Είναι μια από τις βασικές πλευρές της εξωτερικής πολιτικής του Τζο Μπάιντεν. Και ταυτόχρονα μία από τις πιο δύσκολες να εφαρμοστεί από το σύνολο των συμμάχων των ΗΠΑ. Και αυτό γιατί η προσπάθεια των ΗΠΑ να οξύνουν τον ανταγωνισμό με την Κίνα, κυρίως με το να περιορίζουν τη δυνατότητά της να έχει ανεμπόδιστες επενδυτικές και οικονομικές σχέσεις με τις άλλες «δυτικές» οικονομίες, προϋποθέτει ότι και οι άλλες χώρες είναι διατεθειμένες να προχωρήσουν σε μια τόσο σημαντική τομή.

Για τις ΗΠΑ η Κίνα εξελίσσεται σε μια ιδιότυπη «υπαρξιακή» οικονομική απειλή. Σε αντίθεση με μια ολόκληρη προηγούμενη φάση όπου ένα μεγάλο μέρος της αμερικανικής οικονομικής δραστηριότητας κινήθηκε θεωρώντας δεδομένες τις αυξανόμενες οικονομικές σχέσεις με την Κίνα, την αξιοποίησή της ως του «εργοστασίου του πλανήτη», της υποδοχής κινεζικών επενδύσεων αλλά και κινέζων φοιτητών και ερευνητών, τώρα τα πράγματα είναι διαφορετικά: η Κίνα προσδιορίζεται ως ένας στρατηγικός ανταγωνιστής των ΗΠΑ. Και αυτή η τοποθέτηση αποτελεί στοιχείο συνέχειας ανάμεσα στην κυβέρνηση Μπάιντεν και την κυβέρνηση Τραμπ.

Διάφορες δυναμικές κατατείνουν σε αυτή την κατεύθυνση: μέσα σε ένα όχι ιδιαίτερα μακρινό μέλλον η Κίνα θα έχει μεγαλύτερο ΑΕΠ από τις ΗΠΑ και άρα θα είναι η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη. Κάνει διαρκώς βήματα προόδου στην επιστημονική έρευνα και σταδιακά παύει να είναι μια χώρα που εισάγει τεχνολογικές καινοτομίες, αλλά αναζητά να βρεθεί στην επιστημονική πρωτοπορία. Προάγει, μέσα από τη στρατηγική «μία ζώνη – ένας δρόμος» τη δική της εκδοχή παγκοσμιοποίησης προσπαθώντας να διαμορφώσει και τα ανάλογα χρηματοδοτικά εργαλεία. Κάνει βήματα, σε συντονισμό με τη Ρωσία, στην κατεύθυνση μιας «ευρασιατικής ολοκλήρωσης», τόσο σε οικονομικό όσο και σε γεωπολιτική επίπεδο.

Συνολική ανάσχεση της Κίνας και όχι μόνο «εμπορικός πόλεμος»

Σε αυτό το φόντο, η αμερικανική στρατηγική αποσκοπεί σε ένα είδος «ανάσχεσης» της Κίνας, περισσότερο οικονομικής παρά γεωπολιτικής, με διάφορα μέσα: τον περιορισμό της πρόσβασης της Κίνας σε κρίσιμες τεχνολογίες που είναι απαραίτητες για την παραπέρα εξάπλωση των κινεζικών επιχειρήσεων και προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, την αποτροπή, άμεσα και έμμεσα χωρών από το να διευκολύνουν τις κινεζικές επενδύσεις, και την προσπάθεια να μην αναλαμβάνουν κινεζικές επιχειρήσεις μεγάλες επενδύσεις ιδίως σε ζητήματα υποδομών.

Το ενδιαφέρον στην τακτική της κυβέρνησης Μπάιντεν είναι ότι πηγαίνει πέρα από τη λογική του «εμπορικού πολέμου», που είχε επιλέξει η κυβέρνηση Τραμπ για ένα διάστημα. Ο λόγος είναι ότι ο «εμπορικός πόλεμος», που είχε αρνητικές επιπτώσεις και για αμερικανικές επιχειρήσεις, είναι μια αντιπαραθετική τακτική ανάμεσα σε χώρες που θέλουν να έχουν οικονομικές συναλλαγές αλλά με καλύτερους όρους. Δηλαδή, ορίζοντας της τακτικής Τραμπ, τουλάχιστον σε επίπεδο διακηρύξεων, ήταν στο τέλος του δρόμου η Κίνα να περιορίσει ως έναν βαθμό τις επιδοτήσεις προς δικά της προϊόντα και να άρει ορισμένα από τα εμπόδια που συναντούν αμερικανικά προϊόντα ή επενδύσεις στην κινεζική αγορά. Τώρα έχουμε να κάνουμε με μια πιο συνολική προσπάθεια να περιοριστεί η πραγματική κινεζική οικονομική παρουσία εκτός συνόρων και να ανακοπεί κατά το δυνατόν η ανοδική πορεία της κινεζικής οικονομίας. Η ρητορική Μπάιντεν μπορεί να μην έχει τις εξάρσεις του Τραμπ, αλλά σε επίπεδο στοχοθεσίας η πολιτική του ως προς τα οικονομικά είναι μεσοπρόθεσμα πιο επιθετική.

Η ανάγκη νομιμοποίησης της «ανάσχεσης» της Κίνας

Μια τέτοια τακτική, όμως, έχει δύο προϋποθέσεις: μια ισχυρή νομιμοποιητική βάση και δεύτερον έναν συντονισμένο διεθνή χαρακτήρα.

Ως προς την νομιμοποιητική βάση της νέας πιο συγκρουσιακής οικονομικής σχέσης με την Κίνα, αυτή δεν μπορεί να έρθει από το ίδιο το πεδίο της οικονομίας. Αντιλαμβανόμαστε ότι εάν μια χώρα υποστήριζε ότι έπρεπε να μπει φραγμός στην ανάπτυξη ή τις επενδύσεις μιας άλλης χώρας, επειδή θεωρεί ότι απειλεί να την υπερφαλαγγίσει οικονομικά, αυτό θα άνοιγε τους ασκούς του Αιόλου σε σχέση με τους «κανόνες του παιχνιδιού» στην παγκόσμια οικονομία.

Αυτό εξηγεί γιατί οι ΗΠΑ στράφηκαν σε δύο κατευθύνσεις για δικαιολογήσουν τα μέτρα που στοχοποιούν κινεζικές επιχειρήσεις. Η πρώτη αφορά τα ζητήματα «ασφάλειας» μέσα από την επιμονή ότι κινεζικές επενδύσεις σε πεδία όπως τα δίκτυα 5G, ιδίως αυτά που χρησιμοποιούν την τεχνολογία της Huawei, θα λειτουργήσουν ως μηχανισμοί κατασκοπίας και άρα θα υπονομεύσουν την ασφάλεια των χωρών υποδοχής. Αυτό ήταν κατεξοχήν «όπλο» που χρησιμοποιήθηκε αφενός για να περιοριστεί η επέκταση της Huawei αφενός για να σταματήσουν οι εξαγωγές τελευταίας γενιάς τσιπ προς την Κίνα – στη δεύτερη περίπτωση το βασικό επιχείρημα ήταν ότι τα τσιπ θα μπορούσαν να καταλήξουν να χρησιμοποιούνται και για στρατιωτικούς σκοπούς.

Η άλλη αφορά τα ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτό έχει εκφραστεί κυρίως σε σχέση με το πώς μεταχειρίζεται η Κίνα τη μειονότητα των Ουιγούρων για την οποία οι δυτικές κυβερνήσεις υποστηρίζουν ότι καταπιέζεται από την κινεζική κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένης και της απασχόλησης μελών της σε μορφές καταναγκαστικής εργασίας που ρητά απαγορεύονται από διεθνείς συμβάσεις. Αντίστοιχα, ως θέμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν αντιμετωπιστεί και οι αλλαγές σε σχέση το θεσμικό πλαίσιο του Χονγκ Κονγκ, μετά και την καταστολή των κινητοποιήσεων το 2019-2020.  Σε αυτό το πλαίσιο, διαμορφώνεται μια επιχειρηματολογία διεθνώς ότι όσο δεν υπάρχουν βήματα προόδου στα θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν μπορεί να υπάρχει και αναβάθμιση των οικονομικών σχέσεων. Αυτή είναι μια κατεύθυνση που προσπαθεί να επικοινωνήσει με την αυξανόμενη ευαισθησία για τέτοια θέματα σε επίπεδο «κοινωνίας των πολιτών».

Παράλληλα, οι ΗΠΑ δεν παραλείπουν να επικαλούνται και τα «παραδοσιακά» γεωπολιτικά θέματα, τόσο σε σχέση με την Ταϊβαν όσο και σε σχέση με τη Νότια Σινική Θάλασσα, όπου οι ΗΠΑ έχουν στείλει σκάφη του πολεμικού ναυτικού τους, στο όνομα της ελεύθερη ναυσιπλοΐας.

Η θέση της Ευρώπης

Ως προς τη διεθνή διάσταση ο Μπάιντεν πρέπει να πείσει τους Ευρωπαίους να τον ακολουθήσουν σε αυτή την πολιτική απέναντι στην Κίνα. Και αυτό γιατί οι Ευρωπαίοι, σε αντίθεση με άλλες σύμμαχες δυνάμεις των ΗΠΑ, όπως η Αυστραλία ή η Μεγάλη Βρετανία (που έχει και το ειδικό θέμα με το Χονγκ Κονγκ), δεν έχουν ακόμη αποφασίσει να ακολουθήσουν πλήρως την αμερικανική πολιτική.

Οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες δεν έχουν μέχρι τώρα υιοθετήσει μια ιδιαίτερα επιθετική ρητορική απέναντι στην Κίνα. Και παρότι οι κινεζικές επενδύσεις στην Ευρώπη δείχνουν να υποχωρούν, κάτι που έχει να κάνει και με την προσπάθεια της κινεζικής κυβέρνησης να περιορίσει τις εξαγωγές κεφαλαίων (κυρίως αυτές που χαρακτήρισε ως «παράλογες» ροές κεφαλαίων), εντούτοις υπάρχει απροθυμία για οριζόντιες απαγορεύσεις στη δυνατότητα των κινεζικών εταιρειών να επενδύουν στις ευρωπαϊκές υποδομές.  Αντίθετα, διαφορετικές χώρες έχουν υιοθετήσει διαφορετικές προσεγγίσεις σε σχέση με τις κινεζικές εταιρείες π.χ. σε ζητήματα όπως τα δίκτυα 5G.

Ιδιαίτερα η γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ δείχνει να μην συμφωνεί με την επιθετική ρητορική, που παραπέμπει στον Ψυχρό Πόλεμο, αν και άλλες πολιτικές δυνάμεις και στη Γερμανία, π.χ. οι Πράσινοι, ζητούν μια πιο «σκληρή» στάση απέναντι στην Κίνα.

Χαρακτηριστική των ταλαντεύσεων στην Ευρώπη είναι και η στάση σε σχέση με τη συμφωνία για τις επενδύσεις. Στο τέλος της περασμένης χρονιάς ολοκληρώθηκε με επιτυχία η διαπραγμάτευση ανάμεσα στην ΕΕ και την Κίνα για τη συμφωνία για τις επενδύσεις. Η συμφωνία αυτή δίνει συγκριτικά με πριν μεγαλύτερα περιθώρια παρουσίας ευρωπαϊκών  επιχειρήσεων στην κινεζική αγορά. Ωστόσο, έχουν υπάρξει μεγάλες αντιδράσεις και ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου κατά της κύρωσης της συμφωνίας, κυρίως στη βάση των ζητημάτων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της κατάστασης στο Χονγκ Κονγκ και επειδή το κείμενο της συμφωνίας δεν περιλαμβάνει επαρκείς εγγυήσεις ενάντια στην εξαναγκαστική εργασία Ουιγούρων σε στρατόπεδα επανεκπαίδευσης. Ούτως ή άλλως, η πρόσφατη αντιπαράθεση ΕΕ και Κίνας, με εκατέρωθεν κυρώσεις, γύρω από θέμα των Ουιγούρων είναι ενδεικτική μιας σχετικής επιδείνωσης του κλίματος.

Χαρακτηριστική της σχετικής υποχώρησης των ευρωκινεζικών σχέσεων, το γεγονός ότι η πρωτοβουλία «17+1» που περιλάμβανε 17 χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένων 12 κρατών-μελών της ΕΕ, δεν έχει πλέον την ίδια δυναμική και χώρες όπως η Λιθουανία την έχουν αποκηρύξει.

Ποια απάντηση στους «νέους δρόμους του μεταξιού»;

Ωστόσο, για να μπορέσει να ανακοπεί η κινεζική οικονομική επέκταση μέσω επενδύσεων, χρειάζεται να υπάρξει και μια απάντηση στη στρατηγική «μία ζώνη – ένας δρόμος», που για αρκετές χώρες και στην Ασία και σε άλλες περιοχές φάνταζε και φαντάζει ως ένας βολικός δρόμος για να υπάρξουν επενδύσεις αλλά και για να εξασφαλιστούν χρηματοδοτήσεις αυτών των επενδύσεων (παρά το γεγονός ότι η συγκεκριμένη πρωτοβουλία έχει επικριθεί ως μηχανισμός που επιτείνει φαινόμενα υπερχρέωσης).

Αυτό εξηγεί τη διαρκή προσπάθεια από την ευρωπαϊκή πλευρά να αναζητηθούν εναλλακτικές μορφές συμμαχιών για τη χρηματοδότηση και υλοποίηση μεγάλων έργων υποδομών, παρότι υπάρχει δρόμος μέχρις ότου βρεθούν οι καλύτεροι μηχανισμοί, ιδίως για το θέμα της χρηματοδότησης.