Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι πρόσφατα έφυγε από τη ζωή ένας από τους τελευταίους πνευματικούς ανθρώπους του τόπου μας. Δεν θα μπορούσαν άλλωστε να το γνωρίζουν πολλοί, δεδομένου ότι ζούμε στην εποχή της φλυαρίας, του θορύβου, της επίδειξης και του φθηνού θεάματος. Στην εποχή που θεοποιείται το επουσιώδες και το ευτελές, στην εποχή των τηλεοπτικών παραθύρων (όπου κατοικοεδρεύουν και ευδοκιμούν κήνσορες και ειδικοί επί παντός επιστητού, αλαλάζοντες αλαζόνες, επαγγελματίες ωρυόμενοι και χιουμορίστες κ.λ.π.), καθώς και στην εποχή της διαδικτυακής οχλοκουλτούρας. Πουθενά δεν γράφτηκε και δεν ακούστηκε τίποτα σχετικό, είτε λόγω άγνοιας είτε λόγω πλήρους έλλειψης ενδιαφέροντος, αφού, σε κάθε περίπτωση, τέτοιες αναφορές δεν έχουν «μετρήσιμο όφελος».

Πρόκειται για τον φιλόσοφο – στοχαστή, συγγραφέα, Μάρκο Θεοδωράκη, ο οποίος, μάλιστα, κατά εντυπωσιακή σύμπτωση, απεβίωσε λίγες ημέρες μετά από τον συνεπώνυμό του και πατριώτη του, Μίκη Θεοδωράκη. Παγκοσμίως γνωστός και καταξιωμένος (δικαίως) ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης. Άγνωστος ο σπουδαίος στοχαστής.

Ο Μάρκος Θεοδωράκης, για όσους είχαμε τη μεγάλη τύχη να τον γνωρίσουμε προσωπικώς και να είμαστε μαθητές του, υπήρξε Δάσκαλος με την υψηλότερη έννοια του όρου. Φάρος βαθύνοιας και ανθρωπιάς, χάριζε φως μέσα στο γενικό σκοτάδι. Απάνθισμα σοφίας κάθε λέξη και φράση του, συμπύκνωση σπάνιας ανθρωπογνωσίας. Ανιδιοτελής, ακέραιος και αφιλόδοξος, εξ ιδιοσυγκρασίας και εκ πεποιθήσεως. Ουδέποτε επεζήτησε το χειροκρότημα και την κοινωνική ανάδειξη. Μακριά από ιδεολογικοπολιτικές «παρεούλες» (δεν ήταν ούτε δεξιός ούτε αριστερός ούτε ανήκε σε κανένα άλλο πολιτικό χώρο) και μακριά από «κονκλάβια» που κρίνουν ποιος αξίζει και ποιος όχι. Μακριά από «έξυπνες» δημόσιες σχέσεις και από ανταποδοτικές αναγνωρίσεις (παίνεψέ με για να σε παινέψω ή κάνε μου like για να σου κάνω, για να μιλήσουμε και με όρους της εποχής κ.λ.π.). Όπως είχε γράψει κάποτε σε μια επιστολή του: «η σπουδαιότητα αποστρέφεται την σπουδαιοφάνεια. Τίποτε πιο συγκλονιστικό από το φως στον κόσμο μας και όμως πόσο αθόρυβα περιπτύσσεται τα εγκόσμια όντα!». Ταγμένος, «όχι από εκλογή αλλά από κατασκευή», στη μακρά και επίμοχθη διαδικασία της αυτεπίγνωσης. Στην ηρωϊκή «γιγαντομαχία με το Μηδέν» και τη «μελέτη Θανάτου» (για να θυμηθούμε και τον Πλάτωνα). Αφιερωμένος δια βίου στην απεγνωσμένη αλλά και εκστατική διαδικασία της απόπειρας κατάκτησης του Όντος και στην προσπάθεια να φωτίσει την άβυσσο της ανθρώπινης υπόστασης, αναζητώντας της «φοβερής κατανόησης την έξοδο» (όπως θα έλεγε κι ο Ρίλκε). Αφοσιωμένος στη μεγαλειωδώς τραγική και υπέροχα περίτρομη απόπειρα εξήγησης του Ανεξήγητου και εκφράσεως του Ανέκφραστου. Πάντοτε στο μέτρο του ανθρωπίνως δυνατού και έχοντας παράλληλα βαθειά συναίσθηση των ορίων του και βεβαίως της θνητότητάς του. «Είμαστε θνητοί αλλά όχι περιττοί» λέει σε ένα από τα γνωμικά του.

Ήταν πάντοτε έτοιμος να δει και να ακούσει (με τους οφθαλμούς και τα ώτα της ψυχής) κάθε πρόβλημα συνανθρώπου του και να δώσει την κατάλληλη συμβουλή ή – όταν έπρεπε – απλώς να σωπάσει, αφού συχνά η σιωπή είναι ο εμβριθέστερος Λόγος. Απλός και προσιτός απέναντι σε όλους (δεν δεχόταν τον όρο «αυθεντία» ούτε για τον εαυτό του ούτε για κανέναν άλλον). Στιβαρός και ταυτόχρονα λεπταίσθητος. Ανθρωποκεντρικός και ταυτόχρονα μεταφυσικός (όχι με την έννοια του θρησκευτικού, αλλά με την έννοια του μυστηριακού και ανερμήνευτου). Όπως ανέφερε ο ίδιος, χαρακτηριστικά: «Άνθρωπος είναι το ον που ερωτά. Βάθος του ανθρώπου το βάθος του ερωτήματος. Έσχατο ερώτημα το ερώτημα περί του Όντος».

Ήταν στενότατος φίλος και συνοδοιπόρος με τον σημαντικότατο Έλληνα φιλόσοφο, στοχαστή, δοκιμιογράφο και μεταφραστή φιλοσοφικών έργων, Χρήστο Μαλεβίτση (ο τελευταίος δεν εξέδιδε τίποτα εάν προηγουμένως δεν το έβλεπε και δεν του έλεγε την άποψή του ο Μάρκος Θεοδωράκης), με τον σπουδαίο ποιητή, Γιώργο Σκουρογιάννη (άγνωστο στο ευρύ κοινό), με τον λαμπρό συγγραφέα, φιλόλογο και βιβλιοκριτικό, Παναγιώτη Βρεττάκο, ο οποίος υπήρξε συγγενής και πνευματικός συνοδοιπόρος του γνωστού και σημαντικού ποιητή, Νικηφόρου Βρεττάκου, με τον ποιητή και φιλόλογο, Λουκά Κούσουλα, τον διακεκριμένο καθηγητή καρδιολογίας (και λογοτέχνη), Παύλο Τούτουζα, κ.α. Με αυτούς και με ορισμένους ακόμη, είχε συνδημιουργήσει έναν κύκλο πνευματικών ανθρώπων, μικρό αριθμητικώς αλλά μεγάλο ουσιαστικώς.

Ο Μάρκος Θεοδωράκης, έβδομος υιός αγροτικής οικογένειας, γεννήθηκε στο Ρέθυμνο (χωριό Αγ. Ιωάννης, Αγ. Βασιλείου) στις 30 Ιανουαρίου 1930. Σπούδασε Κλασσική Φιλολογία στον Πανεπιστήμιο Αθηνών κατά τα έτη 1951- 1955 και έκτοτε εργάστηκε κυρίως στη Φροντιστηριακή Εκπαίδευση.

Ήταν παντρεμένος και πατέρας ενός γιου, του Άλκη Θεοδωράκη, επίσης αξιόλογου φιλόλογου και μεταφραστή.

ΕΡΓΟ

Ευτυχώς, για όσους δεν γνώρισαν τον Μάρκο Θεοδωράκη αλλά και για όσους θα ήθελαν να τον γνωρίσουν καλύτερα, υπάρχουν τα βιβλία του, τα οποία αποφάσισε να εκδώσει σε μεγάλη ηλικία (κατόπιν πίεσης από τη σύζυγό του). Βιβλία γεμάτα υπέρπυκνο, ποιητικό λόγο, οριακό λυρισμό και εναρμόνια δωρικότητα, διέκταση νοημάτων και βαθύτατη υπαρξιακή προβληματική, καθώς και συλλήψεις που συχνά μοιάζουν να υψώνονται σε μεταφυσική νομοθεσία. Βιβλία που για ανήσυχες συνειδήσεις πρέπει να αποτελούν σημείο αναφοράς. Όπως έχει πει ο ίδιος: «Δεν ερχόμαστε για να ευτυχήσουμε. Ερχόμαστε για να υπάρξουμε». Στο πλαίσιο της ύπαρξης, όμως, οι πνευματικές κατακτήσεις είναι αυτές που προσφέρουν στιγμές φωτός και ευδαιμονίας (από την άποψη της εσωτερικής πληρότητας). Έστω κι αν αυτές είναι προϊόν απελπισμένης μάχης και επώδυνων και επικίνδυνων εσωτερικών διαδρομών. Ούτως ή άλλως, όπως έχει γράψει: «ίσως η πληρέστερη μορφή ελευθερίας είναι η ελευθερία της απόγνωσης. Αλλά είναι αιματηρή ελευθερία».

Στα έργα του περιλαμβάνονται αποφθέγματα, δοκίμια στοχασμού και λόγου, ερμηνευτικά και κριτικά δοκίμια, με τα οποία διερευνά, μεταξύ άλλων, το πρόβλημα της υπερατλαντικής Υπερδύναμης, αναλύει την εσωτερικότητα της Επανάστασης και του Πολέμου, όχι τόσο από την άποψη της κοινωνιολογίας, όσο από την άποψη της Οντολογίας και της Μεταφυσικής. Εντοπίζει το ενδότερο νόημα της Ελληνικότητας. Προσεγγίζει τον Χριστιανισμό με κριτική αλλά όχι αντιχριστιανική διάθεση, εικονογραφεί τον ιστορικό ηγέτη κ.λ.π. Επίσης, διερευνά το πρόβλημα του Κακού (και ειδικότερα το ιστορικό κακό, το οντολογικό κακό, το μεταφυσικό κακό, το κοινωνικό κακό και το φυσικό κακό). Παράλληλα, κυρίως στα τελευταία του πονήματα, κάνει βαθιές και πολυεπίπεδες προσεγγίσεις (εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια) σε έργα μεγάλων αρχαίων ποιητών, τραγικών και λυρικών (Αισχύλου, Σοφοκλέους, Πινδάρου), καθώς και ιστορικών (του μέγιστου Θουκυδίδη) κ.λ.π.

Tα κυριότερα συγγράματά του είναι:

– Διαδρομή στον χρόνο (εκδόσεις Αρμός)

– Εσπερινή Μονωδία (εκδ. Αρμός, 2013).

– Λογοτεχνικές επιλογές (ερμηνευτικά δοκίμια)

– Ιστορικές τομές (εκδόσεις Κάκτος 2004),

– Πινδάρου (Επίνικοι) (εκδ. Πάπυρος 2008).

– Θουκυδίδου (Δημηγορίες) (εκδ. Κάκτος 2009).

– Σοφοκλέους (τα χορικά) (εκδ. Κάκτος 2009).

– Αισχύλου (τα χορικά) (εκδ. Αρμός 2012).

– Υποσκιάσεις (εκδ. Αρμός 2014)

Αντί επιλόγου, παραθέτουμε απόσπασμα (από τα βιβλία του, «Αισχύλου: Τα χορικά» και «Σοφοκλέους, Τα χορικά»):

«Αιματοβριθής είναι η ελληνική τραγωδία, το οριακό επίτευγμα των αιώνων. Αίμα ρέει στον Οιδίποδα, τύρρανο. Αίμα στους Επτά επί Θήβας. Αιμόφυρτες είναι οι Βάκχες. Αλλά η τραγική ποίηση δεν είναι αιμοχαρής. Εδώ το αίμα έχει άλλη αποστολή. Είναι αποκάλυψη του εσχάτου. Θέτει το αίμα κάτω από την οριακή εποπτεία του θείου. Πίσω από τον ανθρώπινο πόνο, την οδύνη και το αίμα, παρευρίσκεται ο παντοδύναμος Δίας. Κινεί τα εγκόσμια νήματα η Μοίρα. Το βαρύ ανθρώπινο πεπρωμένο. Με το τελετουργικό κύρος της η Τραγωδία μεταβάλλει σε ενόραμα τα τραγικά όρια του ανθρώπου. Κατέρχεται στα σκοτεινά έγκατα της οντολογίας μας. Φωτίζει τις έσχατες πτυχές της ύπαρξής μας. Διακινεί τον ακραίο τρόμο. Συγκλονίζει με το πυκνό ρίγος του εσχάτου. Η ελληνική τραγωδία είναι μυητική τελετουργία. Θέτει τον άνθρωπο απέναντι στη μοίρα του. Δεν θωπεύει. Ανασκάπτει. Όσοι αποζητούν ευχάριστο θέαμα ή ακρόαμα ας αγνοήσουν την Τραγωδία. Η Αντιγόνη και η Ηλέκτρα δεν είναι αισθηματικές δεσποινίδες. Είναι αυτοπρόσωπη η θεά Δίκη».

«Κινούμενη ως το ακραίο διαβάθμιση ο βίος! Κλίμακα από το μηδέν ώς το άπαν. Οι κορυφές δυσπρόσιτες. Ολίγοι οι ορειβάτες. Ο ολιγομαθής αρκείται στο ολίγο, ο ευρυμαθής στο πολύ. Τον βαθύνοο ελαύνει το βαθύ, τον σοφό το Όλον. Το Όλον δεν έχει όρια. Τα διευρύνει συνεχώς ο αγώνας της υπέρβασης. Ενίοτε η αγωνία της αυτοϋπέρβασης. Σταδιοδρόμοι είναι οι άνθρωποι. Σταδιοδρόμοι οι ποιητές, οι φιλόσοφοι, οι καλλιτέχνες, οι σοφοί. Οι πάντες. Μόνο το παν εξαντλεί τις οριακές εφέσεις. Προσδίδει γαλήνη και όλβο. Κομίζει δικαίωση. Υψώνει τον άνθρωπο στο ακραίο όριο της ευθύνης του. Τον αληθοποιεί και τον ουσιώνει».