Λίγο προτού ανέβει στη σκηνή του Ηρωδείου (Τετάρτη 9 Ιουλίου) για μια συναυλία διαφορετική, τους «Δρόμους της Φιλίας» 2019, ο ιταλός σουπερστάρ του πόντιουμ μίλησε αποκλειστικά στο «Βήμα» για την ενωτική δύναμη της μουσικής αλλά και για τους κινδύνους που απειλούν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα

Νυν μουσικός διευθυντής της σπουδαίας Συμφωνικής Ορχήστρας του Σικάγου, ο Ρικάρντο Μούτι δεν χρειάζεται προφανώς ιδιαίτερες συστάσεις. Αποτελεί γοητευτικό «μείγμα» λαμπερού σταρ και αυθεντικού διανοουμένου, ενώ η φήμη του υπερβαίνει τα όρια του κόσμου της λεγόμενης κλασικής μουσικής. Θερμός φιλέλληνας, ιδιαίτερα δημοφιλής (και) στη χώρα μας, η επιστροφή του στην Αθήνα ύστερα από σχεδόν μία δεκαετία απουσίας έχει προκαλέσει, για μία ακόμα φορά, ενθουσιασμό και ανυπομονησία. Λίγο προτού ανέβει στη σκηνή του Ηρωδείου προκειμένου να διευθύνει ιταλούς και έλληνες μουσικούς και χορωδούς στην εμβληματική Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν, μιλάει αποκλειστικά στο «Βήμα» για την ενωτική δύναμη της μουσικής, αλλά και για το παρόν και το μέλλον της Ευρώπης…

– Με τους «Δρόμους της Φιλίας» έχετε επισκεφθεί κάθε γωνιά σχεδόν του πλανήτη: Ευρώπη, ΗΠΑ, Αφρική, Ασία… Με ποια κριτήρια επιλέγετε μια διαφορετική πόλη κάθε χρόνο;

«Τα κριτήρια τα καθόρισαν οι ανάγκες. Η πρωτοβουλία αυτή εγκαινιάστηκε το 1997 στο Σαράγεβο, μια πόλη που έβγαινε τότε βαθιά πληγωμένη από τον πόλεμο. Μας κάλεσαν λοιπόν με την Ορχήστρα της Σκάλας του Μιλάνου όπου ήμουν τότε μουσικός διευθυντής, καθώς είχαν ανάγκη από την παρηγοριά που έχει τη δύναμη να προσφέρει η μουσική. Η συναυλία, για την πραγματοποίηση της οποίας ενώθηκαν ιταλοί και ντόπιοι μουσικοί, δόθηκε σε έναν από τους λίγους – τον μοναδικό ίσως – χώρους που δεν είχαν καταστραφεί ολοκληρωτικά από τους βομβαρδισμούς. Εννέα χιλιάδες άνθρωποι την παρακολούθησαν και η ανταπόκριση ήταν συγκινητική, δύσκολα μπορούν να την περιγράψουν τα λόγια. Ετσι, αποφασίσαμε να συνεχίσουμε επιλέγοντας μια διαφορετική πόλη κάθε χρόνο. Εκτοτε, όπως είπατε, πήγαμε σχεδόν παντού: σε πόλεις «τραυματισμένες» από πολέμους, από φυσικές καταστροφές ή από τρομοκρατικά χτυπήματα… Οι συναυλίες αυτές ξεκίνησαν και συνεχίζονται ως μια έκφραση φιλίας, αγάπης και συμπαράστασης. Είναι μια ζεστή αγκαλιά σε όποιον την έχει ανάγκη. Στην περίπτωση της Αθήνας βέβαια, τα πράγματα είναι διαφορετικά».

Δηλαδή;

«Σε μια τόσο κρίσιμη εποχή για την Ευρώπη και για τον κόσμο ολόκληρο, θελήσαμε να στραφούμε στην κοιτίδα του δυτικού πολιτισμού και κατ’ επέκταση της Γηραιάς Ηπείρου. Η Ελλάδα γέννησε την κουλτούρα, τη φιλοσοφία, τη δημοκρατία. Χωρίς αυτήν η Ευρώπη δεν θα υπήρχε. Εξ ου κι εγώ, σε κάθε ευκαιρία, όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης με δημόσιες τοποθετήσεις μου υποστήριζα ότι η Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα θα ήταν ένα σπίτι χωρίς θεμέλια. Mια αδιανόητη βαρβαρότητα, μια τρέλα. Εν προκειμένω λοιπόν η φιλία έχει την έννοια του σεβασμού, του θαυμασμού, της μνήμης, της ευγνωμοσύνης. Εμείς οι Ιταλοί έχουμε πάντα στο μυαλό μας ότι ο ρωμαϊκός πολιτισμός δεν θα υπήρχε χωρίς τον αρχαίο ελληνικό. Η βραδιά λοιπόν που οι δύο πολιτισμοί επάνω στους οποίους οικοδομήθηκε η Ευρώπη θα ενωθούν στον μαγικό χώρο του Ηρωδείου είναι για μένα τεράστιας σημασίας. Μια ευκαιρία στοχασμού, συνειδητοποίησης της τεράστιας κληρονομιάς αλλά και των δυνατοτήτων μας για το μέλλον, μια στιγμή επανεκκίνησης, ένα πραγματικό μήνυμα για την ήπειρό μας, για τον κόσμο μας».

Γιατί επιλέξατε την Ενάτη του Μπετόβεν για εφέτος;

«Το 2020 είναι η επέτειος των 250 χρόνων από τη γέννηση του συνθέτη και θα τιμηθεί σε ολόκληρο τον κόσμο. Ωστόσο, το κριτήριό μου στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ήταν αυτό. Ηταν το φινάλε με την περίφημη «Ωδή στη χαρά» του Σίλερ, ένα πανανθρώπινο μήνυμα αδελφοσύνης και ενότητας. «Ολοι οι άνθρωποι θα γίνουν αδέλφια…» λέει. Σε μια εποχή μετακίνησης πληθυσμών, επανακαθορισμού, οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων, κλειστών συνόρων και ευρύτερης ασυνεννοησίας, θεωρώ πολύ σημαντικό να ακουστούν τα λόγια αυτά με τη συγκλονιστική μουσική του Μπετόβεν. Είναι μια θεϊκή παραίνεση, ένα καμπανάκι που χτυπά και προσπαθεί να μας ξυπνήσει… Να καταλάβουμε ότι ο κόσμος είναι αρκετά μεγάλος για να μας χωρέσει όλους».

Η «Ωδή στη χαρά» που αναφέρατε είναι ταυτόχρονα και ο Υμνος της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Θεωρείτε ότι σήμερα το ευρωπαϊκό ιδεώδες εξακολουθεί να συγκινεί;

«Ασφαλώς. Το ερώτημα είναι όμως τι είδους Ευρώπη θέλουμε, κι εδώ η απάντηση είναι απλή αλλά ταυτόχρονα δύσκολη. Προσωπικά, ονειρεύομαι και πιστεύω σε μια Ευρώπη ενωμένη, χωρίς όμως κάθε κράτος-μέλος της να χάνει το ιδιαίτερο στίγμα του, τη διαφορετικότητά του. Η Ελλάδα χωρίς την ιστορία και την κουλτούρα της δεν θα ήταν η Ελλάδα, το ίδιο και η Ιταλία αλλά και καθεμία από τις άλλες χώρες που την απαρτίζουν. Αυτός ακριβώς είναι και ο πλούτος της Γηραιάς Ηπείρου, εκεί κρύβεται η δύναμή της, στην ενότητα που μπορεί να προκύψει μέσα από τη διαφορετικότητα. Η αρχαία ελληνική τραγωδία έχει συγκεκριμένη προέλευση, το ίδιο και οι συμφωνίες του Μπετόβεν. Μας αρέσει όμως να τα θεωρούμε και τα δύο κοινή ευρωπαϊκή κληρονομιά, είμαστε περήφανοι γι’ αυτό, και δικαίως, είναι κάτι που μας ενώνει, κάτι που μας εμφανίζει δυνατούς και υπερήφανους στον έξω κόσμο. Οταν όμως επιχειρούμε να «σκοτώσουμε» τη διαφορετικότητα, το οικοδόμημα κινδυνεύει».

Πιστεύετε ότι είμαστε σε αυτή την επικίνδυνη φάση που περιγράφετε;

«Η ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης προέκυψε μέσα από τον πόνο και τα ερείπια που άφησε πίσω του ο Πόλεμος. Το ευρωπαϊκό ιδεώδες, προκειμένου να ολοκληρωθεί, απαιτεί διάλογο, σύνθεση. Οχι μόνο σε επίπεδο ιδεών, θεωρητικό, αλλά και στο εμπόριο, στην οικονομία, στη διακίνηση αγαθών. Εμείς διανύουμε μια περίοδο αντιθέσεων, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για το παρόν και το μέλλον του οικοδομήματος. Χώρες που θέλουν να διατάζουν και άλλες που δεν θέλουν να δέχονται διαταγές. Γι’ αυτό και τα λόγια του Σίλερ έχουν τόσο σπουδαίο νόημα σήμερα. Η «Ωδή στη χαρά» δεν σημαίνει ασφαλώς την ικανότητα του ανθρώπου να γελά και να διασκεδάζει αλλά την ικανοποίηση, την πληρότητα που προκύπτει από τη συνύπαρξη».

Θεωρείτε όμως ότι είναι πρακτικά εφαρμόσιμο αυτό;

«Μουσικός είμαι, δεν είμαι πολιτικός. Στη μουσική ναι, είναι απολύτως εφαρμόσιμο. Στους «Δρόμους της Φιλίας» το βλέπουμε κάθε χρόνο. Είναι σταθερή επιλογή μας, όπου πηγαίνουμε, να συνεργαζόμαστε με ντόπιους μουσικούς, όπως θα κάνουμε και αυτή τη φορά στην Αθήνα, όπου οι νεαροί της ορχήστρας Luigi Cherubini, ταλαντούχα παιδιά τα οποία τώρα ανοίγουν τα φτερά τους στο διεθνές στερέωμα, θα συμπράξουν επί σκηνής με έλληνες μουσικούς από τις σημαντικότερες, εξ όσων γνωρίζω, ορχήστρες της χώρας σας. Ετσι οικοδομείται η φιλία στην πράξη, το έχουμε δει σε όλες τις προηγούμενες συναυλίες. Ανθρωποι που δεν έχουν ποτέ στο παρελθόν συναντηθεί, που δεν μιλάει ο ένας τη γλώσσα του άλλου, που έχουν, ενδεχομένως, άλλη θρησκεία, μοιράζονται το ίδιο αναλόγιο και παίζουν την ίδια μουσική. Αυτό που στην πραγματικότητα μοιράζονται είναι το συναίσθημα το οποίο μέσω της μουσικής βρίσκει την πιο αγνή, την πιο ξεκάθαρη έκφρασή του. Τα λόγια μερικές φορές χωρίζουν και δημιουργούν παρεξηγήσεις. Η μουσική ενώνει και, όπως έχω ξαναπεί, είναι μια πραγματική άσκηση δημοκρατίας. Ο τρόπος που λειτουργεί μια ορχήστρα, η κατάκτηση της αρμονίας μέσα από τη διαφορετικότητα, είναι πιθανώς ένα παράδειγμα για την κοινωνία μας».

Η Ενάτη του Μπετόβεν αποτελεί κορυφαίο δείγμα της ανθρώπινης πνευματικότητας. Θεωρείτε ότι η εποχή μας είναι μια εξίσου πνευματική εποχή; Μια εποχή που μπορεί να παράξει αριστουργήματα ικανά να αντέξουν στον χρόνο;

«Δυστυχώς ζούμε σε μια αντιπνευματική εποχή, όπου οι αξίες γενικότερα γνωρίζουν πτώση. Κυριαρχούν ο υλισμός, η επιφάνεια, ο καταναλωτισμός, η ταχύτητα. Δεν λέω τώρα κάτι πρωτότυπο, συχνά αναφερόμαστε στο αποτέλεσμα χωρίς όμως να εμβαθύνουμε στις αιτίες. Τις συζητούμε βέβαια καμιά φορά, αλλά μέχρι εκεί. Η λανθασμένη χρήση της τηλεόρασης, ο υποβιβασμός της παιδείας, η υπερβολική χρήση της τεχνολογίας… Mοιάζει να έχουμε εμπλακεί σε έναν φαύλο κύκλο από τον οποίο είναι δύσκολο να ξεφύγουμε. Η όποια αντίθετη φωνή μοιάζει να πνίγεται από τον περιρρέοντα θόρυβο. Οταν ήμουν έφηβος, στον ιταλικό Νότο όπου μεγάλωσα δεν υπήρχε ακόμη τηλεόραση. Τον ελεύθερο χρόνο μας συζητούσαμε, εμβαθύναμε στις διαπροσωπικές σχέσεις, στα πανανθρώπινα προβλήματα, επικοινωνούσαμε μεταξύ μας. Τώρα οι άνθρωποι, και κυρίως οι νέοι, είναι απορροφημένοι στις οθόνες τους. Βγαίνεις από το αεροπλάνο και βλέπεις τους πάντες να κάνουν ταυτόχρονα την ίδια κίνηση: να ανοίγουν εναγωνίως τα κινητά τους τηλέφωνα. Δεν ακούμε, πλέον, μόνο κοιτάμε χωρίς να βλέπουμε. Εχει φτωχύνει η γλώσσα μας καθώς την έχουμε περιορίσει στα βασικά, έχει λείψει η συμπόνια. Ολη αυτή η διαδικασία επηρεάζει τα πάντα, από την κουλτούρα ως την ίδια την ποιότητα της δημοκρατίας».

Με ποιον τρόπο;

«Με την έννοια ότι ζούμε σε μια κοινωνία η οποία, δυστυχώς, δεν αναζητεί την αλήθεια. Ενδιαφερόμαστε μόνο για το φαίνεσθαι. Υπάρχει μια τρομακτική ομοιομορφία, στα όρια της κλωνοποίησης, κι αυτό το θεωρούμε εξέλιξη, επαναστατική πράξη. Ε, πώς να μην επηρεάσει αυτό την ποιότητα της δημοκρατίας μας; Οταν περιορίζεται η ελευθερία του πνεύματος, «απλώνονται» τα άκρα.

Ας μην παρεξηγηθώ: δεν είμαι ούτε συντηρητικός ούτε εναντίον της προόδου, προς Θεού. Εκτιμώ και θαυμάζω τις τεχνολογικές εξελίξεις και τη συμβολή τους σε τομείς όπως π.χ. η ιατρική επιστήμη. Σε όλα όμως χρειάζεται η σωστή συνταγή, το ζητούμενο παραμένει πάντα το ίδιο: η αρμονία».

Και ο ρόλος της κουλτούρας;

«Ε, γι’ αυτό πια δεν νομίζω πως χρειάζεται να μιλήσω άλλο, έχω μιλήσει πάρα πολύ. Εδώ και περισσότερο από μισό αιώνα αγωνίζομαι για τη διάσωση της κουλτούρας της χώρας μου, για να μπει η μουσική σε όλα τα σχολεία, να έρθουν σε επαφή τα παιδιά μαζί της από όσο το δυνατόν πιο νεαρή ηλικία. Οχι για να γίνουν όλοι επαγγελματίες, όπως έχω ξαναπεί, αλλά για να γνωρίσουν τον ίδιο τους τον εαυτό, την αλήθεια τους. Πριν από μερικά χρόνια έδωσα μια διάλεξη στους αποφοίτους του Πανεπιστημίου Northwestern του Σικάγου: «Για την καθεμιά και για τον καθένα σας – τους είπα – θα έρθει μια στιγμή στη ζωή που θα κληθείτε να αφήσετε το δικό σας, πολύ προσωπικό αποτύπωμα. Εύχομαι σε όλους σας να αντιληφθείτε αυτή τη στιγμή και να την αξιοποιήσετε. Η μουσική θα σας βοηθήσει σε αυτό». Θυμάμαι πάντα με συγκίνηση την αντίδρασή τους».

Από τη Βηρυτό ως τη Νέα Υόρκη και το Κίεβο

«Για πρώτη φορά από την ημέρα που άρχισε το δράμα μας, νιώσαμε με όλο μας το είναι ότι η ελπίδα του κόσμου είναι ο πολιτισμός χωρίς σύνορα, η ανάπτυξη του πνεύματος και η δύναμη της μουσικής… η αξιοπρέπεια που επανακτήσαμε είναι πιο σημαντική από την ανοικοδόμηση των σπιτιών μας. Δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ. Η ίδια η Ιστορία δεν θα το ξεχάσει».

Με αυτές τις φράσεις ο βόσνιος συγγραφέας Ζλάτκο Ντιτζάρεβιτς σχολίασε την πρώτη συναυλία των «Δρόμων της Φιλίας» στο Σαράγεβο το 1997. Εκτοτε ακολούθησαν περισσότερα από 20 ταξίδια σε διαφορετικές πόλεις που υποδέχθηκαν ορχήστρες όπως η Φιλαρμονική της Σκάλας του Μιλάνου, ο Μουσικός Φλωρεντινός Μάιος, η Ορχήστρα «Λουίτζι Κερουμπίνι», αλλά και σύνολα τα οποία συγκροτήθηκαν ειδικά για τον σκοπό αυτόν, όπως οι «Ενωμένοι Ευρωπαίοι Μουσικοί» το 2002 στη Νέα Υόρκη, στη συναυλία η οποία δόθηκε «στη μνήμη των θυμάτων της τραγωδίας των Δίδυμων Πύργων και όλων των θυμάτων της βίας στον κόσμο».

Η Βηρυτός το 1998, η Μόσχα το 2000, το Κάιρο το 2003, ο Λίβανος το 2007 – όταν η ανάφλεξη στην περιοχή δεν επέστρεψε στην ορχήστρα και στον Μούτι να ταξιδέψουν εκεί και η συναυλία δόθηκε στη Ρώμη, στο Κυρηνάλιο -, το Ναϊρόμπι το 2011, το Τόκιο το 2016, αλλά και το Κίεβο το 2018, όπου 10.000 άνθρωποι παρέμειναν στις θέσεις τους υπό βροχή χειροκροτώντας θερμά τους μουσικούς, είναι μερικά μόνο από τα ταξίδια φιλίας στο διάστημα αυτών των χρόνων.

Το Φεστιβάλ της Ραβέννας γιορτάζει εφέτος τα 30 του χρόνια και με την ευκαιρία της επιλογής της Αθήνας για τους «Δρόμους της Φιλίας» 2019 συμπεριέλαβε στο πρόγραμμά του αρκετές εκδηλώσεις αφιερωμένες στον ελληνικό πολιτισμό, αρχαίο, βυζαντινό αλλά και σύγχρονο. Ανάμεσά τους ένα αφιέρωμα στον Μίκη Θεοδωράκη αλλά και η συναυλία του Λεωνίδα Καβάκου με τον οποίο ο Ρικάρντο Μούτι έχει επανειλημμένως συνεργαστεί και τον χαρακτηρίζει «έναν από τους μεγαλύτερους βιολονίστες στον κόσμο». Την ίδια στιγμή απευθύνει μήνυμα στους μουσικούς τους οποίους θα διευθύνει στη σκηνή του Ηρωδείου. «Τρέφω μεγάλο σεβασμό σ’ εσάς και στον πολιτισμό που εκπροσωπείτε, και πραγματικά ανυπομονώ να συνεργαστούμε» καταλήγει.