Σε ορισμένες περιπτώσεις το σημαντικό δεν είναι το αποτέλεσμα μιας διπλωματικής διεργασίας, αλλά το ίδιο το γεγονός ότι λαμβάνει χώρα. Αυτό ακριβώς συνέβη και με τη συνάντηση ανάμεσα σε Λαβρόφ και Μπλίνκεν στη Γενεύη στις 21 Ιανουαρίου. Το βασικό είναι ότι έγινε.

Θα ήταν τουλάχιστον αφελής όποιος θα πίστευε ότι θα αρκούσε μια συνάντηση για να  μπορέσει να υπάρξει μια αποκλιμάκωση στην τρέχουσα φάση ενός περίπου επισήμως κηρυγμένου «Νέου Ψυχρού Πολέμου».

Θα ήταν, όμως, ακόμη πιο αφελής όποιος πιστέψει ότι ο εμφανώς μη παραγωγικός χαρακτήρας αυτής της συνάντησης, σημαίνει ότι το επόμενο βήμα είναι η πολεμική σύγκρουση και ότι η διαπραγμάτευση έχει τελειώσει. Τα πράγματα είναι μάλλον πιο σύνθετα από όσο δείχνουν.

Η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης

Οι διαπιστώσεις αυτές δεν αναιρούν προφανώς το γεγονός ότι υπάρχει μια πραγματική κλιμάκωση της αντιπαράθεσης γύρω από την Ουκρανία και μάλιστα με διάφορους παράγοντες να κατατείνουν σε αυτή την κατεύθυνση.

Η κυβέρνηση Ζελίνσκι στην Ουκρανία είναι σαφές ότι σε αυτή τη φάση έχει επιλέξει να κάνει μια αρκετά πιο εθνικιστική στροφή, να αποκλείσει προκαταβολικά οποιοδήποτε ενδεχόμενο μιας διαπραγμάτευσης στο πνεύμα της Συμφωνίας του Μινσκ (δηλαδή διαπραγμάτευση ανάμεσα στην ουκρανική κυβέρνηση και τους εκπροσώπους των αυτοανακηρυχθεισών «λαϊκών δημοκρατία» στην Ανατολική Ουκρανία με ορίζοντα ένα καθεστώς αυτονομίας), και έχει επενδύσει πολιτικά στις διακηρύξεις για ανακατάληψη της Κριμαίας και των ανατολικών επαρχιών. Σε αυτό το πλαίσιο, με έναν συστηματικό τρόπο έχει επενδύσει στην οικοδόμηση σχέσεων με τη Δύση που θα τις δώσουν υποστήριξη απέναντι στη Ρωσία.

Ένα σημαντικό μέρος του πολιτικού, διπλωματικού και στρατιωτικού κατεστημένου στις ΗΠΑ, αλλά και ένα σημαντικό μέρος κρατών-μελών του ΝΑΤΟ, από τη Βρετανία μέχρι τις χώρες της διεύρυνσης, είναι πεπεισμένο ότι απέναντι στη Ρωσία (και πολύ περισσότερο απέναντι σε ένα ενδεχόμενο στρατηγικής σύγκλισης Ρωσίας και Κίνας) χρειάζεται μια στρατηγική «ανάσχεσης», ανάλογη με αυτή του Ψυχρού Πολέμου, και όχι συνεννόησης.

Αυτό σημαίνει αφενός διεύρυνση του ΝΑΤΟ με όρους που να συγκροτούν μια «υγειονομική ζώνη» απέναντι στη Ρωσία, από τον Καύκασο μέχρι τον κόλπο της Φιλανδίας, αφετέρου εμπλοκή της Ρωσία σε τέτοιου είδους συγκρούσεων που να τη φθείρουν πραγματικά και να την καθιστούν ευκολότερη τη διεθνή απομόνωσή της.

Σε αυτό το πλαίσιο, θα μπορούσε κανείς να πει ότι επενδύουν στο ενδεχόμενο να εμπλακεί η Ρωσία σε μια ένοπλη επέμβαση στην Ουκρανία, γιατί αυτό ακριβώς θα έχει κόστος αλλά και θα νομιμοποιήσει ακόμη πιο επιθετικές πολιτικές ανάσχεσης.

Η ίδια η Ρωσία έχει αποφασίσει να κλιμακώσει την πίεση προς το Κίεβο, ώστε να εγκαταλείψει τα σχέδια για ένταξη στο ΝΑΤΟ και για επιστροφή σε μια διαπραγμάτευση με τις ανατολικές επαρχίες αλλά και μια αποδοχή ενός ηγετικού ρωσικού ρόλου στην περιοχή. Και αυτή η πίεση παίρνει τη μορφή της συγκέντρωσης τέτοιων και τόσων στρατιωτικών δυνάμεων που να καθιστούν σαφές ότι η Ουκρανία θα δεχτεί ένα συντριπτικό χτύπημα εάν παραβιάσει τις ρωσικές «κόκκινες γραμμές».

Οι παράμετροι που κάνουν τα πράγματα πιο σύνθετα και εξηγούν τις ταλαντεύσεις

Εάν κανείς παρατηρήσει τη ρητορική που έρχεται από τις ΗΠΑ αλλά και κάποιες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, θα διαπιστώσει ότι θεωρούν δεδομένη τη ρωσική εισβολή. Σύμφωνα με αυτό το σχήμα, που το επανάλαβε και ο Μπάιντεν, η Ρωσία θα εισβάλει στην Ουκρανία για να δοκιμάσει τα όρια της Δύσης. Παρότι η επικοινωνιακή χρησιμότητα αυτού του σχήματος είναι εμφανής, μια που σκοπός είναι να δικαιολογήσει την όποια απάντηση της Δύσης, τα πράγματα είναι πιο σύνθετα.

Δεν είναι καταρχάς δεδομένο ότι αυτή τη στιγμή η Ρωσία έχει πάρει επιλογή να εισβάλει στην Ουκρανία. Ο Πούτιν γνωρίζει καλά ότι μια τέτοια κίνηση θα σηματοδοτεί μια μείζονα ρήξη και η όποια επιστροφή στην προηγούμενη ισορροπία θα είναι πιο δύσκολη. Δεν θα είναι δηλαδή μια επανάληψη του 2008 και της επίδειξης δύναμης στη Γεωργία. Αυτό δεν αφορά τόσο την ίδια την έκβαση της σύγκρουσης – η Ρωσία δείχνει να κινείται με την εκτίμηση ότι θα μπορέσει να δώσει τη γρήγορη και συντριπτική απάντηση που θα αποτρέψει παρατεταμένο πόλεμο – όσο το συνολικότερο αντίκτυπο για μια Ρωσία που σε μεγάλο βαθμό παραμένει ενταγμένη εντός των δικτύων μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.

Έπειτα, οι ΗΠΑ γνωρίζουν ότι δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι μια ρωσική εισβολή θα έχει τόσο καταστροφικό αποτέλεσμα για τη Ρωσία μεσοπρόθεσμα. Μπορεί να αποστέλλεται συστηματικά βοήθεια προς την Ουκρανία, κυρίως σε επίπεδο οπλισμού και μέσω των συμμάχων των ΗΠΑ, όμως χωρίς άμεση και μεγάλης κλίμακας παρέμβαση των ίδιων των ενόπλων δυνάμεων του ΝΑΤΟ και δη των αμερικανικών, ο συσχετισμός είναι υπέρ της Ρωσίας. Έπειτα, ακόμη και τα πιο επιθετικά σχέδια για κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας δεν είναι βέβαιο ότι θα είναι αποτελεσματικά: η Ρωσία χρόνια τώρα προετοιμάζεται για το ενδεχόμενο αυτό, από τη συστηματική αύξηση των συναλλαγματικών αποθεμάτων της κεντρικής τράπεζας μέχρι τις συζητήσεις με την Κίνα για αποσύνδεση από το σύστημα SWIFT. Επιπλέον, είναι μια χώρα με υπαρκτή βιομηχανική υποδομή και τεράστιο ορυκτό και ενεργειακό πλούτο, που θα επιτρέπει εκτεταμένες διεθνείς συναλλαγές με μη δυτικές χώρες ακόμη και σε περίπτωση «ακραίων» αμερικανικών και δυτικών κυρώσεων. Όμως, μια Ρωσία που κάνει επέμβαση, κατισχύει στρατιωτικά και αντέχει κυρώσεις διαμορφώνει άλλη συνθήκη.

Αυτά τα στοιχεία μπορούν να εξηγήσουν γιατί στην πραγματικότητα οι ΗΠΑ εμφανίζονται να έχουν μια εμφανή ταλάντευση.

Από τη μια είναι προφανές ότι μέσα στην αμερικανική κυβέρνηση υπάρχει η εκτίμηση ότι χρειάζεται αποκλιμάκωση της έντασης και ότι με όλα τα εσωτερικά μέτωπα ανοιχτά στις ΗΠΑ δεν μπορεί να υπάρξει μια μεγάλης κλίμακας πολιτικοστρατιωτική εμπλοκή, ιδίως μία στην οποία θα υπάρχει διαρκώς πίεση για «θερμή» εμπλοκή.

Από την άλλη, υπάρχουν όλες οι φωνές που πιέζουν (και έχουν επιρροή και στη δημόσια σφαίρα) για άμεση εμπλοκή και κλιμάκωση, ιδίως από τη στιγμή που αυτό που φαντάζει και πιο συνεπές στην «κεντρική γραμμή» που είναι η αντιπαράθεση με τις «αυταρχικές κυβερνήσεις».

Δεν είναι τυχαίο ότι όταν ο Μπάιντεν φάνηκε να υπαινίσσεται ότι η απάντηση της Δύσης θα εξαρτηθεί από την κλίμακα της ρωσικής επέμβασης, στη συνέχεια υποχρεώθηκε να δηλώσει ότι η Ρωσία θα «πληρώσει βαρύ τίμημα» σε κάθε περίπτωση.

Από την άλλη, η Ρωσία παρότι φαίνεται να υιοθετεί μια «σκληρή γραμμή»  και αυτή αναζητά ένα σημείο ισορροπίας. Το Κρεμλίνο προφανώς και αντιλαμβάνεται ότι σε αυτή τη φάση οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ δεν θέλουν και δεν μπορούν να δεσμευτούν στη θέση ότι τα πράγματα ως προς την επέκταση του ΝΑΤΟ και των οπλικών συστημάτων του «επιστρέφουν στο 1997».

Όμως, δεν μπορεί και να αφήσει να προχωρήσει η διαδικασία σύνδεσης της Ουκρανίας με το ΝΑΤΟ, την ώρα που γνωρίζει ότι αυτό είναι κάτι που ακόμη και εάν δεν γίνει στην πράξη είναι πολύ δύσκολο να δηλωθεί ρητά από την άλλη πλευρά.

Η πάντα δύσκολη αρχή μιας διαπραγμάτευσης

Σε αυτό το φόντο η συνάντηση Μπλίνκεν και Μπάιντεν ήταν αναμενόμενο να μην έχει αποτελέσματα.

Η Ρωσία επέλεξε ως διαπραγματευτική τακτική να κλιμακώσει τη διεκδίκηση, προσθέτοντας στη μη επέκταση του ΝΑΤΟ και την απομάκρυνση επιθετικών οπλικών συστημάτων από χώρες του ΝΑΤΟ κοντά στη Ρωσία (κυρίως αυτό αφορά τις αντιβαλλιστικές συστοιχίες Aegis Ashore), σε μια προσπάθεια προφανώς ο όποιος τελικός συμβιβασμός να είναι σαφής και συνολικός.

Οι ΗΠΑ επέλεξαν να κάνουν για άλλη μια φορά δηλώσεις για το ότι θα υπάρξει άμεση και αποφασιστικά απάντηση σε περίπτωση που υπάρξει ρωσική επιθετική ενέργεια στην Ουκρανία, αν και έχει γίνει σαφές ότι πέραν της προσφοράς εξοπλισμού στην Ουκρανία, αυτό σημαίνει κατά βάση οικονομικές κυρώσεις και όχι στρατιωτική εμπλοκή του ΝΑΤΟ.

Ωστόσο το κρίσιμο σημείο ήταν ότι η συνομιλία έγινε, η διατύπωση της θέσης ότι «και οι δύο πλευρές συμφώνησαν ότι η διπλωματική διαδικασία θα συνεχιστεί». Ακόμη και η παραδοχή ότι Μπλίνκεν ότι η συζήτηση ήταν ειλικρινής και χρήσιμη, δεν ήταν τυχαία. Σημασία έχει και η δέσμευση των ΗΠΑ ότι θα απαντήσουν γραπτά στα ζητήματα ασφάλειας που έθεσε η Ρωσία.

Όλα αυτά παραπέμπουν ότι παρά τη ρητορική κλιμάκωση, η διαπραγμάτευση και η συζήτηση τώρα ξεκινά. Δεν είναι εύκολή, καθώς η συνολικότερη δυναμική του διεθνούς τοπίου και του τρόπου που ιδίως οι ΗΠΑ διεκδικούν επανεπιβεβαίωση του ηγετικού παγκόσμιου ρόλου, σπρώχνει τα πράγματα σε αντιπαράθεση, αλλά και γιατί δεν είναι εύκολο να διατυπωθεί ρητά ένα σημείο ισορροπίας.