«Ο Παρθενώνας δεν είναι το σώμα μιας θείας μετάληψης από το οποίο καθένας θα πρέπει να πάρει ένα κομμάτι. Είναι μια ολότητα γεννημένη σε έναν συγκεκριμένο χρόνο, χώρο και περιβάλλον, κάτω από ένα συγκεκριμένο φως. Και όλοι οι άνθρωποι κάτω από αυτό το φως και τον αέρα και το περιβάλλον θα πρέπει να επισκέπτονται τον Παρθενώνα και να αναβαπτίζονται στις ρίζες τους. Δεν είναι λοιπόν μόνο η Πολιτεία, δεν είναι μόνο το μουσείο, το οποίο διεκδικεί την επιστροφή, είναι το ίδιο το μνημείο, ο Παρθενώνας, το σώμα-σύμβολο που ζητά τα μέλη του πίσω».

Κεφάλι αλόγου από το άρμα της Σελήνης, από το ανατολικό αέτωμα του Παρθενώνα, στο Βρετανικό Μουσείο

Ο καθηγητής Αρχαιολογίας Νίκος Σταμπολίδης, στην πρώτη του αποκλειστική συνέντευξη στο ΒΗΜΑgazino ως ο πρώτος Γενικός Διευθυντής του Μουσείου Ακρόπολης, είχε μιλήσει για το ζήτημα της επανένωσης των Γλυπτών, το οποίο βρίσκεται πλέον υψηλά στην ατζέντα της κυβέρνησης.

Η Ειρήνη Σταματούδη, καθηγήτρια Δικαίου Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Δικαίου Πολιτιστικής Κληρονομιάς στη Νομική Σχολή Πανεπιστημίου Λευκωσίας και μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού για τα Μάρμαρα του Παρθενώνα, και ο Αγγελος Χανιώτης, καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας στο Ινστιτούτο Προηγμένων Μελετών του Πρίνστον, καταθέτουν τις απόψεις τους πάνω στις τελευταίες εξελίξεις.

Τα Γλυπτά του Παρθενώνα: πολιτική, όχι πυροτεχνήματα

Ο κ. Aγγελος Χανιώτης είναι καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας στο Ινστιτούτο Προηγμένων Μελετών του Πρίνστον.

Τα Γλυπτά του Παρθενώνα ήρθαν πάλι στο προσκήνιο, αφενός επειδή η UNESCO για πρώτη φορά ζήτησε ευθέως την επιστροφή τους στην Ελλάδα και αφετέρου επειδή ο Πρωθυπουργός έθεσε αυτό το αίτημα στον βρετανό συνάδελφό του. Οσοι θεώρησαν ότι αυτές οι ειδήσεις μάς φέρνουν κοντύτερα στην επανένωση των Γλυπτών του Φειδία, μάλλον θα πρέπει να προσγειωθούν στην πραγματικότητα. Πρώτον, από τον κ. Τζόνσον δεν υπήρξε θετική ανταπόκριση. Δεύτερον, η γνώμη του δεν μετράει, δεδομένου ότι αρμοδιότητα για τα Γλυπτά δεν έχει η βρετανική κυβέρνηση αλλά οι επίτροποι του Βρετανικού Μουσείου. Τρίτον, τα ψηφίσματα της UNESCO έχουν την ίδια αποτελεσματικότητα με τις εκκλήσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για το Κυπριακό· καμία. Η χλιαρή διαμαρτυρία UNESCO για τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας – αναγνωρισμένου μνημείου της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς – σε τζαμί δεν έφερε αποτέλεσμα. Τέταρτον, το αφτί του Βρετανικού Μουσείου δεν ιδρώνει από τα ψηφίσματα της UNESCO. Στην ιστοσελίδα του διαβάζουμε: «Το Βρετανικό Μουσείο έχει μακρά ιστορία συνεργασίας με την UNESCO και θαυμάζει και υποστηρίζει το έργο της. Ωστόσο, το Βρετανικό Μουσείο δεν είναι κυβερνητικός οργανισμός. Οι επίτροποί του έχουν τη νομική και ηθική ευθύνη να διατηρήσουν και να συντηρήσουν το σύνολο των συλλογών που έχουν υπό τη φροντίδα τους και να τις καταστήσουν προσιτές στο παγκόσμιο κοινό. Οι επίτροποι επιθυμούν να ενισχύσουν τις υπάρχουσες καλές σχέσεις με συναδέλφους και ιδρύματα στην Ελλάδα και να διερευνήσουν συνεργασίες απευθείας μεταξύ ιδρυμάτων, όχι σε διακυβερνητική βάση. Γι᾿ αυτό πιστεύουμε ότι η ανάμειξη της UNESCO δεν είναι η καλύτερη πορεία προς τα εμπρός».

Πρόοδος στο θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα θα υπάρξει με ρεαλιστική πολιτική, όχι με πυροτεχνήματα. Μια ρεαλιστική πολιτική πρέπει να λάβει υπόψη της τον λόγο για τον οποίο το Βρετανικό Μουσείο, παρά της πιέσεις της κοινής γνώμης, παρά την απουσία επιστημονικών, νομικών και ηθικών ερεισμάτων, αρνείται να συζητήσει την επανένωση των Γλυπτών, αν δεν του αναγνωρισθεί πρώτα η κυριότητα. Αν παραχωρούσε τα Γλυπτά με τρόπο που θα δημιουργούσε την οποιαδήποτε υπόνοια ότι τα κατέχει παράνομα, θα δημιουργούσε προηγούμενο που θα έθετε σε αμφισβήτηση τη νομιμότητα των συλλογών που απέκτησε πριν από τη διαμόρφωση διεθνών κανόνων για το δίκαιο των αρχαιοτήτων. Αυτό είναι θέμα επιβίωσης για το Βρετανικό Μουσείο. Θυμίζω ότι τον Μάιο του 2005 το Ανώτατο Δικαστήριο της Αγγλίας και της Ουαλίας απαγόρευσε στο Βρετανικό Μουσείο την επιστροφή 4 έργων τέχνης που αποδεδειγμένα είχαν λεηλατηθεί από τους Ναζί· θεώρησε ότι ο νόμος που προστατεύει τις συλλογές του Βρετανικού Μουσείο είναι ανώτερος από οποιαδήποτε «ηθική υποχρέωση». Για αυτόν τον λόγο – και παρά τα τεκμήρια ότι ο Ελγιν απέσπασε τα Γλυπτά παράνομα – η νομική τους διεκδίκηση από την ελληνική κυβέρνηση θα ήταν ριψοκίνδυνη υπόθεση. Ενώ από ηθική και επιστημονική άποψη τα πράγματα είναι ξεκάθαρα – ο Ελγιν προχώρησε σε πραγματική λεηλασία -, στη νομική διεκδίκηση ελλοχεύουν κίνδυνοι. Μια δικαστική απόφαση υπέρ της Ελλάδας για πράξεις που συντελέστηκαν πριν από τη θέσπιση διεθνών κανόνων για την προστασία των αρχαιοτήτων είναι αμφίβολη, γιατί θα αποτελούσε νομικό προηγούμενο με επιπτώσεις για όλα τα μουσεία που απέκτησαν τις συλλογές τους τον 18ο και τον 19ο αιώνα.

O ποτάμιος θεός Ιλισσός, γλυπτό που ο λόρδος Ελγιν αφαίρεσε από τον Παρθενώνα

Επί σαράντα χρόνια το ζήτημα της επανένωσης των Γλυπτών βρίσκεται σε αδιέξοδο, με την ελληνική πλευρά να λέει «δώστε πίσω τα κλεμμένα» και τη βρετανική να απαντάει «δεν σας μιλάω, αν δεν αναγνωρίσετε ότι τα κατέχω νόμιμα». Αν το θέμα δεν τεθεί σε νέα βάση, η Ελλάδα θα συνεχίσει να έχει το δίκιο με το μέρος της και το Βρετανικό Μουσείο τα Γλυπτά στις αίθουσές του. Νέα βάση είναι να δοθεί προτεραιότητα όχι σε νομικά επιχειρήματα αλλά στην ακεραιότητα ενός έργου τέχνης με τεράστια σημασία για τον ανθρώπινο πολιτισμό. Με αυτό το πνεύμα, το σύνθημα των διεθνών επιτροπών για τα Γλυπτά του Παρθενώνα είναι Marbles United, όχι Marbles Returned: επανένωση, όχι επιστροφή. Η εμμονή στην προβολή του θέματος ως εθνικής διεκδίκησης είναι κατά τη γνώμη μου αδιέξοδη. Η μέχρι σήμερα αντιδικία ανάμεσα σε ένα κράτος κι ένα μουσείο πρέπει να γίνει θέμα συνεργασίας ανάμεσα σε δύο μουσεία: το Μουσείο Ακρόπολης και το Βρετανικό Μουσείο. Ενας τρόπος για να γίνει αυτό είναι να ορίσει η επιτροπή πολιτιστικών υποθέσεων της Βουλής, με υπερκομματική στήριξη, επιτροπή από έλληνες και ξένους εμπειρογνώμονες που θα εξετάσει, σε συνεργασία με τα δύο μουσεία, την ενδεδειγμένη οδό για την επανένωση των Γλυπτών, όχι ως αίτημα της Ελλάδας, αλλά ως αίτημα του πολιτισμένου κόσμου. Δεν μπορώ να προδικάσω το αποτέλεσμα τέτοιων επαφών, αλλά λύσεις μπορούν να βρεθούν ευκολότερα, όταν το ζήτημα δεν είναι εθνική διεκδίκηση, αλλά συνεργασία δύο ιδρυμάτων. Το 2006 ένα μικρό θραύσμα από τη ζωφόρο του Παρθενώνα που βρισκόταν στην κατοχή του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης δεν «επιστράφηκε», δεν «δόθηκε ως δάνειο», αλλά «δωρήθηκε» στο Μουσείο της Ακρόπολης· η πράξη της δωρεάς, της μεταβίβασης κυριότητας, απήλλαξε το Πανεπιστήμιο από κάθε υποψία παρανομίας και το θραύσμα βρήκε μόνιμα τη θέση του στη ζωφόρο.

Μια πολιτική προϋποθέτει προτεραιότητες. Για μένα προτεραιότητα έχει η ενοποίηση των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα, πέρα από συναισθηματισμούς, πόλεμο εντυπώσεων και εγκλωβισμούς σε νομικά επιχειρήματα.

***

Τα Μάρμαρα του Παρθενώνα και η επίσκεψη του Πρωθυπουργού στο Λονδίνο

Η κυρία Ειρήνη Σταματούδη είναι καθηγήτρια Δικαίου Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Δικαίου Πολιτιστικής Κληρονομιάς, Νομική Σχολή Πανεπιστημίου Λευκωσίας. Μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού για τα Μάρμαρα του Παρθενώνα.

Το ζήτημα των Μαρμάρων του Παρθενώνα ετέθη στην UNESCO το 1984. Στη συνέχεια (1987) μπήκε στην ατζέντα της Διακυβερνητικής Επιτροπής της UNESCO για τις Επιστροφές Πολιτιστικών Αγαθών στις Χώρες Προέλευσής τους. Αυτή είναι μία ειδικότερη επιτροπή που χειρίζεται υποθέσεις που δεν εμπίπτουν στο χρονικό πλαίσιο της «Σύμβασης της UNESCO του 1970 για την παρεμπόδιση και πρόληψη της παράνομης εισαγωγής, εξαγωγής και μεταφοράς κυριότητας πολιτιστικών αγαθών». Από την ατζέντα αυτής της Επιτροπής έχουν περάσει πλείστες υποθέσεις και μέχρι πρόσφατα επιλύονταν όλες πλην αυτής των Μαρμάρων. Σχεδόν κάθε δύο χρόνια Ελλάδα και Βρετανία συζητούν το θέμα στο πλαίσιο της Επιτροπής και εκδίδεται μία Σύσταση.

Πριν από λίγο καιρό η Διακυβερνητική Επιτροπή για πρώτη φορά, εκτός από τη συνηθισμένη Σύστασή της, εξέδωσε και Απόφαση με την οποία καλεί τη Βρετανία να προσέλθει σε καλόπιστο διάλογο με την Ελλάδα για το ζήτημα των Μαρμάρων του Παρθενώνα. Αυτή είναι μία σαφής ενέργεια διεθνούς στήριξης.

Ο λόγος της διαφορετικής στάσης είναι ότι οι συζητήσεις Ελλάδας – Βρετανίας είναι (από την πλευρά της Βρετανίας) προσχηματικές. Δεν έχει υπάρξει όλα αυτά τα χρόνια καμία σημαντική πρόοδος. Οι Βρετανοί επιμένουν στα ακόλουθα σημεία: α) θεωρούν ότι το Βρετανικό Μουσείο είναι ένα «παγκόσμιο μουσείο» που οφείλει να περιλαμβάνει δείγματα διαφορετικών πολιτισμών ώστε να μπορεί ο επισκέπτης να κάνει συγκρίσεις μεταξύ τους· β) ισχυρίζονται ότι τα αποκομμένα από τον Παρθενώνα αρχιτεκτονικά μέλη μπορούν να σταθούν ανεξάρτητα από το μνημείο ως Γλυπτά· γ) δεν επιθυμούν την εμπλοκή της UNESCO αλλά προσπαθούν να υποτιμήσουν το ζήτημα σε επίπεδο μουσείων και όχι κρατών, ώστε να το περιθωριοποιήσουν· δ) έχουν χαρακτηρίσει τα Μάρμαρα του Παρθενώνα ως βρετανική πολιτιστική κληρονομιά (!). Τα σημεία αυτά βλέπουμε να επανέρχονται σε όλες τις βρετανικές απαντήσεις τα τελευταία χρόνια, συμπεριλαμβανομένης και της τελευταίας.

Ορισμένα από τα Γλυπτά του Παρθενώνα, όπως εκτίθενται στο Βρετανικό Μουσείο

Οι ελληνικές απαντήσεις διαχρονικά υπήρξαν συνεπείς – αν και όχι πάντοτε το ίδιο επίμονες και σθεναρές. Εδώ και χρόνια η Γενική Συνέλευση της UNESCO ψήφισε ότι το ζήτημα δεν θα βγει από την ατζέντα της Διακυβερνητικής Επιτροπής μέχρι να επιλυθεί. Συνεπώς η διαφορά θα συνεχίζει να είναι διακρατική, και όχι διαφορά μεταξύ μουσείων, όπως διακαώς επιζητεί η Βρετανία, και όπως ανέφερε στις 16 Νοεμβρίου η Downing Street στη δήλωσή της για το ζήτημα.

Πριν από λίγες ημέρες ο Πρωθυπουργός από το βήμα της UNESCO επανέφερε το αίτημα της Ελλάδος για διάλογο με τη Βρετανία και έθεσε το ζήτημα στον Μπόρις Τζόνσον κατά την επίσκεψή του στο Λονδίνο. Πρόκειται για ορθή και επιβεβλημένη κίνηση. Υπάρχει μία συνεχής καθημερινή πίεση με την εργασία που γίνεται σε επίπεδο υπηρεσιών και διαμόρφωσης της κοινής γνώμης (υπουργείο Πολιτισμού, Μουσείο Ακρόπολης, Συμβουλευτική Επιτροπή Μαρμάρων, κ.λπ.). Ζητήματα όμως τέτοιου βεληνεκούς απαιτούν παράλληλα παρεμβάσεις υψηλού κύρους.

Το 2013 η Ελλάδα είχε ζητήσει από την UNESCO να υποβάλει αίτημα προς τη Βρετανία να ξεκινήσει διαμεσολάβηση μεταξύ των δύο χωρών. Η UNESCO το έπραξε αλλά η Βρετανία το 2015 (19 μήνες αργότερα!) απέρριψε οποιαδήποτε προσπάθεια διαμεσολάβησης. Παρά την απόρριψη, η κίνηση αυτή είχε πολλά θετικά. Για πρώτη φορά η UNESCO δεχόταν από κράτος-μέλος μία αρνητική απάντηση στο πλαίσιο της εν λόγω Επιτροπής. Το γεγονός αυτό ξένισε τα άλλα κράτη-μέλη και υποχρέωσε τη Βρετανία να απολογηθεί δημοσίως για την απάντησή της σε επίσημη επιστολή που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του Βρετανικού Μουσείου. Λόγω της καθυστέρησης αυτής πολλά από τα κράτη-μέλη της Διακυβερνητικής Επιτροπής αντέδρασαν με δημόσιες τοποθετήσεις τους. Αυτό περιλάμβανε και χώρες παραδοσιακά ουδέτερες, όπως η Ελβετία. Στο τέλος ψήφισαν ομόφωνα ότι, σε περιπτώσεις τέτοιων προσκλήσεων, η καλή πίστη υπαγορεύει προθεσμία απάντησης το πολύ 6 μηνών. Εξέθεσαν έτσι τη Βρετανία που ως τότε δεν είχε απαντήσει και την υποχρέωσαν στο τέλος να στείλει γραπτώς τις θέσεις της.

Χαρακτηριστικό είναι ότι η επιχειρηματολογία της Βρετανίας όλα αυτά τα χρόνια (όπως άλλωστε και της Ελλάδας) έχει εξελιχθεί. Η Βρετανία δεν ισχυρίζεται πλέον ότι μία τέτοια επιστροφή θα άνοιγε τους ασκούς του Αιόλου και θα άδειαζε το Βρετανικό Μουσείο από τις συλλογές του. Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει αρκετές επιστροφές από βρετανικά μουσεία σε τρίτες χώρες, συμπεριλαμβανομένου και του ιδίου του Βρετανικού Μουσείου που στεγάζει τα Μάρμαρα. Παραδείγματα αποτελούν η επιστροφή (με τη μορφή διαρκώς ανανεούμενου δανείου) της μάσκας Kwakwaka’wakw στο Αλέρτ Μπέι (Βρετανική Κολομβία) του Καναδά από όπου την είχαν αφαιρέσει οι Αγγλοι το 1921. Μία άλλη περίπτωση είναι τα λεγόμενα πιόνια σκακιού του Λιούις που βρέθηκαν στη Σκωτία, πριν απομακρυνθούν από τους Αγγλους. Το Βρετανικό Μουσείο υπογραμμίζει ωστόσο το αφήγημα του «παγκόσμιου μουσείου» που επινοήθηκε το 2002, το οποίο όμως δεν έχει έρεισμα ούτε στον νόμο ούτε στην επιστήμη. Σε δήλωσή του πριν από λίγες ημέρες ανέφερε ότι «(οι) Επίτροποι πιστεύουν ακράδαντα ότι συνιστά θετικό πλεονέκτημα και δημόσιο όφελος το να είναι τα Γλυπτά μοιρασμένα μεταξύ δύο σπουδαίων μουσείων, με το καθένα να διηγείται συμπληρωματική, αλλά διαφορετική ιστορία». Η αλήθεια είναι ότι δύσκολα μπορεί κανείς να βρει δικαιολογία γιατί τα γλυπτά να βρίσκονται τεμαχισμένα και χωρισμένα μεταξύ (κυρίως) δύο μουσείων αντί να εκτίθενται ενιαία στον τόπο προέλευσής τους. Η προτίμηση του κατακερματισμού έναντι της επανένωσης βαίνει αντίθετα προς τη λογική και σε καμία περίπτωση δεν υπηρετεί τις βασικές αρχές προστασίας της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.

Σε ζητήματα όπως αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό η πίεση να διατηρείται υψηλή και συνεχής. Η υποβολή του αιτήματος εκ νέου από τον Πρωθυπουργό αποδεικνύει ότι έχει διάρκεια στον χρόνο, έχει ηθικό έρεισμα και κυρίως έχει μεγάλη σημασία για τους Ελληνες. Και όπως επίσης σωστά αναφέρθηκε, το ζήτημα των Μαρμάρων «δεν είναι κατά βάση ζήτημα μόνο νομικό, είναι πρωτίστως ζήτημα αξιακό και πολιτικό».