Η παγκόσμια απειλή της πανδημίας επέφερε δραματικές αλλαγές σε θέματα υγείας, οικονομίας και κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης σε τοπικό, εθνικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο και δοκίμασε τα όρια των διαθέσιμων μεθοδολογικών εργαλείων κατανόησης και εξήγησης της πολυσύνθετης, πλειότιμης και αμφίδρομης φύσης της διεθνούς πολιτικής. Παράλληλα, ως παγκόσμια και πρωτεϊκή κρίση λειτούργησε αποκαλυπτικά σε σχέση με το είδος και τον χαρακτήρα των πολύμορφων και πολυ-επίπεδων κρίσεων τις οποίες καλούνται εφεξής όλο και συχνότερα να διαχειριστούν τόσο τα κράτη όσο και οι διεθνείς οργανισμοί.

Τι σημαίνουν οι παραπάνω διαπιστώσεις για την Ελλάδα, μια «μικρή-μεσαία» χώρα, γεωγραφικά τοποθετημένη στο μεταίχμιο μεταξύ μιας ζώνης σταθερότητας (Ευρωπαϊκή Ενωση) και μιας «διακεκαυμένης ζώνης» αστάθειας (περιοχή Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής) που βρέθηκε αντιμέτωπη με την ανάγκη παράλληλης διαχείρισης δύο πρωτόγνωρων κρίσεων· της πανδημίας που αφορούσε τη ζωή και την υγεία των πολιτών της και της «υβριδικού χαρακτήρα» πίεσης που αφορούσε την προστασία των συνόρων της (και των συνόρων της Ευρώπης) από την – μεθοδικά οργανωμένη και χειραγωγούμενη – «παραδοσιακή» απειλή που συνιστά η γειτονική Τουρκία;

Σημαίνουν ότι η Ελλάδα θα βρίσκεται όλο και συχνότερα αντιμέτωπη με την ανάγκη να διαχειριστεί έναν συνδυασμό τόσο «παραδοσιακών» όσο και σύγχρονων – ασύμμετρων και υβριδικών – απειλών ασφάλειας, με την ακριβή μορφή και το περιεχόμενο αυτού του συνδυασμού απειλών και προκλήσεων να παραμένουν δύσκολα προβλέψιμα (υπάρχει πράγματι πληθώρα τρόπων σύνδεσης της αναθεωρητικής συμπεριφοράς της Τουρκίας με άλλες δυνητικές απειλές ή/και νέες «τρωτότητες» για την ασφάλεια της Ελλάδας, όπως το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα, οι τρομοκρατικές ενέργειες, η ανεξέλεγκτη, μαζική παράτυπη μετανάστευση, οι κυβερνο-απειλές ή/και τα περιβαλλοντικά προβλήματα).

Λειτουργώντας ως επιταχυντής των εξελίξεων σε τοπικό, εθνικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο, η κρίση της πανδημίας δεν κατέδειξε απλώς το δυναμικό νέο τοπίο των ιδιαίτερα σύνθετων απειλών και προκλήσεων ασφάλειας με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη η χώρα μας. Κατέστησε κυρίως σαφές ότι η παράλληλη ύπαρξη και ανάπτυξη παραδοσιακών και σύγχρονων προκλήσεων μπορεί – ευκολότερα από ό,τι στο παρελθόν – να οδηγήσει σε «πολυ-κρίσεις», δηλαδή στην ανάπτυξη σειράς διασυνδεδεμένων και επικαλυπτόμενων σύνθετων προβλημάτων.

Απέναντι στο απαιτητικότερο νέο περιβάλλον των «πολυ-κρίσεων» η χώρα καλείται να προσφέρει πειστικές απαντήσεις με περιορισμένα οικονομικά μέσα (ειδικά μετά την οικονομική ύφεση που αναμένεται να ακολουθήσει το πρώτο κύμα της πανδημίας) και ένα ακόμα ασθενές και δυσλειτουργικό θεσμικό πλαίσιο διαχείρισης κρίσεων και στρατηγικού σχεδιασμού. Είναι ενδιαφέρον ότι μετά την κρίση της πανδημίας οι πολίτες των περισσοτέρων χωρών ζητούν απαντήσεις στα προβλήματα ασφάλειας ειδικά από τις κυβερνήσεις τους, καθώς η κρίση σήμανε την «επιστροφή» της ισχυρής κυβερνητικής παρέμβασης και της πίστης των πολιτών στη δυνατότητα της κυβέρνησής τους να σχεδιάζει και να εφαρμόζει αποτελεσματικές στρατηγικές.

Αναμφίβολα η επιτυχής διαχείριση της κρίσεων της πανδημίας και της προστασίας των συνόρων στον Εβρο από την παρούσα κυβέρνηση ενίσχυσε τη διεθνή αξιοπιστία της χώρας και δημιούργησε ένα κεφάλαιο πολιτικής συναίνεσης. Ομως η αποτελεσματική διαχείριση των «πολυ-κρίσεων» προϋποθέτει, πέρα από μια ευρεία διακομματική στήριξη (η οποία δεν είναι ούτε αυτονόητη ούτε και δεδομένη) την ανάπτυξη ενός συνολικού σχεδίου που δεν θα εξαντλείται στην – ακόμα ζητούμενη – στρατηγική έναντι της βασικής απειλής που συνιστά η αναθεωρητική συμπεριφορά της Τουρκίας, αλλά θα εντοπίζει τις στρατηγικές προκλήσεις και τα διλήμματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα μετά την κρίση της πανδημίας και θα καθορίζει τον αποτελεσματικότερο συνδυασμό των περιορισμένων μέσων που η χώρα διαθέτει προκειμένου να επιτύχει τους τεθειμένους στόχους (η επιλογή των κατάλληλων μέσων και εργαλείων που με τη χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας προσφέρουν πολλαπλασιαστική αξία είναι αυτονόητη).

Αυτονόητες, επιβεβλημένες και αναγκαίες όσον αφορά την αποτελεσματική προετοιμασία της χώρας στην αντιμετώπιση «πολυ-κρίσεων» είναι επίσης οι θεσμικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις τόσο στους τρεις βασικούς πυλώνες της στρατηγικής εθνικής ασφάλειας και διαχείρισης κρίσεων, δηλαδή στα υπουργεία Εξωτερικών, Εθνικής Αμυνας και Προστασίας του Πολίτη όσο και στον νεότευκτο θεσμό του Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας. Στην κατεύθυνση αυτή ιδιαίτερα χρήσιμη μπορεί να αποδειχθεί με συγκεκριμένες θεσμικές αλλαγές ή συμπληρώσεις η παρέμβαση της πολιτείας μέσω της ολοκλήρωσης του σχεδίου του επιτελικού κράτους. Πράγματι, τόσο η διεθνής πραγματικότητα όσο και οι περιφερειακές εξελίξεις στη δύσκολη γειτονιά που βρίσκεται η χώρα επιβάλλουν τη θεσμική της θωράκιση με τον αρτιότερο δυνατό τρόπο. Αυτό σημαίνει την ύπαρξη ενός οργανωμένου – και με υψηλό βαθμό θεσμοποίησης – συστήματος έγκαιρης διάγνωσης και αποτελεσματικής διαχείρισης «πολυ-κρίσεων» όσο και την εμπέδωση «κουλτούρας ασφάλειας», ειδικά όσον αφορά τη διαχείριση εκτάκτων καταστάσεων. Η επίτευξη απαιτητικότερων στόχων από εκείνους του πρόσφατου παρελθόντος με ακόμη λιγότερα μέσα δεν προϋποθέτει μόνον την όσο το δυνατόν ευρύτερη διακομματική συναίνεση αλλά κυρίως τον θεσμικό εκσυγχρονισμό του υφιστάμενου συστήματος στρατηγικού σχεδιασμού και διαχείρισης κρίσεων.

Ο κ. Παναγιώτης Τσάκωνας είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Σπουδών Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και επικεφαλής του προγράμματος ασφάλειας στο ΕΛΙΑΜΕΠ.