Ο όρος δεν είναι καινούργιος. Το φαινόμενο των λεγόμενων «παιδιών μπούμερανγκ» καταγράφεται εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία.

Με την πανδημία της COVID-19, ωστόσο, τη ρευστότητα στην αγορά εργασίας και τώρα υπό τη βαριά «σκιά» του πληθωρισμού -που στις ΗΠΑ «καλπάζει» προς υψηλό 40ετίας- ολοένα και περισσότεροι νέοι ενήλικες παίρνουν το δρόμο της επιστροφής στο… παιδικό δωμάτιο.

Πρόκειται κυρίως για άτομα που διανύουν την τρίτη ή την τέταρτη δεκαετία της ζωής τους -από τις πιο παραγωγικές φάσεις τους- αλλά λόγω οικονομικών  αντιξοοτήτων αναγκάζονται να επιστρέψουν στο ίδιο σημείο, που προ ετών είχαν εγκαταλείψει.

Στα πατρικά τους, δηλαδή, και στη ζωή μαζί με τους γονείς ή τους συνταξιούχους παππούδες τους.

Αυτό το déjà vu αποδεικνύεται για πολλούς σωτήριο, πλην όμως δύσκολο για όλους.

Σύμφωνα δε με έρευνες, ειδικά στην αμερικανική κοινωνία αποτελεί διέξοδο πρωτίστως για τους έχοντες, οι γονείς των οποίων μπορούν να τους στηρίξουν οικονομικά σε αυτή τη νέα μεταβατική φάση, παρά για αυτούς έχουν πραγματικά -από οικονομικής πλευράς- τη μεγαλύτερη ανάγκη.

Μαζική επιστροφή στο σπίτι

Τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι στο αποκορύφωμα της πανδημίας, στα μέσα του 2020, το 52% των Αμερικανών της Γενιάς Ζ και των millennials -κοντολογοίς των σημερινών 20ρηδων και 30ρηδων αντίστοιχα- μετακόμισαν κανονικά πίσω στο σπίτι των γονιών τους.

Πρόκειται για το υψηλότερο σχετικό ποσοστό που έχει καταγραφεί στις ΗΠΑ από το τέλος της Μεγάλης Ύφεσης, στα τέλη της δεκαετίας του ‘30.

Η τάση εκτιμάται ότι παραμένει σε υψηλά επίπεδα έως και σήμερα: κοντά στο 47%, σύμφωνα με νεότερες εκτιμήσεις.

Πηγή: Federal Reserve Bank of Cleveland

Συνδυαστικά ή μη, οι λόγοι γι’ αυτό ποικίλουν.

Οι πιο νέοι επέστρεψαν μαζικά στην οικογενειακή εστία με τον τερματισμό των δια ζώσης μαθημάτων σε κολέγια και πανεπιστήμια λόγω κοροναϊού (αν και εξ αυτών πολλοί εκτιμάται ότι έχουν πια επιστρέψει στις φοιτητικές εστίες).

Άλλοι ετοιμάζονταν να μεταπηδήσουν από τις σπουδές στην αγορά εργασίας, αλλά βρέθηκαν μετέωροι στο πανδημικό «κενό» και έβαλαν αναγκαστικά σε «πάγο» τα προσωπικά τους σχέδια.

Πολλοί έμειναν άνεργοι και δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά τη συντήρηση ενός σπιτιού εν μέσω εκτίναξης των τιμών στην αγορά ακινήτων, ενώ ταυτόχρονα τους βαρύνουν ακόμη υπέρογκα χρέη φοιτητικών δανείων.

Κάποιοι βρήκαν μέσα από τη δυνατότητα τηλεργασίας την ευκαιρία για ανασυγκρότηση, επανεξέταση των στόχων τους και αποταμίευση, κάνοντας ξανά βάση τους το πατρικό τους.

«Καθρέφτης» οικονομικών ανισοτήτων

Σύμφωνα με έκθεση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας του Κλίβελαντ, ωστόσο, η πλειονότητα των «παιδιών μπούμερανγκ» είναι μέλη οικογενειών με υψηλό εισόδημα, που μπορούν να τους συνδράμουν στην «κάλυψη του οικονομικού σοκ» της πανδημίας και τώρα να ανταπεξέλθουν πιο εύκολα στο αυξημένο κόστος ζωής, λόγω πληθωρισμού.

Έτσι, υπολογίζεται ότι το 36% εξ αυτών προέρχεται από οικογένειες με ετήσιο εισόδημα άνω των 140.000 δολαρίων (το κορυφαίο 20% των πεμπτημορίων κατανομής του εισοδήματος).

Μόλις το 10% ανήκουν σε οικογένειες με εισόδημα μικρότερο των 28.000 δολάρια το χρόνο.

Πηγή: Federal Reserve Bank of Cleveland

Οι περισσότεροι νέοι που δεν εντάχθηκαν στα «παιδιά μπούμερανγκ» είναι από οικογένειες με μέσο εισόδημα, που με βάσει τα στοιχεία του 2021 ορίζεται στα περίπου 80.000 δολάρια ετησίως στις ΗΠΑ.

Αυτή η κατανομή, επισημαίνεται στην έκθεση, δείχνει ότι «τα νοικοκυριά υψηλού εισοδήματος ήταν πιθανότατα πιο ικανά να υποστηρίξουν ένα επιπλέον άτομο στο σπίτι, σε σύγκριση με οικογένειες χαμηλότερου εισοδήματος, που αντιμετωπίζουν δυσκολίες τόσο ως προς το πρόσθετο κόστος που συνεπάγεται ένα επιπλέον μέλος στην οικογένεια [και δη χωρίς ή με ισχνό εισόδημα], όσο και οι συνήθως περιορισμένοι χώροι στις ίδιες τις κατοικίες».

Ουδέν μονιμότερον;

Για πολλούς νέους ενήλικες -τους γηραιότερους της «Γενιάς Ζ» και τους νεότερους millennials- η φάση «μπούμερανγκ» αποτελεί μια προσωρινή λύση.

Τουλάχιστον μέχρι να ξεδιαλύνει η κατάσταση με την πανδημία, να ωριμάσουν οι συνθήκες και οι ίδιοι να αισθανθούν ότι έχουν ξαναβρεί τα πατήματά τους ή μια θέση εργασίας που πραγματικά τους ενδιαφέρει.

Για να συμβεί όμως αυτό μπορεί να χρειαστεί να περάσουν ακόμη αρκετοί μήνες (ή και χρόνια σε ορισμένες περιπτώσεις), καθώς η σταδιακή επιστροφή στην κανονικότητα γίνεται μετ’ εμποδίων και «η ζωή με την COVID-19» όλο και πιο ακριβή.

Από την άλλη, ακόμη και η ασφάλεια της επιστροφής στο παιδικό δωμάτιο -τονίζουν ειδικοί- έχει το δικό της κόστος.

Η Τζένιφερ Καπούτο, κοινωνιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, η οποία μελέτησε το φαινόμενο των «παιδιών μπούμερανγκ» στις Ηνωμένες Πολιτείες, διαπίστωσε ότι ειδικά όσοι αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην οικογενειακή εστία εν μέσω πανδημίας εμφάνισαν συχνότερα συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης.

Η οικονομική και κοινωνική ανεξαρτησία, καθώς και το απλό γεγονός του να ζει κανείς στον δικό του χώρο θεωρούνται σημαντικά βήματα για μια επιτυχημένη μετάβαση στην ενηλικίωση, εξηγεί στην Deutsche Welle.

Η αδυναμία εκπλήρωσης αυτών των στόχων δημιουργεί συχνά αίσθημα αποτυχίας ή μεγάλου πισωγυρίσματος, συμπληρώνει μιλώτντας στο BBC η ψυχολόγος Τζοάν Χίπλγουιθ του Ινστιτούτου Οικογενειακής Θεραπείας στο Λονδίνο.

Κάτι, επισημαίνει, που μπορεί να οδηγήσει σε ντόμινο καθυστερήσεων σε επόμενα στάδια προσωπικής μετεξέλιξης, όπως στον γάμο και στη δημιουργία οικογένειας.

Σε αυτό το πλαίσιο, έρχονται να προστεθούν «οι διαφορετικές προσδοκίες» των γονέων και «όσων αντιμετωπίζουν στην δική τους καθημερινότητα οι millennials και η Γενιά Z», παρατηρεί η Τζένα Σ. Αμπέτς, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Επικοινωνίας στο Κολέγιο του Τσάρλεστον των ΗΠΑ.

«Τα εμπόδια που βρίσκουν μπροστά τους είναι πολύ διαφορετικά από αυτά που αντιμετώπισαν οι γονείς τους», υπογραμμίζει.

Προβλέπει μάλιστα ότι στο προσεχές μέλλον η πορεία ζωής για τους νέους ενήλικες μπορεί να είναι λίγο «λιγότερο γραμμική», κυρίως εξαιτίας του αυξανόμενου κόστους ζωής.

«Μπορεί να έχει μπρος και πίσω», λέει, μεταξύ της διαδρομής από το παιδικό δωμάτιο έως την πλήρη ενηλικίωση και ανεξαρτητοποίηση του ατόμου.

Φυσικά, αυτό δεν αφορά μόνον στις ΗΠΑ, αλλά και άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ευρώπης, όπου το φαινόμενο των «παιδιών μπλούμπεργκ» ποικίλλει, με σημαντικές διαφορές μεταξύ βορρά και νότου και σε συνάρτηση με τις εκάστοτε οικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες.