Ενα από τα θετικά αποτελέσματα της κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας, έστω και ως προϊόν ανάγκης, ήταν η στροφή ενός σημαντικού τμήματος της οικονομικής δραστηριότητας της Ελλάδας στη νεοφυή επιχειρηματικότητα. Οι επιχειρήσεις του κλάδου, γνωστές με τον διεθνή όρο startups, έγιναν μια δημοφιλής επιλογή και ήδη φαίνεται ότι διαμορφώνουν ένα δικό τους «περιβάλλον», με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, προοπτικές και προκλήσεις.

Τη χαρτογράφηση αυτού του πεδίου επιχειρεί η νέα έρευνα της διαΝΕΟσις, η οποία παρουσιάζεται κατ’ αποκλειστικότητα στο «Βήμα της Κυριακής».

Διενεργήθηκε με την επιστημονική εποπτεία της ομότιμης καθηγήτριας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Ιωάννας-Σαπφούς Πεπελάση και με συντονιστή τον διευθύνοντα σύμβουλο της συμβουλευτικής εταιρείας Octane Ιωάννη Σπυρόπουλο.

Καινοτομία

Ως startup ορίζεται η καινοτόμος, νεοφυής επιχείρηση η οποία έχει ιδρυθεί μετά το 2010 από έλληνα ή έλληνες υπηκόους και έχει συμμετάσχει στις περισσότερες περιπτώσεις σε κάποιο ελληνικό πρόγραμμα «θερμοκοιτίδων» ή «επιταχυντών», με στόχο τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και εξέλιξη.

Από την έρευνα ενισχύεται η άποψη ότι οι startups είναι μια μορφή επιχειρηματικότητας που ταιριάζει στα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας. Οπως οι περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις, οι startups είναι κατά κανόνα πολύ μικρές σε μέγεθος, ενώ προσλαμβάνουν, πληρώνουν καλά και αξιοποιούν καταρτισμένους εργαζομένους.

Υγιής ανάπτυξη

Την ίδια στιγμή, συγκεντρώνουν χαρακτηριστικά τα οποία είναι ζητούμενα για την εξέλιξη του ελληνικού παραγωγικού μοντέλου: εξωστρέφεια, εξειδίκευση και υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Υπό αυτό το πρίσμα, μια από τις διαπιστώσεις της έρευνας είναι ότι η υγιής ανάπτυξη του συγκεκριμένου μοντέλου αποτελεί μια σημαντική οικονομική ευκαιρία για την Ελλάδα και για την κουλτούρα των τοπικών επιχειρήσεων.

Το έτος κατά το οποίο ιδρύθηκαν οι περισσότερες νεοφυείς επιχειρήσεις – σχεδόν 2 στις 10 – σε σύγκριση με τα προηγούμενα ήταν το 2018. Η μεγάλη πλειονότητα των εταιρειών του δείγματος (το 93% των 267 επιχειρήσεων) ιδρύθηκε την περίοδο 2013-2020.

Περισσότερες από τις μισές ιδρύθηκαν στην Αθήνα, ενώ η αμέσως επόμενη επιλογή (15,4%) ήταν κάποια ευρωπαϊκή πόλη και ακολουθούν η Θεσσαλονίκη (12,7%), η Πάτρα (4,5%), οι ΗΠΑ και το Ηράκλειο (3%).

Δραστηριότητες

Στη μεγάλη πλειονότητά τους (76,4%) πρόκειται για πολύ μικρές επιχειρήσεις με έως 10 εργαζομένους, ενώ λιγότερες από το 3% απασχολούν περισσότερους από 50 εργαζομένους.

Ο τομέας στον οποίο δραστηριοποιούνται οι περισσότερες επιχειρήσεις του κλάδου είναι ο τουρισμός (σχεδόν 14%). Σχεδόν 1 στις 10 δραστηριοποιείται στην πληροφορική και στις επικοινωνίες (ΤΠΕ), ενώ αντίστοιχο είναι και το ποσοστό στον αγροδιατροφικό τομέα και στο πεδίο των επιστημών ζωής και υγείας (8,6%). Ως προς το αντικείμενο της δραστηριότητας, ενδιαφέρον στοιχείο της έρευνας είναι ότι η σειρά των κατάταξης των τομέων για τις startups του εξωτερικού παρουσιάζει μια διαφοροποίηση: προηγούνται οι ΤΠΕ και ακολουθούν τουρισμός και αγροδιατροφή.

Ζητείται τροποποίηση του ασφαλιστικού και φορολογικού πλαισίου

Ως προς τις μελλοντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν, οι ιδρυτές των επιχειρήσεων startups της έρευνας ξεχωρίζουν τη δυνατότητα επέκτασής τους (22,8%), ενώ ακολουθεί η στελέχωση (19,1%), ο ανταγωνισμός (16,9%) καθώς και η διαθεσιμότητα χρηματοδότησης (15%).
Ανάμεσα στις αλλαγές οι οποίες θα βελτίωναν τη δραστηριότητά τους οι εκπρόσωποι των εταιρειών του δείγματος επιλέγουν περισσότερο από κάθε άλλη την «τροποποίηση του ασφαλιστικού και φορολογικού πλαισίου», σε ποσοστό 79,8%.
Αξιοσημείωτο και ενδεικτικό εύρημα είναι ότι το 2021 οι δέκα κορυφαίες ελληνικές startups συγκέντρωσαν την τετραπλάσια χρηματοδότηση από εκείνη των δέκα κορυφαίων του 2020, ποσό της τάξης των 398 εκατομμυρίων ευρώ.

Σε διεθνείς πελάτες στοχεύει 63,7% των επιχειρήσεων

Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις της έρευνας της διαΝΕΟσις, το 87,5% των εταιρειών περιλαμβάνει τη χρήση ψηφιακής τεχνολογίας ως αρχική ιδέα, ενώ 38,6% βασίζονται σε μια καθαρά ψηφιακή ιδέα. Λιγότερες είναι εκείνες που έχουν μια «φυσική» ιδέα, για την οποία όμως χρησιμοποιείται ψηφιακή τεχνολογία (26,6%) ή, αντίστροφα, μια ψηφιακή ιδέα με μερική φυσική παρουσία (22,5%). Μόλις 12,4% ακολουθούν το παραδοσιακό, αμιγώς φυσικό μοντέλο. Αποτυπώνεται πάντως η εικόνα ότι η μεγάλη πλειονότητα των startups της έρευνας, περίπου 7 στις 10, χρειάστηκε να αναπροσαρμόσει την αρχική της ιδέα μία ή περισσότερες φορές (το 19,5% το έκανε περισσότερες από δύο φορές).

Ξεκάθαρο είναι το συμπέρασμα ότι οι startups αποτελούν, κατά μείζονα λόγο, μια εξωστρεφή δραστηριότητα: 63,7% δηλώνουν ότι στοχεύουν σε διεθνείς πελάτες και μόνο 36,3% σε εγχώριους. Ομως την ίδια στιγμή 1 στις 3 δηλώνει ότι το μεγαλύτερο πρόβλημά της είναι η έλλειψη εμπειρίας στην προσέλκυση διεθνών πελατών.

Ενα από τα ενδιαφέροντα στοιχεία της έρευνας είναι ότι σχεδόν οι μισές από τις startups του δείγματος ξεκίνησαν τη δραστηριότητά τους με πολύ χαμηλό κεφάλαιο, από μηδέν έως 10.000 ευρώ. Μόνο μία στις πέντε (21,7%) είχαν κεφάλαιο άνω των 50.000 ευρώ. Το 35,2% αυτών των εταιρειών δηλώνουν σήμερα κερδοφόρες, ενώ περίπου οι μισές (47,9%) δηλώνουν ότι δεν κερδοφορούν στην παρούσα συγκυρία.

Προτάσεις για καλύτερο αύριο

Σε αυτό το περιβάλλον, η κυβέρνηση έχει ανακοινώσει μια σειρά από πρωτοβουλίες και μέτρα, με στόχο αρχικά τη διευκόλυνση και εν συνεχεία την ανάπτυξη των νεοφυών επιχειρήσεων. Το πιο σημαντικό από αυτά είναι η δημιουργία και ενεργοποίηση ηλεκτρονικού «μητρώου» νεοφυών επιχειρήσεων, το «Elevate Greece». Με βάση αυτό προβλέπονται μεταξύ άλλων κρατικές ενισχύσεις έως και 50% των ετήσιων δαπανών τους και μέχρι του ποσού των 50.000 ευρώ, φοροελαφρύνσεις έως και 100% για τις δαπάνες στην έρευνα και καινοτομία κ.ά.
Η έρευνα της διαΝΕΟσις καταλήγει σε προτάσεις για τις πολιτικές βελτίωσης του πεδίου δράσης των ελληνικών startups, οι οποίες προτεραιοποιούνται ως εξής:

  • Επικοινωνία και συνέργεια μεταξύ φορέων οικοσυστήματος.
  • Απλοποίηση φορολογικού και ασφαλιστικού πλαισίου.
  • Κατάρτιση και εκπαίδευση ιδρυτών σε επιχειρηματικές δεξιότητες.
  • Προσέλκυση κατάλληλων επενδυτών.
  • Προσέλκυση εξειδικευμένων στελεχών με τεχνικές δεξιότητες.
  • Διασύνδεση ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων με τη βιομηχανία.
  • Κατοχύρωση, διαχείριση και εκμετάλλευση πατεντών.
  • Ενίσχυση της πρόσβασης των νεοφυών επιχειρήσεων σε prototyping.