι που εμπεριέχεται σε ό,τι διορατικά πρόλαβε να πει ο Χάινερ Μίλερ, πως «το να ασχολείσαι με τον Μπρεχτ δίχως να του ασκείς κριτική είναι προδοσία». Εξυπακούεται δε ότι, για να εξακολουθεί κανείς να ασκεί κριτική σε κάτι, σημαίνει ότι αυτό όχι μόνο απέχει πάρα πολύ από το να είναι ξεπερασμένο, αλλά και ότι διεκδικεί ακόμη την εγκυρότητά του.

Και καθώς συνεχίζουμε την ανάγνωση αυτού του βιβλίου, όπου ενσωματώνονται και αντανακλώνται τα βιώματα του ίδιου του γερμανού συγγραφέα (που διωκόμενος ως πολιτικός πρόσφυγας περιπλανήθηκε στην Ευρώπη προτού φθάσει στην Αμερική), διαπιστώνουμε πάλι ότι ο Μπρεχτ αρθρώνει τη δική του κριτική λες και, εκτινασσόμενος στο μέλλον, περιμένει την περιλάλητη Ιστορία στη γωνία. Δεν αναφερόμαστε μόνο στα νέα επεισόδια της οικονομικής ανέχειας, του κοινωνικού εκφασισμού ή των μεταναστευτικών ροών, αλλά, αίφνης, και στον σημερινό πόλεμο στην Ουκρανία. Ναι, μάλιστα, λίγη προσαρμογή χρειάζεται από πλευράς μας, τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών. «[…] Παλιότερα, οι διάφοροι πόλεμοι γίνονταν σχεδόν πάντα από απληστία. Αυτό έχει πάψει πλέον να συμβαίνει. Σήμερα ένα κράτος, όταν θέλει να πλιατσικολογήσει μια ξένη σιταποθήκη, λέει με αγανάκτηση ότι είναι υποχρεωμένο να το κάνει, διότι οι ιδιοκτήτες της σιταποθήκης είναι ανήθικοι ή ότι υπάρχουν υπουργοί του άλλου κράτους που ζευγαρώνουν με φοράδες, πράγμα που εκφυλίζει το ανθρώπινο γένος. Εν ολίγοις, κανένα κράτος δεν εγκρίνει τα ίδια κίνητρα για τον πόλεμο – το αντίθετο μάλιστα, τα απεχθάνεται και αναζητεί άλλα, ανώτερα. Το μόνο έθνος που δεν έχει τρόπους είναι η Σοβιετική Ενωση: Για την κατάληψη της Ανατολικής Πολωνίας, η οποία κινδύνευε από τους ναζί, δεν επικαλέστηκε καμιά δικαιολογία της προκοπής, κι έτσι ο κόσμος αναγκάστηκε να υποθέσει ότι η επέμβαση των Σοβιέτ έγινε για λόγους στρατιωτικής ασφάλειας – με άλλα λόγια, για λόγους υστεροβουλίας και εγωισμού» λέει, προσέξτε, ο σοσιαλιστικών πεποιθήσεων Κάλε.

Προγραμματική αμφισημία

Με πόσα ζητήματα καταπιάνονται όμως, μαζί με τον άλλον, από τις καθημερινές αγωνίες μέχρι τις περίπλοκες ιδέες, πόσα σκοτεινά προβλήματα σε εξέλιξη θίγουν και πόσα φωτεινά αιτήματα σε εκκρεμότητα ανακινούν, οιστρηλατημένοι από την αμφισημία που προκρίνει, αρκούντως προγραμματικά, ο δημιουργός τους. «Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να συμπεριφερόμαστε με απόλυτη σοβαρότητα, δεν είμαστε χασάπηδες. Μπορούμε να εκφράσουμε κάτι υψηλό κάνοντας ακόμα και πλάκα» τονίζει κάπου ο Τσίφελ και, όντως, στους Διαλόγους προσφύγων συντονιζόμαστε κατά τα λοιπά και με τον παλμό της σατιρικής (ή πειραχτικής, αν προτιμάτε) φλέβας του Μπρεχτ, ο οποίος, με μια εκπληκτική μεθόδευση, αφού συνδέσει τον Χέγκελ με το χιούμορ, προσεγγίζει (ξανά διά στόματος Τσίφελ) τον πυρήνα του εγχειρήματός του. «Το καλύτερο σχολείο για τη Διαλεκτική είναι η προσφυγιά. Οι πλέον οξύνοες οπαδοί της Διαλεκτικής είναι οι πρόσφυγες. Υποχρεώθηκαν να αυτοεξοριστούν λόγω των αλλαγών και ασχολούνται αποκλειστικά με αυτές. Από τη μικρότερη ένδειξη φθάνουν στα πιο σπουδαία γεγονότα, αρκεί βέβαια να είναι σε θέση να σκεφτούν […]». Συνεπώς, η προσφυγιά, παρότι επίπονη ή και τραυματική, είναι συνθήκη αναστοχαστική και δυνάμει μεταμορφωτική. Στεκόμαστε στην άρτια μετάφραση της Δέσποινας Σκούρτη, στις χρηστικές σημειώσεις και στο διαφωτιστικό επίμετρο της έκδοσης.