Ο εξανθρωπισμός της ιστορίας, γράφει ο Αντώνης Λιάκος, χάνεται όταν «απουσιάζει η εμπειρία των απλών ανθρώπων, όλα όσα προσκόμισε η κοινωνική ανθρωπολογία, η προφορική και η κοινωνική ιστορία, η προβληματική του κοινωνικού φύλου, η ιστορία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας, η ιστορία της εργασίας, τέλος, η συζήτηση για τα τραύματα».

Δεν θα μπορούσα, διαβάζοντας την κατακλείδα της εισήγησης του Λιάκου στο Συνέδριο «200 χρόνια ιστορίας της Ελλάδας: Θεωρήσεις και ερμηνείες στον 20ό αιώνα» που δημοσιεύτηκε στην «ΕφΣυν» (30.12.2021 – 1.1.2022), παρά να αναλογιστώ την εμβληματική φράση του Λουί Αλτουσέρ στην απάντησή του στον Τζον Λιούις: «Η ιστορία είναι μια διαδικασία χωρίς υποκείμενο». Και δεν θα μπορούσα παρά να συγκρίνω την επιστημολογική απαίτηση του Αντώνη Λιάκου σε σχέση με τη φρονηματιστική αντίληψη άλλων ιστορικών που συμμετείχαν σε συνέδριο του «Κύκλου Ιδεών» (βλ. «Πρακτικά του συνεδρίου του «Κύκλου Ιδεών»», εκδόσεις Επίκεντρο, 2021). Θα ήταν αδύνατον επίσης να μην αναλογιστώ την αντίστοιχη, προς την απόφανση του Αλτουσέρ, φράση του Μισέλ Φουκό, όταν διερωτάται «Τι είναι ένας συγγραφέας;» και απαντά «λειτουργία-συγγραφέα». Και όλα αυτά, επιτέλους, δεν θα είχαν και για εμένα καμία σημασία εάν δεν τα συσχέτιζα – όπως άλλωστε και ο Φουκό- με μια ρήση του Μπέκετ: «Τι σημασία έχει ποιος μιλά, κάποιος είπε τι σημασία έχει ποιος μιλά», διότι έτσι θα τόνιζα αντί της σημασίας του «ποιος» (υποκείμενο) την αξία του «κάποιος είπε» (διαδικασία της γλώσσας χωρίς το υποκείμενο).

Για μια ακόμη φορά θα υπογράμμιζα την αξία για τις επιστήμες – και τη λογοτεχνία – μιας αντι-ανθρωπολογικής προσέγγισης του ανθρώπου «που θα έσβηνε, όπως στο ακροθαλάσσι ένα πρόσωπο από άμμο», φράση με την οποία άλλωστε κλείνει ο Φουκό τις «Λέξεις και τα πράγματα».

Τι όμως σημαίνει η ιστορία είναι «διαδικασία» και μάλιστα «χωρίς υποκείμενο»; Και γιατί ο Αλτουσέρ επικρίνει την άποψη του Τζον Λιούις ότι: «Είναι ο άνθρωπος που κάνει την ιστορία». Και τι επιπλέον επισημαίνει η φράση «Ο άνθρωπος δεν γνωρίζει παρά αυτό που κάνει»; Ο Μαρξ μας έχει ήδη ειδοποιήσει: «Οι μάζες είναι που κάνουν την ιστορία», διότι οι άνθρωποι δρουν ως υποκείμενα, αλλά υπό τον προσδιορισμό των κοινωνικών μεταξύ τους σχέσεων. Τώρα, το κατά πόσον οι κοινωνικές σχέσεις, δηλαδή «η εμπειρία των απλών ανθρώπων», όπως γράφει ο Λιάκος, μέσα από τους αγώνες – ή την «κοινωνική ειρήνη» που υποτίθεται ότι εξασφαλίζει ο νεο-φιλελευθερισμός- δεν σφυρηλατείται στην πάλη των τάξεων, αφού δεν το αναφέρει ρητά ο Λιάκος, αφήνω στον αλήστου μνήμης καραμανλικό υπουργό Εργασίας Κ. Λάσκαρη να το πει, αφού προηγουμένως την «καταργήσει» από το όχι και τόσο μακρινό 1976. Και τούτο, όχι μόνο εξαιτίας των σημερινών αντιεργατικών νόμων αλλά και εξαιτίας της πλειοψηφίας των ιστορικών μας που δεν της δίνουν καμία σημασία. Αντίθετα, ένας εξ αυτών πρότεινε «την αλλαγή των σχημάτων ερμηνείας της νεοελληνικής ιστορίας» λαμβάνοντας ως αναφορά «Το μεγάλο μας τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Αν μάλιστα, όπως ισχυρίζεται, «δεν υπάρχει τίποτα που να εκπροσωπεί καλύτερα τον τρόπο που βλέπαμε τον εαυτό μας» εξαλείφοντας την ιστορική στιγμή όπως επικριτικά σημειώνει ο Λιάκος, τότε γιατί σήμερα να μη συμπεριλάβουμε στους όρους της αυτογνωσίας μας τον Ρουβά ως lifting της ίδιας της ιστορίας μας;

Αλλά η «πάλη των τάξεων» – ή αυτό που υπονοεί ο Α. Λιάκος -, η κινητήρια δύναμη δηλαδή της ιστορίας, θέτει σε όλους μας το ερώτημα του πώς θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε ή να αποκρύψουμε τη διαφορά μεταξύ του οικονομικού και του πολιτικού που διακρίνει αλλά και χωρίζει τους έλληνες ιστορικούς των δύο διαφορετικών ιστοριογραφικών υποδειγμάτων, διαφορά που παρακινεί τον Λιάκο να υπερασπίζεται τον Σβορώνο και όχι το τσίρκο. Ο Σβορώνος και όχι ο Καλύβας αποδίδει τον αντιστασιακό χαρακτήρα της ελληνικής ιστορίας στους ξένους, επιμένοντας «στον αρνητικό και όχι στον θετικό ρόλο της εξάρτησης».

Τώρα ως προς τον «πραγματικό ανθρωπισμό», που αντιστέκεται στην αυταπάτη του ιδεαλιστικού-φρονηματιστικού ανθρωπισμού, γράφει ο Αλτουσέρ «ότι έχει για περιεχόμενο ένα αντικείμενο που δεν είναι το πραγματικό αντικείμενο» (για τον Μαρξ).

Η άρχουσα μερίδα των ιστορικών μας δεν έχει άραγε αντιληφθεί το παράδοξο ότι η ανάλυση των ιστορικών δεδομένων δεν είναι εν τέλει εφικτή παρά μόνον εάν απαλλαγούν είτε από το ανθρωπιστικό ιδεολόγημα και τις θεωρησιακές υπηρεσίες που τους προσφέρει η έννοια «άνθρωπος» είτε από το πραγματιστικό ιδεολόγημα που παρακάμπτει την πραγματικότητα των ανθρώπων (κοινωνικές σχέσεις) προς όφελος του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος; Διότι αν αυτός ο «αντι-ανθρωπισμός» του Αλτουσέρ και του Φουκό λογίζεται ως το σύνθημα μιας άρνησης – ενώ πρόκειται για ανατροπή -, δεν είναι μόνο στον Μπέκετ που τη συναντώ, αλλά και στον Νίτσε. Ο Νίτσε θεωρεί το σώμα ως επιφάνεια εγγραφής συμβάντων. Θα έπρεπε άραγε η βιολογία να μας χαρίσει τον κορωνοϊό για να εννοήσουμε τον «θάνατο του ανθρώπου», όπως και τον «θάνατο του συγγραφέα»; Θα έπρεπε οι ενυπάρχουσες δυνάμεις στον άνθρωπο να κλονιστούν διότι ο ίδιος ο άνθρωπος αδυνατεί να εξηγήσει τις «δυνάμεις του έξω»;

Καθημερινά προσπαθώ να καταθέσω τον αντι-ανθρωπισμό μου όπως και κάθε συν-άνθρωπος που αντιλαμβάνεται τη ζωή του σαν μια μορφή εξαίρεσης, και είμαστε πολλοί. Αυτό όμως που δεν έχω καταλάβει ακόμη είναι το «πώς διατηρείται κάτι το οποίο περιλαμβάνεται μόνο διαμέσου μιας εξαίρεσης». Και αν χρησιμοποίησα στον τίτλο τον όρο «πάλη των τάξεων», είναι γιατί είμαι πεπεισμένος, μέσα από το διάχυτο κοινωνικό μίσος, πως η πάλη σήμερα γίνεται κυρίως από τον εαυτό: πάντα κάτι λείπει από τη θέση του εαυτού, η έλλειψη όμως δεν λείπει ποτέ.

Στους «ανθρώπους της εργασίας», λοιπόν, του Λιάκου γιατί να μην προσθέσω και τον «άνθρωπο της εξαίρεσης»;