Εικοσι οκτώ ολόκληρα χρόνια πριν την αποφράδα ημέρα της επίθεσης στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης, υπήρξε μια άλλη «11η Σεπτεμβρίου», μια ημέρα που επρόκειτο να μείνει στην παγκόσμια ιστορία.

Στις 11 Σεπτεμβρίου 1973, στη Χιλή ένα αναμενόμενο στρατιωτικό πραξικόπημα, με επικεφαλής τον στρατηγό Πινοσέτ, ανέτρεψε τον νόμιμο πρόεδρο της χώρας Σαλβαδόρ Αλιέντε, ο οποίος υπερασπίστηκε με τη ζωή του την εξουσία που του είχε δώσει ο χιλιανός λαός.

Λίγο μετά τις 8.30 το πρωί εκείνης της ημέρας μεταδόθηκε το πρώτο ραδιοφωνικό διάγγελμα των πραξικοπηματιών, που απαιτούσαν την άμεση παραίτηση του προέδρου, επικαλούμενοι «τη σοβαρότατη οικονομική, κοινωνική και ηθική κρίση που περνά η χώρα· την ανικανότητα της κυβέρνησης να ελέγξει το χάος· και τέλος, τη συνεχή αύξηση παραστρατιωτικών ομάδων, εκπαιδευμένων από τα κόμματα της Λαϊκής Ενότητας, που αναπόφευκτα θα οδηγήσουν τον χιλιανό λαό σε εμφύλιο πόλεμο».

Οι υπογράφοντες το διάγγελμα αρχηγοί των σωμάτων των ενόπλων δυνάμεων και της αστυνομίας δήλωναν έτοιμοι να αναλάβουν «την αποστολή της απελευθέρωσης της πατρίδας από τον μαρξιστικό ζυγό και της αποκατάστασης της τάξης και των θεσμών». Τα τραγικά γεγονότα εκείνης της ημέρας έβαλαν τέλος στο σοσιαλιστικό πείραμα της Χιλής και άνοιξαν μία από τις σκοτεινές σελίδες της λατινοαμερικανικής ιστορίας.

 

 

Ο σοσιαλιστής γιατρός Σαλβαδόρ Αλιέντε είχε κερδίσει το 1970 τις προεδρικές εκλογές ως επικεφαλής του συνασπισμού της Λαϊκής Ενότητας, στον οποίο συμμετείχαν το Σοσιαλιστικό, το Κομμουνιστικό και το Ριζοσπαστικό Κόμμα, το Ενωτικό Λαϊκό Κίνημα Δράσης (MAPU), που είχε αποσχιστεί από τη Χριστιανική Δημοκρατία, και δύο άλλοι μικρότεροι σχηματισμοί της Αριστεράς. Αναδείχθηκε νικητής στον δεύτερο εκλογικό γύρο –με έμμεση εκλογή από το Κοινοβούλιο– με την υποστήριξη των κεντρώων Χριστιανοδημοκρατών βουλευτών.

Σε μια εποχή που ο ένοπλος αγώνας είχε εξαπλωθεί σε όλη τη Λατινική Αμερική μετά την Κουβανική Επανάσταση του 1959, η νίκη του Αλιέντε με ένα πολιτικό πρόγραμμα που υποσχόταν μια «ειρηνική επανάσταση», με σεβασμό στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, προσείλκυσε το ενδιαφέρον όλου του τότε προοδευτικού κόσμου.

Ο Αλιέντε άρχισε να εφαρμόζει το πολιτικό πρόγραμμά του με ταχείς ρυθμούς. Η πρώτη μεγάλη μεταρρύθμιση που έχαιρε ευρείας κοινωνικής αποδοχής ήταν η εθνικοποίηση των μεγάλων εταιρειών χαλκού. Αντίθετα με την προηγούμενη χριστιανοδημοκρατική κυβέρνηση, που είχε ξεκινήσει τη διαδικασία, ο Αλιέντε αρνήθηκε να αποζημιώσει τους αμερικανικούς κολοσσούς Kennecott και Anaconda, με το επιχείρημα ότι είχαν αντλήσει υπέρογκα κέρδη εις βάρος του χιλιανού κράτους. Το δεύτερο μεγάλο ζήτημα ήταν η αγροτική μεταρρύθμιση, η οποία προωθήθηκε γρήγορα με την απαλλοτρίωση των μεγάλων γαιοκτησιών.

Παράλληλα, ξεκίνησε η εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας. Αυτές οι επιχειρήσεις θα υπάγονταν στον λεγόμενο «κοινωνικοποιημένο» οικονομικό τομέα, ο οποίος προοριζόταν να γίνει ο βασικός άξονας της ανάπτυξης της χώρας και της μελλοντικής σοσιαλιστικής οικονομίας, αφού στη διαχείρισή του θα συμμετείχαν και οι εργαζόμενοι.

 

 

Αντιδράσεις στο εσωτερικό και στις ΗΠΑ

Τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στις ΗΠΑ είχαν αρχίσε να εγείρονται ανησυχίες, ήδη από την προεκλογική περίοδο. Η δεξιά παράταξη (Εθνικό Κόμμα) φρόντισε να εκμεταλλευθεί τον φόβο που προκαλούσε σε τμήματα της κοινωνίας η ιδέα της εγκαθίδρυσης ενός κομμουνιστικού καθεστώτος και δημιούργησε κλίμα πανικού, το οποίο εκφράστηκε με μαζικές αναλήψεις τραπεζικών καταθέσεων, πτώση του χρηματιστηρίου και παράλυση των επενδύσεων.

Αμέσως μετά την εκλογή του Αλιέντε, ο Νίξον έδωσε εντολή στη CIA «να κάνει την οικονομία της Χιλής να κλάψει» με στόχο να πλήξει τα μεταρρυθμιστικά σχέδια του νέου, μη αρεστού στην Ουάσινγκτον, Προέδρου: Ξεκινάει το σαμποτάζ των μεγάλων βιομηχανικών εταιρειών, εθνικών και πολυεθνικών, εμποδίζοντας τις μεταφορές προϊόντων, ευνοώντας τη φυγή κεφαλαίων και επενδυτών και διερύνοντας το εξωτερικό χρέος.

Την ίδια στιγμή, πακτωλοί δολαρίων συνεχίζουν να ρέουν προς τις Ένοπλες Δυνάμεις της Χιλής, τα στελέχη των οποίων παραδοσιακά προετοιμάζονται στις αμερικανικές στρατιωτικές σχολές. Το 1972 οι στρατιωτικές ενισχύσεις είναι τα μόνα αμερικανικά κεφάλαια που εισέρχονται στη χώρα. Η Ουάσινγκτον εμποδίζει ακόμη και την επαναδιαπραγμάτευση του χρέους της Χιλής. Ένα σχέδιο που διήρκεσε τρία χρόνια.

Στις 4 Σεπτεμβρίου 1972 ο Αλιέντε, ενώπιον της ΓΣ του ΟΗΕ, είχε καταγγείλλει όχι μόνο την επιθετικότητα των ΗΠΑ, αλλά και την πλήρη απουσία ελέγχου στις πολυεθνικές εταιρείες, που εφάρμοζαν έναν οικονομικό στραγγαλισμό ενάντια στην κυβέρνησή του: «Βρισκόμαστε ενώπιον μίας πραγματικής μετωπικής σύγκρουσης ανάμεσα σε μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες και τα εθνικά κράτη. Τα τελευταία υφίστανται παρεμβολές στη λήψη και άσκηση των θεμελιωδών πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών αποφάσεών τους εκ μέρους παγκόσμιων οργανισμών που δεν εξαρτώνται από κανένα κράτος. Για αυτές τις δραστηριότητές τους δεν λογοδοτούν σε καμία κυβέρνηση ούτε υπόκεινται στον έλεγχο κάποιου Κοινοβουλίου ή θεσμού που εκπροσωπεί το κοινό συμφέρον», είχε τονίσει ο Πρόεδρος της Χιλής.

Έναν χρόνο αργότερα, στις 9:20 της 11ης Σεπτεμβρίου 1973, ο Αλιέντε εκφώνησε τον λόγο που επρόκειτο να είναι και ο τελευταίος του: «Ζήτω η Χιλή, ζήτω ο λαός, ζήτω οι εργάτες… αυτές είναι οι στερνές μου λέξεις κι είμαι βέβαιος πως η θυσία μου δεν θα είναι μάταια. Είμαι βέβαιος πως, τουλάχιστον, θα είναι ένα ηθικό δίδαγμα που θα καταδικάσει την ψευδορκία, τη δειλία και την προδοσία», επισήμαινε ο Αλιένδε στο τελευταίο και πιο δραματικό από τα πέντε σύντομα μηνύματα που εκφώνησε στον λαό του από τα μικρόφωνα του Radio Magallanes. Η επίγνωση πως το τέλος του έφθανε ήταν αισθητή στη φωνή του, όμως δεν του έλειπαν το θάρρος και η βούληση να αφήσει στον λαό του ένα κληροδότημα.

 

 

Το πραξικόπημα

Ακολούθησε μια μακρά περίοδος αναταραχής έως τις 11 Σεπτεμβρίου του 1973, όταν πραγματοποιήθηκε τελικά το προαναγγελθέν πραξικόπημα, η διεύθυνση του οποίου ανατέθηκε από τους στρατιωτικούς στον στρατηγό Πινοσέτ.

Ο Σαλβαδόρ Αλιέντε, αποφασισμένος να προκηρύξει δημοψήφισμα και ελπίζοντας μέχρι τελευταία στιγμή ότι οι ένοπλες δυνάμεις θα διχάζονταν, αρνήθηκε πεισματικά να παραδώσει την εξουσία και παρέμεινε κλεισμένος στο Προεδρικό Μέγαρο, που από το πρωί εκείνης της μέρας είχε περικυκλωθεί από τις δυνάμεις του στρατού και βομβαρδιζόταν. Οταν όλα είχαν κριθεί, αναμετρούμενος πια μόνο με την Ιστορία, έθεσε τέλος στη ζωή του χαιρετίζοντας τον αγωνιζόμενο λαό.

Το ειρηνικό σοσιαλιστικό πείραμα της Χιλής είχε αποδειχθεί ανέφικτο. Η δικτατορία του Πινοσέτ (1973-1990) εφάρμοσε τις πιο σκληρές μεθόδους κρατικής βίας με μαζικές φυλακίσεις και χιλιάδες απαγωγές και εκτελέσεις. Ολη αυτή η περίοδος, συνοδευόμενη από την ατιμωρησία που επικράτησε μετά την επάνοδο της δημοκρατίας, προκάλεσε βαθύ διχασμό και τραύμα στη χιλιανή κοινωνία, η οποία τολμά σιγά σιγά να ξανακοιτάξει αυτή τη σκοτεινή περίοδο της ιστορίας της.

 

 

 

Η εμπλοκή των ΗΠΑ και οι θηριωδίες του καθεστώτος

Ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Νίξον, και ο σύμβουλός του, Χένρι Κίσινγκερ, και η CIA είχαν διαβιβάσει μόλις πριν από μία εβδομάδα, στις 4 Σεπτεμβρίου, τα σχέδια για την ανατροπή του Αλιέντε, παρά την αντίθετη γνώμη του Στέιτ Ντιπάρτμεντ (ΥΠΕΞ), όπως αποκαλύπτουν τα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα της αμερικανικής κυβέρνησης το 2008.

Στους μήνες που επακολούθησαν του πραξικοπήματος, το Εθνικό Στάδιο του Σαντιάγο έγινε η μακάβρια σκηνή του μαρτυρίου και της σφαγής ενός άγνωστου ακόμη αριθμού αντιφρονούντων στη δικτατορία. Αυτό το επεισόδιο παραμένει ακόμη ένα από τα πιο σκοτεινά κι αμφιλεγόμενα γεγονότα του 20ού αιώνα.

 

Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες βρήκε τον θάνατο ο Αλιένδε δεν έχουν διευκρινηστεί ποτέ. Ο ίδιος βρισκόταν στο Προεδρικό Μέγαρο της Μονέδα και σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή αυτοκτόνησε με το καλάσνικοφ ΑΚ-47 που του είχε δωρήσει ο Κουβανός ηγέτης, Φιντέλ Κάστρο, προκειμένου να μην πέσει στα χέρια των πραξικοπηματιών. Άλλοι υποστηρίζουν πως σκοτώθηκε από τους πραξικοπηματίες υπερασπιζόμενος το Μέγαρο.

 

 

«Άφεση αμαρτιών»;

Οι προσπάθειες της χιλιανής Δεξιάς να απαλλάξει τον Πινοτσέτ και τους συνεργούς από κάθε κατηγορία του ποτέ δεν σταμάτησαν και η κοινωνία της χώρας εξακολουθεί να είναι διχασμένη και να παραμένουν ζωντανές οι ουλές που άφησε η Δικτατορία. Οι δυσκολίες της νυν προέδρου Μισέλ Μπατσελέτ να διαχειριστεί αυτήν τη βαριά κληρονομιά αναδεικνύουν το πόσο τα γεγονότα εκείνης της εποχής έχουν αφήσει βαθιά ίχνη στη χώρα.

Πολλοί πολιτικοί που είχαν αναλάβει καθήκοντα επί Δικτατορίας εξακολουθούν να έχουν ενεργό ρόλο στα πολιτικά δρώμενα της Χιλής. Όπως ο πρώην ΥΠΕΞ του Πινοτσέτ, Σέρχιο Φερνάνδες, ο Αντρές Τσάντγουϊκ, υπουργός Εσωτερικών του δικτάτορα, ο Σεμπαστιάν Πινιέρα, που ως νεαρός συμμετείχε στο -αντίστοιχο των ναζιστικών- πογκρόμ του Τσατσαρίλιας το 1977 για τη «σωτηρία της πατρίδας». Και πολλοί άλλοι ακόμη.

Οι προσπάθειες της Εθνικής Επιτροπής για την Ιστορική Μνήμη είναι δύσκολες. Γιατί ο στόχος της προσκρούει στις βαθιές ρίζες που έχει απλώσει ακόμη ένα πιο καταχθόνιο σχέδιο, που βρήκε την εφαρμογή του στη Χιλή και απλώθηκε στην Αργεντινή, τη Βραζιλία, τη Βολιβία, την Παραγουάη και την Ουρουγουάη. Ήταν τον σχέδιο των Chicago Boys του υπερσυντηρητικού καθηγητή Οικονομίας του Παν/μιου του Σικάγου Μίλτον Φρίντμαν για την εξάπλωση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου οικονομίας, όποιο κι εάν είναι το κόστος για τα «υποτελή» κράτη. Ένα σχέδιο με αιχμή του δόρατος το FBI και τη CIA, προκειμένου να εξουδετερωθούν με όποιον τρόπο όσοι αντιτίθενται. Στη Χιλή, η εφαρμογή αυτού του σχεδίου έλαβε τη μορφή του αγώνα ανάμεσα στις δυνάμεις της αντίδρασης και τον εκλεγμένο Πρόεδρο από τον λαό.

 

 

Η δικτατορία του Πινοτσέτ δεν είχε σχεδιαστεί απλώς για να ανατρέψει τον προοδευτικό Αλιένδε. Είχε στόχο να χρησιμεύσει ως «εργαστήριο» για την εφαρμογή ενός μοντέλου ανάπτυξης που θα μπορούσε να εξαχθεί αργότερα και στο εξωτερικό. Μία αληθινή επανάσταση του μοντέλου παραγωγής στο πλαίσιο του τότε αναδυόμενου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Μέσα από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική, που κατήργησε κάθε δομή κοινωνικών παροχών και εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων, η χώρα εκσυγχρονίστηκε, προκειμένου να εξυπηρετεί τις ανάγκες των ξένων εταιρειών, στα χέρια των οποίων πέρασε η παραγωγή της. Αυτός ο εκσυγχρονισμός είναι και ο λόγος που όταν ο Πινοτσέτ αποχώρησε το 1988 από την ενεργό πολιτική, το 43% των κατοίκων της χώρας τον υποστήριζε. Το σχέδιο των Chicago Boys συνεχίζει να εφαρμόζεται ακόμη με πολλές παραλλαγές και σήμερα. Πρόσφατο παράδειγμα ο οικονομικός στραγγαλισμός της Βενεζουέλας.

Η θυσία, πάντως, του Αλιένδε εξακολουθεί να αποτελεί ένα σύμβολο αγώνα στην ήπειρο της Λατινικής Αμερικής. Ακόμη αντικατοπτρίζει το παράδειγμα για το κόστος που καλείται ένα κράτος της περιοχής να πληρώσει όταν θελήσει για κάποιο, σύντομο, χρονικό διάστημα να ακολουθήσει τη δική του εμπειρία, να εφαρμόσει το δικό του παράδειγμα στη διακυβέρνηση και στην οικονομία, να χαράξει μία ανεξάρτητη, δημοκρατική πολιτική, χωρίς τις παρεμβάσεις του «μεγάλου γείτονα», της Ουάσινγκτον, που θεωρεί τη Λατινική Αμερική ζωτικό χώρο επιρροής της.

 

(Με πληροφορίες από kathimerini.gr και sansimera.gr)