Οπως δείχνουν τα μέχρι σήμερα στοιχεία, ο τουρισμός φέτος θα υποστεί μεγάλη κάμψη σε σχέση με την περυσινή κορύφωση. Χιλιάδες μόνιμοι και εποχικοί εργαζόμενοι βρίσκονται σε διαθεσιμότητα διαρκείας, ενώ πολλές επιχειρήσεις είναι χρεωμένες με τις επενδύσεις που είχαν σπεύσει να κάνουν περιμένοντας ακόμα μεγαλύτερη κίνηση από πέρυσι. Το 2021 ο τουρισμός θα ανακάμψει αλλά όχι σε τέτοια έκταση για να καλύψει τις εφετινές απώλειες και για αρκετούς το πλήγμα ίσως αποβεί μοιραίο. Τα αιτήματα για ενισχύσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό θα συσσωρευθούν σε μεγάλη κλίμακα, αλλά τα κονδύλια κοντεύουν να εξαντληθούν, το έλλειμμα έχει ήδη μεγαλώσει και το δημόσιο χρέος θα σκαρφαλώσει πάνω από το 200% του ΑΕΠ ανοίγοντας έναν νέο κύκλο αμφισβήτησης της βιωσιμότητάς του. Λύσεις μαγικές δεν αναμένονται.

Καθώς στη δημόσια συζήτηση αναμένονται προτάσεις για τα 32 δισ. ευρώ του νέου Ταμείου Ανάκαμψης, ένα ισχυρό ρεύμα θα ζητά ένα μέρος τους να διατεθεί για να καλύψει τις κάθε είδους απώλειες που υπέστη ο τουρισμός εξαιτίας της πανδημίας. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, οι πόροι που θα απομείνουν για νέες υποδομές και παραγωγικές επενδύσεις θα περιοριστούν δραστικά και οι φιλοδοξίες για τη μακροχρόνια ανασυγκρότηση της χώρας θα στενέψουν. Αναπόφευκτα, θα προκύψουν μείζονες αντιπαραθέσεις για το αν το μοντέλο ανάπτυξης πρέπει να βασίζεται στον τουρισμό που μέχρι πέρυσι έδειχνε να καλπάζει ή στη μεταποίηση που μένει ακόμη μακριά από τις ευρωπαϊκές επιδόσεις. Για να αποφύγουμε τα απλοϊκά στερεότυπα του παρελθόντος που εκθειάζουν τη μία επιλογή απαξιώνοντας την άλλη, καλό είναι να ανοίξει μια δημόσια συζήτηση για τις σχέσεις και τις προοπτικές τους. Ας ξεκινήσουμε με ορισμένες διαπιστώσεις:

Η ανάπτυξη της μεταποίησης σε μια χώρα δεν συνιστά κανενός είδους εμπόδιο ή αποκλεισμό για τον τομέα του τουρισμού. Χώρες όπως η Ιταλία, η Ελβετία, η Γαλλία, ακόμα και η Γερμανία, δείχνουν ότι οι δύο κλάδοι μπορούν όχι μόνο να συνυπάρχουν αλλά και να ενισχύονται αμοιβαία. Για παράδειγμα, οι προηγμένες υποδομές στις επικοινωνίες και στις μεταφορές βελτιώνουν θεαματικά τις συνθήκες διαμονής και δραστηριότητας σε μια χώρα και προσφέρουν ευκαιρίες για την εποχική επέκταση του τουριστικού ρεύματος. Η αγροτική παραγωγή και μεταποίηση διευρύνει τις δυνατότητες προσφοράς εναλλακτικού τουρισμού και τη διάδοση διατροφικών προτύπων και διαδρομών. Η επάρκεια της παραγόμενης ενέργειας ενισχύει την αξιοπιστία των παρεχόμενων υπηρεσιών, ενώ οι σύγχρονες περιβαλλοντικές τεχνολογίες είναι πλέον απαραίτητες για να μετριάσουν το οικολογικό αποτύπωμα του μαζικού τουρισμού.

Το αντίστροφο πολλές φορές δεν ισχύει, καθώς βλέπουμε χώρες με εμμονή στη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού να εχθρεύονται την ίδρυση παραγωγικών μονάδων – όπως στην Καραϊβική – ή να οδηγούνται στην εγκατάλειψή τους στρέφοντας τους εργαζομένους και τη γη στον τουριστικό τομέα – όπως έγινε κατά κόρον τις τελευταίες δεκαετίες στην Ισπανία, στην Πορτογαλία και στην Ελλάδα. Με αδύναμη πλέον παραγωγή, όλες αυτές οι χώρες παρουσίασαν εκρηκτικά ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών, τα οποία εν μέρει μόνο αντισταθμίστηκαν από τις αυξημένες εισροές τουριστικού συναλλάγματος. Οταν ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση, βρέθηκαν σε κενό ρευστότητας και μοιραία στράφηκαν στα μνημόνια δανειακής βοήθειας, με τα γνωστά αποτελέσματα.

Στη διάρκεια της κρίσης χρέους, η μεταποίηση παρουσίασε πολύ μεγαλύτερη ανθεκτικότητα σε κλάδους των υπηρεσιών. Ενώ στους τομείς κατασκευών, ταξιδιών και ψυχαγωγίας πολλές επιχειρήσεις έκλειναν με την ίδια ταχύτητα που άνοιγαν πριν, προκαλώντας μαζική ανεργία, οι μονάδες παραγωγής προϊόντων έδιναν μάχη να κρατηθούν στις διεθνείς αγορές και διατήρησαν το μεγαλύτερο μέρος της απασχόλησης. Το ίδιο συνέβη και στη σημερινή κρίση. Αν και λίγα, τα ελληνικά βιομηχανικά και τεχνολογικά προϊόντα διατήρησαν τα μερίδια εξαγωγών και σε μερικές περιπτώσεις τα βελτίωσαν κιόλας, όπως για παράδειγμα στα τρόφιμα. Με τον τρόπο αυτόν, τα εισοδήματα των εργαζομένων στις παραγωγικές επιχειρήσεις συνεισέφεραν στην εσωτερική ζήτηση και σε κάποιον βαθμό αντιστάθμισαν απώλειες στον τουρισμό από την ολοσχερή καθίζηση που διαφορετικά θα είχε φέτος.

Στη σημερινή συγκυρία της τουρκικής επιθετικότητας, η ανάγκη ισχυρής μεταποίησης γίνεται εντονότερη. Ενας λόγος είναι ότι με την ένταση στο Αιγαίο δημιουργούνται εστίες αβεβαιότητας που προκαλούν μικρούς ή μεγάλους κλυδωνισμούς στην τουριστική ζήτηση. Τα επεισόδια αυτά μειώνουν την ελκυστικότητα και ασφάλεια του ελληνικού τουρισμού και βοηθούν τους γείτονες να πάρουν πίσω τα μερίδια που έχασαν από τη γεωπολιτική αστάθεια της περιοχής τα προηγούμενα χρόνια. Για να αποφύγουμε την ύφεση και ανεργία που θα προκύπτει, μόνη λύση είναι η χώρα να διαθέτει μια ισχυρή μεταποιητική δραστηριότητα που θα φέρνει απασχόληση και εισοδήματα και θα μετριάζει τους κλυδωνισμούς.

Υπάρχει όμως και σοβαρός εθνικός λόγος. Αν συμφωνούμε ότι η ισχύς αποτροπής είναι απαραίτητος όρος για να αντιμετωπίσουμε διαχρονικά την τουρκική πρόκληση, η ισχυρή μεταποίηση είναι απόλυτα αναγκαία για την απόκτηση και εμπέδωση αυτής της ικανότητας. Η χώρα πρέπει να στηρίζεται στην εγχώρια παραγωγή για να καλύπτει τουλάχιστον τις βασικές αμυντικές ανάγκες σε υλικό και εξοπλισμό. Διαφορετικά, θα είναι απολύτως εξαρτημένη από τους σχεδιασμούς και τις προτεραιότητες όσων της παρέχουν όπλα και θα μένει εκτεθειμένη στις συγκυριακές διαθέσεις τους που πρόσφατα είδαμε πόσο ευμετάβλητες είναι. Κάτι τέτοιο μοιραία θα υποσκάψει την ετοιμότητα και επάρκεια της αποτροπής και θα πυροδοτεί αβεβαιότητα και ανασφάλεια. Τα πρώτα οικονομικά θύματα θα είναι οι κλάδοι τουρισμού και διαμονής από το εξωτερικό.

Επιβάλλεται λοιπόν να ακολουθήσουμε μια στρατηγική ισορροπημένης ανάπτυξης ανάμεσα στη μεταποίηση και στον τουρισμό. Για να το πετύχουμε, πρέπει από τώρα να μπουν όρια και κανόνες στην κατανομή των 32 δισ. ευρώ, όπως οι εξής:

Βασικός κανόνας είναι ότι κατά κύριο λόγο οι πόροι θα κατανεμηθούν σε επενδύσεις και επιχειρήσεις με κριτήρια την εγχώρια προστιθέμενη αξία, τις δυνατότητες εξαγωγών και την έκταση και ποιότητα της απασχόλησης που μπορούν να προσφέρουν. Σημαντικό μέρος από τις επενδύσεις θα αφορούν την ενίσχυση κρίσιμων δημόσιων υποδομών, όπως τα συστήματα υγείας, η εκπαίδευση σε νέες ειδικότητες και οι μηχανισμοί πολιτικής προστασίας. Ενα άλλο – σαφώς περιορισμένο – μέρος μπορεί να κατευθυνθεί σε στήριξη εργαζομένων και επιχειρήσεων που επλήγησαν, με στόχο όμως την κατάρτιση και την ανασυγκρότησή τους που θα τους κάνει πιο ανθεκτικούς στο μέλλον.
Στη σημερινή συγκυρία είναι πιθανόν οι κανόνες αυτοί να ευνοήσουν περισσότερο τη μεταποίηση από τους κλάδους υπηρεσιών. Είναι όμως μια οφειλόμενη διόρθωση της παραμέλησης που επιδείχθηκε τις προηγούμενες δεκαετίες για τη βιομηχανική ανασυγκρότηση καθώς και αναπλήρωση της μεγάλης αποεπένδυσης που έγινε στη διάρκεια των μνημονίων. Αν οι νέες επενδύσεις γίνουν με νέες τεχνολογίες, η Ελλάδα μπορεί να κάνει το άλμα και να βρεθεί στην προμετωπίδα της εξέλιξης, αντί να ψάχνει διαρκώς πώς θα αποζημιώσει τις αστοχίες του παρελθόντος. Επιπλέον, με σύγχρονη παραγωγή και οικονομία η χώρα θα είναι πιο ελκυστικός προορισμός για ποιοτικό και προσοδοφόρο τουρισμό, προστατεύοντας και όχι καταστρέφοντας τα φυσικά της πλεονεκτήματα.

Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο.