Από μια έκθεση που αφορά στην οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας και την αποτελεσματικότερη δυνατή αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων δεν μπορούσε να λείπει και ένα ειδικό κεφάλαιο για τον τομέα της Δικαιοσύνης. Η ειδική αυτή αναφορά είναι δικαιολογημένη, καθώς η ελληνική Δικαιοσύνη παραμένει ένας μεγάλος ασθενής, χρονίως πάσχων από διάφορες νόσους, οι οποίες έχουν γενικότερη αρνητική επίδραση επί των οικονομικών-αναπτυξιακών προοπτικών της χώρας.

Σε διαγνωστικό επίπεδο, οι σχετικές επισημάνσεις της Εκθεσης Πισσαρίδη είναι ακριβείς. Στο επίκεντρο της ανάλυσης τίθενται οι καθυστερήσεις στην έκδοση δικαστικών αποφάσεων. Δυστυχώς αυτές παραμένουν σοβαρές, παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια, ιδίως στα διοικητικά δικαστήρια (λ.χ. ο αριθμός εκκρεμών διοικητικών υποθέσεων είναι ακόμη ο υψηλότερος στην ΕΕ).

Ορθώς επισημαίνεται ότι οι καθυστερήσεις στην έκδοση των αποφάσεων δεν οφείλονται σε υποστελέχωση των δικαστηρίων. Τουναντίον, ο αριθμός των δικαστών μας είναι αναλογικά υψηλότερος από τον μέσο όρο της ΕΕ. Το 2017 η Ελλάδα είχε 26,5 δικαστές ανά 100.000 κατοίκους, έναντι 24,2 στη Γερμανία, 10,7 στην Ιταλία και 10,5 στη Γαλλία. Σύμφωνα με την Εκθεση, το πρόβλημα μάλλον έγκειται στην αναποτελεσματική κατανομή των δικαστών στους διάφορους βαθμούς: το ποσοστό των δικαστών που υπηρετεί στον πρώτο βαθμό είναι χαμηλότερο στην Ελλάδα σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ· λ.χ. το 2014 το 59% των δικαστών υπηρετούσε στον πρώτο βαθμό και το 9,5% στα ανώτατα δικαστήρια, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 70,6 και 5,3% στη Γαλλία, 74,9% και 4,6% στη Γερμανία, και 77,7% και 4,75 στην Ιταλία. Δεδομένου ότι οι περισσότερες δίκες λαμβάνουν χώρα στον πρώτο βαθμό, ένα χαμηλότερο ποσοστό δικαστών στον βαθμό αυτόν συνεπάγεται μεγαλύτερες καθυστερήσεις για το σύνολο του συστήματος. Βεβαίως, η υπερτροφία στην κορυφή της ιεραρχίας είναι χαρακτηριστικό που απαντά και σε άλλους θεσμούς της χώρας, όπως λ.χ. στον Στρατό.

Ενας επιπλέον καθοριστικός παράγοντας για τις καθυστερήσεις είναι η ελλιπής υποστήριξη των δικαστών από δικαστικούς υπαλλήλους. Ενώ κατά μέσο όρο στις χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης αντιστοιχούν 3,1 υπάλληλοι ανά δικαστή, η αντίστοιχη αναλογία λ.χ. για το Συμβούλιο της Επικρατείας είναι περίπου 0,5, δηλαδή μισός υπάλληλος ανά δικαστή. Εύστοχα συμπεραίνεται στην Εκθεση ότι η έλλειψη ικανού αριθμού δικαστικών υπαλλήλων δημιουργεί πρόσθετο φόρτο εργασίας για τους δικαστές, οι οποίοι συχνά πρέπει να ασχολούνται και με ζητήματα γραμματειακής φύσεως. Αυτό συμβαίνει, δυστυχώς, και στα ελληνικά πανεπιστήμια, αποβαίνει δε συνήθως εις βάρος της έρευνας και της συγγραφής.

Ορθώς επίσης παρατηρείται ότι οι καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης οφείλονται και στην πολυνομία και τις επικαλύψεις μεταξύ των διαφόρων νόμων, καθώς αυτές γεννούν συνεχώς δικαστικές διαφορές που επιβαρύνουν αχρείαστα το δικαστικό σύστημα.

Μία ακόμα σοβαρή παθογένεια εντοπίζεται στη δραματική υστέρηση που εμφανίζει ο χώρος της Δικαιοσύνης στην αξιοποίηση της ψηφιακής τεχνολογίας. Δυστυχώς, το ελληνικό δικαστικό σύστημα κατατάσσεται τελευταίο μεταξύ των 27 χωρών της ΕΕ ως προς τον βαθμό εισαγωγής πληροφοριακών συστημάτων και μηχανογράφησης. Οι συνθήκες της πανδημίας θα μπορούσαν να ευνοήσουν την ανάληψη άμεσων δράσεων προς αυτή την κατεύθυνση – αν υπάρχει ακόμη χρόνος και δεν έχει χαθεί το momentum.

Οι προτάσεις διόρθωσης των κακώς κειμένων, που περιέχονται στην Εκθεση, είναι μεν προς το παρόν υποτυπωδώς διατυπωμένες (αναμένεται να εμπλουτιστούν στην τελική εκδοχή της Εκθεσης), κινούνται ωστόσο προς τη σωστή κατεύθυνση:

Πρώτα και κύρια, προτείνεται η άμεση δημιουργία εξειδικευμένων τμημάτων στα δικαστήρια για υποθέσεις σημαντικού οικονομικού ενδιαφέροντος, με ανώτατο όριο 12 μηνών για την έκδοση απόφασης (στα τμήματα αυτά θα προεδρεύουν ειδικά κατηρτισμένοι δικαστές). Ορθώς όμως υπογραμμίζεται, συγχρόνως, ότι η δημιουργία τέτοιων εξειδικευμένων τμημάτων απαιτεί επανεξέταση του συστήματος κατάρτισης των δικαστών, τόσο με την εισαγωγή περισσότερων μαθημάτων οικονομικής φύσεως στη σχολή δικαστών όσο και με επιμορφωτικά σεμινάρια στη συνέχεια. Στο πλαίσιο αυτό προέχει, κατά τη γνώμη μου, η εισαγωγή εντατικών μαθημάτων οικονομικής ανάλυσης του δικαίου, αλλά και σύγχρονης φιλοσοφίας του δικαίου (με έμφαση στους μεγάλους σύγχρονους φιλοσόφους Ρολς, Ντουόρκιν, Χαρτ κ.λπ.) – στη Νομική Σχολή Αθηνών, εδώ και χρόνια, δίνουμε ιδιαίτερο βάρος στη θεραπεία αμφότερων των κλάδων αυτών, με ειδικά προπτυχιακά μαθήματα.

Επειτα, προτείνεται η προώθηση και ενίσχυση εξωδικαστικών μηχανισμών επίλυσης διαφορών, όπως είναι λ.χ. το σύστημα ενδικοφανών διαδικασιών για διαφορές μεταξύ Δημοσίου και ιδιωτών (φορολογικής, τελωνειακής, εργασιακής, ασφαλιστικής και συνταξιοδοτικής φύσεως). Σε επίπεδο ιδιωτικών διαφορών κρίσιμο ζητούμενο παραμένει η ενίσχυση του θεσμού της διαμεσολάβησης· κάποια βήματα έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, αλλά χρειάζεται και εδώ ένταση των προσπαθειών.

Περαιτέρω, σε σχέση με τη δυσμενή αναλογία δικαστών προς δικαστικούς υπαλλήλους συνιστάται, όπως είναι φυσικό, η πρόσληψη περισσότερων δικαστικών υπαλλήλων, οι οποίοι όμως θα πρέπει να διαθέτουν πλέον αναβαθμισμένα προσόντα.

Εν κατακλείδι, εξαιτίας των καθυστερήσεων στην απονομή της δικαιοσύνης, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 146η θέση παγκοσμίως ως προς την εφαρμογή των συμβάσεων, σύμφωνα με την ετήσια έρευνα «Doing Business» της Παγκόσμιας Τράπεζας για το 2020· στην ίδια δε έρευνα κατατάσσεται στην 37η θέση ως προς την προστασία των επενδυτών. Οι κατατάξεις αυτές και ιδίως η παράμετρος της πιστής τήρησης-εφαρμογής των συμβάσεων θα πρέπει να προσεχθούν ιδιαιτέρως. Χώρες όπου διασφαλίζεται η τήρηση των συμβάσεων, με ταχεία και αξιόπιστη δικαστική (ή εξωδικαστική) επίλυση των σχετικών διαφορών, αποτελούν ηγέτιδες δυνάμεις παγκοσμίως. Οπως έχω γράψει παλαιότερα (βλ. «Καθημερινή» της 19.2.2018), το παράδειγμα της Ολλανδίας είναι εδώ χαρακτηριστικό: το ολλανδικό χρηματοοικονομικό σύστημα απέκτησε διεθνές κύρος επειδή στη χώρα τέθηκαν σε περίοπτη θέση η τήρηση των συμβάσεων και η προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας, προεχόντως μέσω ενός ανεξάρτητου και αποτελεσματικού δικαστικού συστήματος· έτσι, προσείλκυσε διεθνή κεφάλαια, τα οποία αποφεύγουν να επενδύουν σε χώρες που αποδίδουν μικρή σημασία στο κράτος δικαίου και στις εγγυήσεις που το συνοδεύουν.

Η αποτελεσματική λειτουργία του κράτους δικαίου, που έχει ως κεντρικό του πυλώνα τη Δικαιοσύνη, αποτελεί βασικό όρο για την οικονομική ανάπτυξη και τη γενικότερη ευημερία μιας χώρας. Οι σοβαροί επενδυτές δεν προσελκύονται μόνο από την κυβερνητική σταθερότητα ή με φορολογικά κίνητρα, αλλά και από ένα αποτελεσματικό και ταχύ σύστημα απονομής δικαιοσύνης. Ας ελπίσουμε ότι η Εκθεση Πισσαρίδη τουλάχιστον θα συμβάλει στη συνειδητοποίηση της κρισιμότητας του ζητήματος, σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο.

 

Ο κ. Αντώνης Γ. Καραμπατζός είναι αναπληρωτής καθηγητής στη Νομική Σχολή ΕΚΠΑ.