Μεγάλο μέρος της συζήτησης γύρω από το ποιος πραγματικά είναι ο συσχετισμός γύρω από τις πολεμικές επιχειρήσεις στην Ουκρανία έχει να κάνει με τον τρόπο που κανείς αντιλαμβάνεται τη σχέση ανάμεσα σε πολεμικές επιχειρήσεις και πολιτικές διαπραγματεύσεις. Και αυτό βέβαια πέραν από τον ιδιότυπο επικοινωνιακό πόλεμο που είναι σε εξέλιξη και από τις δύο πλευρές και που καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την πραγματική εκτίμηση.

Δύο οπτικές

Θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτό έχει να κάνει και με δύο διαφορετικές οπτικές που έχουν δοκιμαστεί τα τελευταία χρόνια. Η μία είναι αυτή που δοκίμασαν ουσιαστικά οι ΗΠΑ στο Ιράκ. Πρώτα, σαρωτικοί βομβαρδισμοί που ακολουθήθηκαν από μια πολύ γρήγορη κίνηση για την κατάληψη και της πρωτεύουσας. Μετά μια γρήγορη ανακοίνωση ότι ο πόλεμος κερδήθηκε. Και μετά η πραγματική αναμέτρηση με μια σχεδόν χαοτική συνθήκη, που κάθε άλλο έμοιαζε με τα σχέδια επί χάρτου για την ανασυγκρότηση της κοινωνίας των πολιτών, της οικονομίας και των δημοκρατικών θεσμών. Η κρίσιμη παράμετρος, όπως αποδείχτηκε και στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν είναι εάν υπάρχει όντως η δυνατότητα μιας διάδοχης πολιτικής λύσης που να έχει νομιμοποίηση.

Η άλλη λύση είναι η πολεμική επιχείρηση ως διαμόρφωση συσχετισμού για μια διαπραγμάτευση. Αυτό δεν μειώνει τη βαναυσότητα ή την επιθετικότητα ή το τραγικό κόστος σε ζωές, όμως ορίζει ένα διαφορετικό ρυθμό και συσχετισμό. Αυτή τη δεύτερη τακτική δείχνει να επιλέγει η Ρωσία.

Ένα δύσκολο πεδίο

Έχει γίνει σαφές ότι η Ρωσία είχε να αντιμετωπίσει μια δύσκολη επιχείρηση εξαρχής. Η «ειδική στρατιωτική επιχείρηση», όπως επέλεξε να ονομάσει τον πόλεμο, αποσκοπούσε σε δύο διαφορετικές στοχοθεσίες ταυτόχρονα. Την κατοχύρωση και εδαφική διεύρυνση της «κυριαρχίας» των λαϊκών δημοκρατιών και την εξασφάλιση ότι η Ουκρανία δεν θα είχε μια πολιτική που θα αποτελούσε κίνδυνο για τη Ρωσία.

Η εμφανής υπεροπλία της Ρωσίας δεν εξασφάλιζε εξαρχής μια γρήγορη έκβαση ενός πολέμου, που σε τελική ανάλυση ήταν μία από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις «πολέμου κινήσεων» εδώ και πολλές δεκαετίες: αφορούσε μια μεγάλη έκταση και έναν μεγάλο πληθυσμό, είχε διαφορετικά μέτωπα, απαιτούσε περίπλοκες και μεγάλες κινήσεις (ιδίως όταν το επίδικο ήταν η αντιμετώπιση εκείνων των ουκρανικών δυνάμεων που ήταν κατεξοχήν ετοιμοπόλεμες εξαιτίας της συμμετοχής σε συγκρούσεις στο Ντονμπάς από το 2014) και είχε απέναντι έναν αρκετά σημαντικό αριθμό ενόπλων (οι ένοπλες δυνάμεις της Ουκρανίας είναι προφανώς μικρότερες από τις ρωσικές, αλλά αριθμητικά περισσότερες από τον αριθμό Ρώσων στρατιωτών που συμμετέχουν στις επιχειρήσεις), πολύ μεγάλες αντικειμενικές δυσκολίες ως προς την επιμελητεία και όλα τα προβλήματα του ότι έπρεπε να αντιμετωπίσει άμυνα σε κατοικημένες περιοχές (όπου ο αμυνόμενος αποκτά πλεονεκτήματα) και έναν εχθρικό πληθυσμό.

Δεν γνωρίζουμε εάν η ρωσική ηγεσία εκτιμούσε ότι η ουκρανική ηγεσία θα κατέρρεε σύντομα, οπότε ο αρχικός σχεδιασμός ήταν περισσότερο μια επίδειξη δύναμης ή εάν περίμεναν μια διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων.

Αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι αναδεικνύεται πια ένα περίγραμμα στην ένοπλη σύγκρουση.

Από τη μια, υπάρχουν οι επιχειρήσεις που αφορούν το Ντονμπάς και που υπακούν στη σκληρή λογική ενός εδαφικού πολέμου, με επίδικο και οικισμούς, σε αρκετά μεγάλη έκταση και με απαίτηση κινήσεων από διαφορετικές κατευθύνσεις, συμπεριλαμβανομένης της νότιας – κάτι που εξηγεί την επικέντρωση στη Μαριούπολη (μια που έτσι εξασφαλίζεται μια συνέχεια ανάμεσα στην Κριμαία και τη Ρωσία).

Από την άλλη, η Ρωσία παρουσιάζει τη συγκέντρωση δυνάμεων που αρχικά υπήρξε γύρω από το Κίεβο κυρίως ως περισσότερο ένα μέσο πίεσης παρά ως προετοιμασία για κατάληψη με μεγάλης πόλης με σημαντικά περιθώρια άμυνας σε εισβολέα.

Και παράλληλα, υπάρχει η συστηματική καταστροφή στρατιωτικών εγκαταστάσεων, που ουσιαστικά είναι η «προληπτική» ακύρωση της δυνατότητας να αποτελέσει η Ουκρανία απειλή στο μέλλον.

Η διαπραγμάτευση υπό το βάρος των όπλων

Όλα αυτά αποτελούν ταυτόχρονα το έδαφος για μια διαπραγμάτευση, που προφανώς είναι άνιση και όπου το ενδεχόμενο κλιμάκωσης της βαναυσότητας τίθεται εξαρχής στο τραπέζι ως «διαπραγματευτική τακτική». Μια διαπραγμάτευση όπου η κλιμάκωση ή μερική αποκλιμάκωση των επιχειρήσεων σε διάφορα σημεία λειτουργεί ως μοχλός πίεσης ή «χειρονομία καλής θέλησης» και όπου προφανώς οι επιθέσεις και εναντίον ενόπλων και εναντίον αμάχων συνδυάζονται ανάλογα με το βαθμό πίεσης που επιδιώκεται να ασκηθεί. Κομμάτι αυτής της διαπραγμάτευσης και το άνοιγμα «ανθρωπιστικών διαδρόμων» σε πολιορκημένες πόλεις, αλλά, δυστυχώς, και η οδυνηρή υπενθύμιση ότι ανεξαρτήτως διακηρύξεων οι άμαχοι παραμένουν «στόχοι».

Όλα αυτά στηρίζονται στο ότι προς το παρόν τουλάχιστον δεν δείχνει να υπάρχει στη Ρωσία μια αποσταθεροποιητική για την κυβέρνηση Πούτιν δυσαρέσκεια. Υπάρχουν αντιδράσεις από τμήματα κυρίως διανοουμένων και μια μάλλον μεγαλύτερη αποδοκιμασία στη νεολαία, με τις όποιες διαμαρτυρίες να καταστέλλονται ιδιαίτερα αυταρχικά. Όμως στον υπόλοιπο πληθυσμό δεν καταγράφεται προς το παρόν μεγάλη αντίδραση. Στηρίζονται επίσης στο ότι η Ρωσία διατηρεί τη στρατηγική σχέση με τη Ρωσία και υπάρχει ένα φάσμα χωρών, πλην του σκληρού πυρήνα των «δυτικών» χωρών, που δεν ακολουθούν το δρόμο των κυρώσεων, την ώρα που προς το παρόν δεν διακόπτονται και οι πωλήσεις υδρογονανθράκων ακόμη και προς τη Ρωσία. Επιπλέον, προς το παρόν με ένα συνδυασμό μέτρων (συμπεριλαμβανομένου του διατάγματος για τους διπλούς λογαριασμούς όσων αγοράζουν ρωσικό φυσικό αέριο) και capital controls έχει επιτρέψει στο ρούβλι να ανακτήσει την ισοτιμία του.

Αυτό επιτρέπει στη ρωσική πλευρά, να προσπερνά την έντονη αποδοκιμασία που υπάρχει εύλογα κυρίως στη δυτική γνώμη ή τα ερωτήματα που προκύπτουν για τη μεσοπρόθεσμη ένταση της διαίρεσης του διεθνούς τοπίου (μάλλον δείχνει να το προεξοφλεί) και τη συνέχιση αυστηρών κυρώσεων σε βάρος της και να επικεντρώνει στη πίεση προς την ουκρανική πλευρά, γνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι υπάρχουν όρια στο είδος της υποστήριξης που μπορεί η Ουκρανία να λάβει από τη Δύση.

Βεβαίως την ίδια στιγμή η ουκρανική κυβέρνηση επενδύει στη διεθνή πίεση και στο γεγονός ότι ακόμη έχει σημαντικά περιθώρια να καθυστερεί τις ρωσικές κινήσεις στο ίδιο το πεδίο, κάτι που εξηγεί και την αναδιάταξη των ρωσικών δυνάμεων με έμφαση ακριβώς σε αυτά τα σημεία. Αυτό με τη σειρά του παρατείνει και το δράμα των αμάχων σε διάφορες πλευρές.

Η σημασία του διεθνούς συσχετισμού

Ο ρυθμός αυτής της εναλλαγής στρατιωτικής πίεσης και διαπραγμάτευσης δεν είναι δεδομένος και εξαρτάται και από την πραγματική αντοχή των δύο πλευρών και από το συσχετισμό δύναμης στο πεδίο. Θα εξαρτηθεί επίσης και από τον συνολικότερο συσχετισμό δύναμης και διεθνώς.

Μέχρι τώρα, η κίνηση της Δύσης παραπέμπει περισσότερο στην ελπίδα ότι η Ρωσία θα ηττηθεί όχι μόνο «ηθικά», δηλαδή στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης, αλλά και στρατιωτικά, δηλαδή θα υποχρεωθεί να αποσύρει το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών της, υπό το βάρος του κόστους των επιχειρήσεων και των κυρώσεων, πιθανώς με την ελπίδα ότι θα υπάρξει ένα είδος εσωτερικής ανατροπής στην ίδια τη Ρωσία.

Όμως, εάν αυτό αποδειχθεί ότι δεν είναι ένα ορατό μέλλον και στο βαθμό που το να ρίξει και το στρατιωτικό της βάρος θα σήμαινε παγκόσμιο πόλεμο, τότε η στάση της Δύσης παραπέμπει σε παράταση του Ουκρανικού δράματος χωρίς αναζήτηση μια εκδοχής ειρήνευσης που θα σταματήσει το βαρύ τίμημα που πληρώνει πρωτίστως ο λαός της Ουκρανίας, ακριβώς επειδή δεν προσφέρεται μια ορατή διέξοδος από τη σημερινή κατάσταση.