«Δεν είναι ζήτημα «υποκειμένου και αντικειμένου», αλλά ενός συγκεκριμένου ζωικού είδους το οποίο ευδοκιμεί μόνο υπό μια ορισμένη ορθότητα, προπάντων κανονικότητα των αντιλήψεών του (ώστε να μπορεί να κεφαλαιοποιεί την εμπειρία του)».

Φ. Νίτσε, «Τα τελευταία
σημειωματάρια, 14» [122]

Στο «Βήμα» δεν γράφω ως επιστήμονας (απέτυχα), ούτε ως πολιτικός αναλυτής (αποτυγχάνω), αλλά ως ποιητής με όλες τις ευκολίες που μου παρέχει η λεγόμενη «ποιητική άδεια» αλλά και τις δυσκολίες με τις οποίες με δεσμεύει η διανοητική μου συγκρότηση. Ετσι αποτυγχάνω καλύτερα. Ως αποτυχημένος (το μυαλό μου πάει στον Τόμας Μπέρνχαρντ) θα απαντήσω στο μάθημα του Αντώνη Λιάκου από το «Βήμα» της περασμένης Κυριακής, όπου μου προσάπτει ότι συγχέω τις έννοιες από δύο διαφορετικές παραδόσεις στην ιστορία των ιδεών: του υποκειμένου της ιστορίας και των ιστορικών υποκειμένων. Θα υπενθυμίσω μάλιστα ότι η φράση του Λουί Αλτουσέρ «Η Ιστορία είναι μια διαδικασία χωρίς υποκείμενο», στην οποία αναφέρθηκα από αυτή τη στήλη (9.1.2022) συμπυκνώνει εκείνο το επιστημολογικά προσανατολισμένο εγχείρημα που αποδίδει σε ένα φιλοσοφικό ρεύμα το αίτημα για τη διαμόρφωση της επιστήμης της ιστορίας. Ας μου επιτραπεί όμως να πω ότι το «μάθημα» του Λιάκου το βλέπω μάλλον ως καραμπόλα στο μπιλιάρδο που παίζει με τους άλλους ιστορικούς. Ας προσπαθήσω, για άλλη μια φορά, να μετατοπίσω μέσα στον χώρο της σκέψης το περιχαρακωμένο γνωστικό τους αντικείμενο όπως τουλάχιστον εμφανίζεται στον ορίζοντα της επιστημονικής τους επάρκειας, αποδίδοντάς του – όπως το τεμπεσίρι στη στέκα – ένα άλλο εύρος. Και ας αποδώσω στην πραγματικότητα την ανησυχητική όσο και ιστορική της πρωτοτυπία.

Ανησυχητική, διότι δεν είναι εξηγήσιμη μόνο από τα ιστοριογραφικά μέτρα.

Ιστορική, διότι είναι πραγματικότητα και ως τέτοια γίνεται αντιληπτή από το σύνολο των συνθηκών υπό τις οποίες εμφανίζεται. Πολλώ δε μάλλον που η κατανόησή της δεν επαφίεται στους ιστορικούς, αλλά στο «πεδίο» εντός του οποίου η κατανόηση ιστορείται και ιστορεί.

Η σκέψη και η γραφή μου συνεπώς οδηγούν σε μια διερώτηση πάνω στη σχέση όπου ο μελετητής είναι και ο ίδιος αυτό που οι δομές και οι σχέσεις συγκροτούν. Οπως άλλωστε συμβαίνει και με το «υποκείμενο» στον Φουκό όταν κατανέμεται στην ιστορική πολλαπλότητα των λόγων, των θεσμών, των διοικητικών μέτρων, των κανονιστικών αποφάσεων, σε ό,τι δηλαδή ονομάζει dispositif. Οπότε, θα μπορούσε ενδεχομένως κανείς να υποστηρίξει ότι ο ιστορικός όχι μόνο αποτελεί μέρος της έννοιας της ιστορίας – αφού γίνεται ο αποδέκτης της -, αλλά απαλλαγμένος από το σύνδρομο της ιστορικής προφάνειας αποδίδει στην πραγματικότητα και μια μη-έλλογη – αλλά καθ’ όλα ιστορική – πρωτοτυπία με έναν νέο λόγο που και το γνωστικό του αντικείμενο μετασχηματίζει, αλλά και στη διαμόρφωση νέων εννοιών προσβλέπει. Και όπως δεν παίζει κανείς σκάκι αν δεν του δοθεί η σκακιέρα για να μετακινήσει τα πιόνια, έτσι δεν μελετά την ιστορία (με πεζό ή κεφαλαίο «ι») εκκινώντας από τους όρους της «σχέσης», αλλά από την ίδια τη «σχέση» που τα προσδιορίζει. Και αυτό είναι το παράδοξο των πολλαπλών αναγνώσεων τόσο των υποκειμένων όσο και της ιστορίας. Και προφανώς ο Αλτουσέρ υπερέβαλε δηλώνοντας ότι «η Ιστορία είναι μια διαδικασία χωρίς υποκείμενο» – αν και ο ίδιος είχε από τότε «εξηγηθεί» στα «Στοιχεία αυτοκριτικής» του.

Το ζητούμενο λοιπόν σήμερα είναι να κατανοηθεί τόσο το ότι το υποκείμενο που ιστορεί είναι ένα διχασμένο υποκείμενο όσο και το ότι οι αφηγήσεις των νέων ιστορικών υποκειμένων συνδέονται με μια νέα βούληση για γνώση σε συνάρτηση με τον σύγχρονο (ηλεκτρονικό) τρόπο άσκησης της εξουσίας. Θα πρέπει άραγε να επιμείνω στο ότι η ιστοριογραφία δεν λειτουργεί ως εξήγηση που πηγαίνει από το ένα αντικείμενο στο άλλο, αλλά από όλα σε όλα; Και εδώ δεν θα όφειλα να αναφερθώ στον Πολ Βεν, ομότιμο καθηγητή στο Κολέγιο της Γαλλίας, για να υπενθυμίσω ότι αυτό το άλλο από όλα σε όλα «αντικειμενοποιεί χρονολογημένα αντικείμενα πάνω σε μια ύλη χωρίς πρόσωπο»; (Βλ. «Ο Φουκό φέρνει την επανάσταση στην ιστοριογραφία», Νήσος). Μέσα σε αυτή την «ύλη» υποθέτω ότι συμπεριλαμβάνομαι τόσο εγώ όσο και ο Λιάκος ως μελλοντικά γνωστικά αντικείμενα μάλλον, παρά ως ομότιμοι καθηγητές.

Δεν με ενοχλεί συνεπώς αν ο Λιάκος μου προσάπτει «σύγχυση ανάμεσα σε διακριτές έννοιες», ούτε αν δεν με διαβάζει. Διότι τα κείμενά μας πρωτίστως είναι μέρος του ασυνειδήτου μας, που το απηχούν ρηματοποιώντας το. Και το ότι «το ασυνείδητο ερμηνεύει μάλλον παρά ερμηνεύεται» δεν το διατυπώνει μόνο η ψυχανάλυση αλλά και η ποίηση, «όταν δεν τη σκοτώνει η εκπαίδευση», όπως ειδοποιεί ο Ελιοτ.

Ο ποιητής δεν εννοεί τη γλώσσα ως αναπαράσταση. Και η άρθρωση του ποιήματος συστηματοποιεί τις «διαφορές» που υπάρχουν «μόνο στη γλώσσα» (Σοσίρ). Επιπλέον, όχι μόνο το ποίημα αλλά και κάθε κείμενο που δικαιολογημένα τρέμει τον διδακτισμό δεν θα πρέπει να ταυτίζεται αποκλειστικά με την αναπαράσταση ως διδασκαλία. Αντίθετα, θα πρέπει να αφήνει το νόημα να προκύπτει εκ των υστέρων. Αυτή νομίζω είναι η διαφορά – και ο δεσμός – του σκακιστή με το πιόνι: η σκακιέρα.

Ο Λακάν έλεγε: «Μιλάω στους τοίχους». Στους τοίχους (στίχους) θα έπρεπε να γράφω κι εγώ, δίνοντας τρόπο και όχι τόπο στην οργή, όπως διάβαζα σε ένα γκραφίτι στα Εξάρχεια.