Ο Λουκ φαν Μίντελααρ θεωρείται – ίσως δικαίως – ένας από τους πιο ενεργούς διανοουμένους στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ). Σήμερα διδάσκει Ιστορία και Πολιτική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Λάιντεν στην Ολλανδία. Ο Φαν Μίντελααρ έχει ένα προσόν που ελάχιστοι καθηγητές έχουν: είχε υπάρξει σύμβουλος και λογογράφος του Χέρμαν βαν Ρομπάι, όταν ο βέλγος πολιτικός διετέλεσε πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Ηταν, επομένως, αυτό που οι Αγγλοσάξονες ονομάζουν «insider» στα ευρωπαϊκά πολιτικά πράγματα.

Τον περασμένο Απρίλιο, ο ολλανδός καθηγητής έγραψε ένα δοκίμιο με τίτλο «Το Γεωπολιτικό Ξύπνημα της Ευρώπης» για το Groupe d’ Etudes Geopolitiques, μία νέα δεξαμενή σκέψης που φέρεται να απηχεί τις απόψεις του γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν. Σε αυτό επιχείρησε να προσεγγίσει τη δημόσια συζήτηση που διεξάγεται στην ΕΕ από το 2019 για μια πιο «γεωπολιτική Ευρώπη». Ηδη από τότε – και με δεδομένη τη θύελλα που είχε προκαλέσει στις ευρωατλαντικές σχέσεις ο Ντόναλντ Τραμπ – ο Μακρόν μιλούσε για «ευρωπαϊκή κυριαρχία», η Ανγκελα Μέρκελ έλεγε ότι «πρέπει να πάρουμε την τύχη στα χέρια μας», η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ευχόταν να ηγηθεί μίας «γεωπολιτικής Κομισιόν». Για τον Φαν Μίντελααρ οι λεκτικές «εκρήξεις» δεν αρκούν. «Μια γεωπολιτική προσέγγιση», έγραψε, «πρέπει να είναι πιο ριζοσπαστική: απαιτεί μια διανοητική ρήξη. Απαιτεί το ήθος μας, η διανοητική μας κοσμοθεωρία να αλλάξει. Για να γίνει ένας γεωπολιτικός παίκτης, η Ευρώπη πρέπει να αφήσει πίσω τον οικουμενικό και «α-ιστορικό» τρόπο σκέψης στον οποίο βρήκε καταφύγιο μετά το 1945 σε σχέση τόσο με τις αξίες όσο και με την οικονομία».

Το νέο σκηνικό και το μη υποσχόμενο παρελθόν

Η ΕΕ αναμένεται να βρεθεί αντιμέτωπη με κρίσιμα διλήμματα το 2022. Οι αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν δεν μπορούν να περιμένουν, ενώ την ίδια στιγμή το «ευγενές οικοδόμημα» που αναδύθηκε από τις στάχτες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου εμφανίζει ρωγμές, τη στιγμή όμως που μπορεί, παράλληλα, να λαμβάνει ιστορικές αποφάσεις, όπως αυτή για το Ταμείο Ανάκαμψης και την πρώτη μαζική κοινή έκδοση χρέους για να αντιμετωπιστούν οι βαθιές οικονομικές και κοινωνικές πληγές που άφησε στο «ευρωπαϊκό σώμα» η πανδημία της COVID-19. Αν κάποιος ήθελε να κατηγοριοποιήσει τις προκλήσεις που έχει μπροστά της η Ενωμένη Ευρώπη θα μπορούσε να αναφερθεί σε τρία σημεία. Πρώτον, στην αναγκαιότητα μεταρρύθμισης των κανόνων οικονομικής διακυβέρνησης της ευρωζώνης. Δεύτερον, στο ερώτημα της διαμόρφωσης μιας στρατηγικής αυτονομίας, στο επίπεδο της άμυνας και της εξωτερικής πολιτικής, αλλά και της προώθησης της φιλόδοξης «πράσινης ατζέντας». Τρίτον, στην αποτροπή του νέου εσωτερικού διχασμού σε επίπεδο αξιών που τροφοδοτείται από τις παραβιάσεις βασικών κανόνων του κράτους δικαίου από ορισμένα κράτη-μέλη.

Ολο αυτό εκτυλίσσεται σε ένα νέο πολιτικό σκηνικό στις κομβικές χώρες. Η Γερμανία έχει μόλις εισέλθει στη μετά Μέρκελ εποχή, καθώς η 16χρονη ηγεμονία της γερμανίδας καγκελαρίου έφθασε στο τέλος της στις πρόσφατες εκλογές. Ο διάδοχός της, ο Σοσιαλδημοκράτης Ολαφ Σολτς, ηγείται ενός, ασυνήθιστου για τα γερμανικά πράγματα, τριμερούς κυβερνητικού συνασπισμού και δεν έχει ακόμη προλάβει να καταθέσει δείγματα γραφής. Στη Γαλλία, ο φιλόδοξος Εμανουέλ Μακρόν εξακολουθεί να πρεσβεύει ριζικές αλλαγές στο κοινοτικό οικοδόμημα. Στο πρώτο εξάμηνο του 2022, που εκκινεί αύριο, το Παρίσι θα ασκεί την εκ περιτροπής Προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ και ο κ. Μακρόν θα έχει την ευκαιρία να προωθήσει την ατζέντα του με το βλέμμα στραμμένο στις προσεχείς προεδρικές εκλογές της άνοιξης (που δεν θα είναι απαραίτητα περίπατος, καθώς η παρουσία της Βαλερί Πεκρές ως υποψήφιας της Κεντροδεξιάς έχει μεταβάλει τα δεδομένα). Στην Ιταλία, ο τεχνοκράτης πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι έχει καταθέσει σαφή και επιτυχημένα δείγματα γραφής, αλλά πλέον του ασκούνται πιέσεις να μεταπηδήσει στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Ο κίνδυνος νέας πολιτικής αστάθειας στη Ρώμη και η διενέργεια πρόωρων βουλευτικών εκλογών δεν θα πρέπει να αποκλείονται.

Η πραγματικότητα είναι ότι «το παρελθόν δεν βοηθάει για να κάνουμε σοβαρές προβλέψεις» σχετικά με το αν πρέπει να αναμένουμε μεγάλα βήματα στα κρίσιμα πολιτικά ζητήματα που απασχολούν την ΕΕ σύμφωνα με την εκτίμηση του Γιάννη Εμμανουηλίδη του European Policy Center (EPC). «Ισως η κοινή παρουσία Σολτς και Μακρόν να αποδειχθεί θετική, ενώ και η συμφωνία των τριών κυβερνητικών εταίρων στο Βερολίνο είναι πολύ φιλοευρωπαϊκή. Την ίδια στιγμή όμως», προσθέτει, «η αβεβαιότητα της COVID-19 θα είναι σίγουρα παρούσα, τουλάχιστον το πρώτο τρίμηνο του 2022, ενώ παρά τις προτάσεις που παράγονται στις Βρυξέλλες, δεν είναι σαφές ότι αυτές βρίσκουν ευήκοα ώτα στις πρωτεύουσες». Αν στα παραπάνω προστεθεί η μάλλον αναιμική παρουσία της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στην προεδρία της Κομισιόν και του Σαρλ Μισέλ στην προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, το σκηνικό περιπλέκεται.

Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης

Πριν από μερικές ημέρες οι κ.κ. Ντράγκι και Μακρόν (ήδη τα διεθνή μέσα ενημέρωσης τους έχουν δώσει το προσωνύμιο «Dracron», στο πρότυπο των παλαιότερων «Merkozy» και «Mercron» για τους ηγέτες Γερμανίας και Γαλλίας) ζήτησαν με κοινό τους άρθρο στους «Financial Times» τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Κάλεσαν για ένα «λογικό» πλαίσιο δημοσιονομικών κανόνων που δεν αποτρέπει την πραγματοποίηση των απαραίτητων επενδύσεων. Πρόσθεσαν δε ότι «το χρέος που δημιουργείται για τη χρηματοδότηση αυτών των επενδύσεων, οι οποίες πέραν αμφιβολίας ωφελούν την ευημερία των μελλοντικών γενεών και τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, θα πρέπει να ευνοείται από τους δημοσιονομικούς κανόνες, με δεδομένο ότι οι δημόσιες δαπάνες αυτού του είδους συνεισφέρουν στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους».

Το Παρίσι και η Ρώμη επιδιώκουν να διαμορφώσουν έναν νέο άξονα, μια πρωτοβουλία που αποτυπώνεται εύγλωττα στην υπογραφή της Συμφωνίας του Κιρινάλε στις 26 Νοεμβρίου στη Ρώμη. Το ερώτημα είναι φυσικά τι πιστεύει για αυτές τις φιλόδοξες ιδέες το Βερολίνο, με τον καγκελάριο Σολτς να επισκέπτεται και αυτός τη Ρώμη για συνομιλίες με τον Μάριο Ντράγκι που λόγω της προτέρας θητείας του στην ΕΚΤ γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα «τα μυστικά του ευρώ». Οπως επισημαίνει στο «Βήμα» η Ντανιέλα Σβάρτσερ, εκτελεστική διευθύντρια για την Ευρώπη και την Ευρασία του Ιδρύματος Open Society, «στη γερμανική κυβερνητική συμφωνία δεν υπάρχουν κόκκινες γραμμές σε ό,τι αφορά το Σύμφωνο Σταθερότητας ή το Ταμείο Ανάκαμψης. Με δεδομένο ότι στην κυβέρνηση συμμετέχουν οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP), που δεν θέλουν αμοιβαιοποίηση του χρέους, αυτή είναι πολύ καλή είδηση». Διάφορες απόψεις για τη μορφή μίας αναθεώρησης του Συμφώνου έχουν ήδη αρχίσει να κατατίθενται από την Επιτροπή, τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας  και από κορυφαία ινστιτούτα όπως το European Policy Center (ή το Bruegel.

Τι μορφή θα είχε μία τέτοια αλλαγή όμως; «Οχι σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο των Συνθηκών» σημειώνει στο «Βήμα» ο γενικός διευθυντής του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) και καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Γιώργος Παγουλάτος. «Οι στόχοι του 3% για το έλλειμμα και του 60% για το δημόσιο χρέος θα απαιτούσαν ομοφωνία για να αλλάξουν, ακόμα και αν πολλοί, συμπεριλαμβανομένου του ESM σε σχέση με το 60%, συμφωνούν ότι είναι μεγέθη παρωχημένα» λέει. Για τον κ. Παγουλάτο, «περιθώριο αλλαγών υπάρχει στην ερμηνεία των κανόνων αυτών, στα επονομαζόμενα «operational guidelines», π.χ. στο τι θα υπολογίζεται στο 3%, αν θα εξαιρούνται οι δημόσιες επενδύσεις και ποια θα είναι τα κριτήρια του περίφημου διαρθρωτικού δημοσιονομικού ελλείμματος».

Για τον Γκούντραμ Βολφ, διευθυντή του ινστιτούτου Bruegel, «πρέπει να υπάρχει μία εξαίρεση στους προϋπολογισμούς σε ό,τι αφορά ξεκάθαρα οριοθετημένες επενδύσεις για την κλιματική αλλαγή. Εχουμε ανάγκη από μαζικές επενδύσεις στις μεταφορές και στις ενεργειακές υποδομές που θα διαρκέσουν για δεκαετίες. Θα απαιτηθεί όμως αυστηρή επιτήρηση του τι συνιστά πράσινη επένδυση» σημειώνει στο «Βήμα», ενώ εμφανίζεται σχετικά αισιόδοξος ότι μπορεί να υπάρξει συναίνεση για την αλλαγή του Συμφώνου Σταθερότητας. Η κυρία Σβάρτσερ καταθέτει πάντως έναν αστερίσκο για την τελική στάση που θα κρατήσει ο προερχόμενος από το FDP υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ. Οπως μας λέει, «η διαφαινόμενη ανάληψη της ηγεσίας των Χριστιανοδημοκρατών από τον πιο συντηρητικό Φρίντριχ Μερτς μπορεί να ασκήσει πίεση στο FDP, καθώς τα δύο κόμματα έχουν επικαλυπτόμενες εκλογικές βάσεις».

Είναι εφικτή η στρατηγική αυτονομία;

Από την προεκλογική του εκστρατεία το 2019 και την περίφημη ομιλία του στη Σορβόννη λίγο αργότερα, ο πρόεδρος Μακρόν έθεσε στον δημόσιο διάλογο δύο έννοιες: την «ευρωπαϊκή κυριαρχία» και, κυρίως, τη «στρατηγική αυτονομία». Οσο και αν οι εχθροί του τον χαρακτηρίζουν «αιθεροβάμονα» ή έχοντα «ναπολεόντειες φιλοδοξίες», δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο νεαρός πρόεδρος άγγιξε κάποιες ευαίσθητες χορδές στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή. Είναι προφανώς διαφορετικό ζήτημα αν οι ιδέες του τελικά θα επικρατήσουν ή αν το Παρίσι μπορεί μόνο του να ηγηθεί της ΕΕ με τον τρόπο που το έπραξε τα τελευταία χρόνια η Γερμανία της Μέρκελ. Θα πρέπει όμως να θεωρείται δεδομένο ότι ο Μακρόν θα επιδιώξει να αξιοποιήσει την προεδρία του Συμβουλίου για να προωθήσει δυναμικά αυτούς τους στόχους και παράλληλα να γεμίσει με «όπλα την πολιτική φαρέτρα» του εν όψει των προεδρικών εκλογών του προσεχούς Απριλίου.

Οπως έγραψε εύστοχα πριν από μερικές ημέρες η Σιλβέν Καν του Ιδρύματος Robert Schuman, «η πανδημία αντικατόπτρισε την παρακμή της Ευρώπης στον κόσμο. Ηδη από την αρχή της δεκαετίας του 2010, η επιρροή της Ευρώπης υποσκάφθηκε στον τομέα της αναπτυξιακής βοήθειας και των επενδύσεων στις αναπτυσσόμενες χώρες κυρίως από τις κινεζικές δημόσιες και ιδιωτικές πολιτικές, ειδικότερα στην Αφρική. Εκμεταλλευόμενες την COVID-19, η Κίνα και η Ρωσία «συνεισέφεραν» στην αποδυνάμωση της φήμης μίας Ενωσης που νοιάζεται». Το πρόβλημα όμως σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής δεν εντοπίζεται απλώς στο πεδίο της «ήπιας ισχύος». Εντοπίζεται ίσως ακόμη περισσότερο στην «Επιστροφή της Ιστορίας», όπως την ονομάζει ο Φαν Μίντελααρ, στον τερματισμό μιας περιόδου «γεωπολιτικής ευδαιμονίας» που οι Ευρωπαίοι δυσκολεύονται να συνειδητοποιήσουν και ο οποίος απαιτεί επανακαθορισμό προτεραιοτήτων. Η προεδρία Τραμπ, αλλά επίσης η συμφωνία AUKUS στην οποία προχώρησε (μαζί με το Λονδίνο) ο Τζο Μπάιντεν για την προμήθεια πυρηνικών υποβρυχίων στην Αυστραλία – σε συνδυασμό με την άτακτη έξοδο των Αμερικανών από το Αφγανιστάν – υπήρξαν ηχηρά καμπανάκια ότι οι συνθήκες άλλαξαν. Δεν διασφαλίζουν όμως ότι οι Ευρωπαίοι θα κινηθούν συντεταγμένα στην απόκτηση σαφούς «γεωπολιτικής ταυτότητας».

Στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε κατά την παρουσίαση των προτεραιοτήτων της γαλλικής προεδρίας, ο Μακρόν κάλεσε την ΕΕ να αλλάξει «από μία Ευρώπη εσωτερικής συνεργασίας σε ισχυρή Ευρώπη, ενεργή στον κόσμο, πλήρως κυρίαρχη, ελεύθερη στις επιλογές της και αφέντη της μοίρας της». Το τριπλό σύνθημα της προεδρίας είναι «Επανεκκίνηση-Ισχύς-Ανήκειν» (Relaunch-Power-Belonging). Ωστόσο, η σύμπτωση απόψεων για μία επανεκκίνηση δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Μπορεί «ο Μακρόν να είναι εκ των πραγμάτων ό,τι καλύτερο για τους Γερμανούς και για την Ευρώπη», όπως σημειώνει η Ντανιέλα Σβάρτσερ, αλλά τούτο δεν σημαίνει ότι το Βερολίνο έχει τις ίδιες φιλοδοξίες, όπως π.χ. η άμεση δημιουργία μιας δύναμης ταχείας αντίδρασης που προτείνεται στη «Στρατηγική Πυξίδα» της ΕΕ που επισήμως αναμένεται να παρουσιαστεί τον προσεχή Μάρτιο. Οι Γερμανοί θα ήθελαν περισσότερη έμφαση στα έργα της Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας (PESCO) και όχι σε πρωτοβουλίες με άμεσο αμυντικό αποτύπωμα. Αλλά ακόμη σε αυτό το σημείο θα υπάρξουν πιθανές εντάσεις διότι κατά τη Σβάρτσερ «οι Γάλλοι θα ζητήσουν περισσότερα κονδύλια και δεν αποκλείεται να επιδιώξουν την προώθηση συμμαχιών προθύμων».

ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ

Ας μη λησμονείται ότι στο πλαίσιο της «Στρατηγικής Πυξίδας» οι «27» θα πρέπει να συμφωνήσουν και σε μία εκτίμηση απειλών (threat assessment). Πρόκειται για περίπλοκη εξίσωση και μία απλή ερώτηση αρκεί για να αποτυπώσει την περιπλοκότητα: Είναι η Τουρκία απειλή για την ΕΕ ή όχι; Η τρέχουσα διαμάχη με τη Ρωσία σχετικά με την Ουκρανία και η αναταραχή στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας θέτουν κι άλλα διλήμματα που δεν αποκλείεται να διχάσουν ακόμη περισσότερο τη Δυτική και την Ανατολική Ευρώπη. Αναμφίβολα, «η συζήτηση περί στρατηγικής αυτονομίας ή ευρωπαϊκής κυριαρχίας δεν περιορίζεται μόνο στην προμήθεια φυσικού αερίου από τη Ρωσία ή στο ανεμπόδιστο εμπόριο με την Κίνα» λέει ο κ. Παγουλάτος. «Στο όχημα της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας τα κράτη-μέλη μπορούν να φορτώσουν τις δικές τους εθνικές βλέψεις και τα συμφέροντα. Παράλληλα όμως», προσθέτει συνδέοντας τη συζήτηση αυτή με τη δημοσιονομική διακυβέρνηση, «ποια στρατηγική αυτονομία θα έχει η ΕΕ αν δεν μπορεί να κατευθύνει επενδυτικούς πόρους στην ψηφιακή και πράσινη μετάβαση ή στη συλλογική της ασφάλεια;».

Ο φόβος για νέο εσωτερικό διχασμό

Αν και τρίτη στη σειρά, η διάσταση των αξιών και του κράτους δικαίου έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς συνιστά το DNA της μεταπολεμικής Ευρώπης. Οι προκλήσεις που θέτει η στάση της Ουγγαρίας και, κυρίως, της Πολωνίας για τον αξιακό πυρήνα της ΕΕ είναι θεμελιακές. Για τον Γιάννη Εμμανουηλίδη, «η αμφισβήτηση της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου από τη Βαρσοβία είναι κομβικό ζήτημα, ιδιαίτερα σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου», ενώ ο ίδιος δεν είναι βέβαιος ότι η πίεση των Βρυξελλών λειτουργεί προς όφελός τους. Με αυτό το σημείο συμφωνεί και η Σβάρτσερ, που θεωρεί ότι «και η πολιτική πίεση δεν είναι επαρκής». Επιπλέον, εκφράζει την ανησυχία της «περί διάχυσης της υπόθεσης της αμφισβήτησης της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου και σε τομείς υψίστης πρακτικής σημασίας, όπως η Ενιαία Αγορά». Ωστόσο, τόσο η ουγγρική όσο και η πολωνική περίπτωση απαιτούν λεπτούς χειρισμούς, ιδιαίτερα από τη στιγμή που στη Βουδαπέστη επίκεινται και οι εκλογές.