Μπορεί κάποιος καλύτερα; Απαντά κανείς στο ερώτημα και χωρίς να αυτοξιολογηθεί. Και να μην μπορείς εσύ καλύτερα, αρκεί να μπορεί ο άλλος χειρότερα. Και να χάνει στροφές η κυβέρνηση, αρκεί να υπάρχει μια αντιπολίτευση που αυτοαναιρείται ως αξιόπιστη εναλλακτική λύση. Αρκεί στο φάλτσο της Ικαρίας του ενός, ο άλλος να «αποδέχεται το ρίσκο» της διασποράς του ιού στις διαδηλώσεις. Ή φτάνει, όταν στο οργανωμένο έγκλημα οι σφαίρες πέφτουν σαν το χαλάζι, ο άλλος να δείχνει πως δεν αγωνιά για την ασφάλεια των πολιτών αλλά για τους μπαχαλάκηδες των πανεπιστημίων.
Είναι μια δημοσκοπική εικόνα που η αντιπολίτευση προσπαθεί να ξορκίσει με «θεσμικές παρεμβάσεις» – δεν φταίμε εμείς, φταίνε οι δημοσκόποι και, όπως πάντα, τα μέσα ενημέρωσης που όχι μόνο δεν καταγγέλλουν την κυβέρνηση, αλλά παίζουν και δημοσκοπήσεις. Κάπως έτσι ένα πολιτικό αδιέξοδο μετατρέπεται σε υπαρξιακό. Αυτός που ναρκισσευόταν κάποτε με το ηθικό του πλεονέκτημα έχει εγκλωβιστεί σήμερα σε ένα είδος αυτοαναφορικής μειονεξίας. Τι μένει; Τίποτε περισσότερο από κάτι που ακούγεται σαν αντιπολιτευτική γκρίνια για ό,τι περπατάει και ό,τι πετάει – ε όχι και ευέλικτο ωράριο, ε όχι και να ψηφίζουν όλοι οι απόδημοι, ε όχι και ο Dior στην τσιμεντοφορούσα Ακρόπολη.
Ακόμη χειρότερα, η αντιπολίτευση κατατρύχεται από την ίδια μειονεξία στο πεδίο της θετικής ατζέντας. Γίνεται πράσινη; Ο άλλος βάφει πράσινο ολόκληρο το Αιγαίο. Προπαγανδίζει τις θαυματουργές ιδιότητες της θεραπευτικής κάνναβης; Ο άλλος τρέχει να τη μετατρέψει σε εθνική βιομηχανία. Κάθεται και συντάσσει ένα πλουσιοπάροχο οικονομικό πρόγραμμα; Είναι ο άλλος όμως που κρατά το κλειδί του Ταμείου Ανάκαμψης στα χέρια του. Γκολ αυτοί; Σέντρα εμείς, με το σκορ να είναι κάπου εκεί, στις δέκα μονάδες. Και αν πιστέψει κανείς τις δημοσκοπήσεις που δεν θέλει να πιστέψει η αντιπολίτευση, η διαφορά αρχίζει τώρα τελευταία να ανεβαίνει. Η ψαλίδα, λένε οι λιγότερο καχύποπτοι, ανοίγει.
Επιστρέφοντας στην ποδοσφαιρική αργκό της κερκίδας, το γήπεδο μοιάζει να έχει κατηφόρα. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν ισχύει το αρχικό ερώτημα: Μπορεί η κυβέρνηση καλύτερα έχοντας απέναντί της μια αντιπολίτευση που βρίσκεται σε εμφανή αδυναμία να ασκήσει την κατάλληλη πίεση για να την κάνει καλύτερη; Η αλήθεια είναι πως καμία κυβέρνηση δεν ποντάρει σε μια καλή αντιπολίτευση για να βελτιώσει τις επιδόσεις της. Αυτή πάντως ποντάρει στη μεταπανδημική ευφορία – στην πεποίθηση της κοινής γνώμης πως τα πράγματα ήταν τόσο άσχημα που δεν μπορεί παρά να γίνουν καλύτερα. Από αυτή την άποψη, η κυβέρνηση δεν έχει παρά να καβαλήσει το κύμα αυτής της μεταπανδημικής ευφορίας για να διατηρήσει την πολιτική της κυριαρχία στο δεύτερο μισό της θητείας της. Με τη βοήθεια ασφαλώς μιας αντιπολίτευσης που αποδεικνύει κάθε τόσο πως μπορεί πάντα χειρότερα.