Η συμφωνία των Πρεσπών είναι αποτέλεσμα ενός πολύ δύσκολου και μάλλον οδυνηρού συμβιβασμού μεταξύ των δύο πλευρών. Είναι, ωστόσο, ισορροπημένη, χωρίς να αποτελεί θρίαμβο της ελληνικής διπλωματίας (όπως την εμφανίζει ο ΣΥΡΙΖΑ), αλλά ούτε και εθνική καταστροφή (όπως φοβικά την παρουσιάζει το μεγαλύτερο κομμάτι της αντιπολίτευσης).

Το σωστό μέτρο σύγκρισης δεν (πρέπει να) είναι αυτό του 1992. Το σημείο αναφοράς είναι το 2008 και η εθνική θέση/γραμμή που, με εξαίρεση τον Λαϊκό Ορθόδοξο Συναγερμό, υιοθετήθηκε  – με αρκετά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ήδη από τότε να εκφράζουν αρκετά πιο «προωθημένες» αντιλήψεις. Οι προϋποθέσεις αυτής προέβλεπαν σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, erga omnes/χρήση έναντι όλων – αρκεί βέβαια να τηρηθεί και από όσες χώρες πιθανόν αντιστρατεύονται τις Πρέσπες – και σαφή διαχωρισμό από την αρχαία ελληνική Μακεδονία. Από τη στιγμή που αυτές διασφαλίστηκαν στο ακέραιο, οι Πρέσπες συνιστούν επιτυχία. Ορισμένοι ισχυρίζονται πως θα ήταν προτιμότερος ένας χρονικός προσδιορισμός, δηλαδή το «Νέα Μακεδονία», αλλά αυτό είναι πολύ σχετικό.

Επειδή, πάντως, δεν είχαμε ποτέ βρεθεί τόσο κοντά σε μια συμβιβαστική φόρμουλα, δεν μπορούμε να πούμε πώς θα είχε κυλήσει η συζήτηση για το θέμα της υπηκοότητας/ιθαγένειας και της γλώσσας. Σε αυτά (όπως και τα εμπορικά σήματα) είναι που εντοπίζονται τα μελανά σημεία. Η ελληνική πλευρά, κρίνοντας πως είχε φτάσει η κατάλληλη στιγμή για έναν έντιμο συμβιβασμό, επέλεξε να προβεί σε παραχωρήσεις στα θέματα ιθαγένειας και γλώσσας. Ετσι, εκτίμησε, θα διευκόλυνε και τον Ζάεφ να την επιβάλει στο εσωτερικό του. Ο τελευταίος βρήκε ισχυρές αντιστάσεις και για να τις υπερβεί ξέφυγε αρκετές φορές από το πνεύμα και το γράμμα των Πρεσπών.

Είναι ασφαλώς ενθαρρυντικό ότι διευκρινίστηκε – και στη ρηματική διακοίνωση – πως η ιθαγένεια δεν προσδιορίζει/προκαθορίζει την εθνότητα. Οπως, επίσης, είναι sine qua non συνθήκη η συνολική – και όχι μερική – αναγραφή σε ταυτότητες και διαβατήρια. Εν τούτοις, πρώτον, θα μπορούσε να είχε επιλεγεί εξαρχής ο όρος «citizenship» για να χαρακτηρίσει την ιθαγένεια αντί για το «nationality» που έχει διττή σημασία και, δεύτερον, οι συνεχείς αναφορές του Ζάεφ στη «μακεδονική ταυτότητα» – ακόμη και αν δεχθούμε ότι γίνονται για εσωτερική κατανάλωση – καταδεικνύουν τη στρατηγική επιλογή των γειτόνων (και των πιο μετριοπαθών) να πιστώνουν στις Πρέσπες την αναγνώριση και αποδοχή από πλευράς Ελλάδας της ταυτότητάς τους. Η ρηματική διακοίνωση που επιδόθηκε στην Αθήνα είναι αναντίρρητα προς τη θετική κατεύθυνση, όμως, επειδή οι απόπειρες να εδραιωθεί η αντίληψη για «μακεδονική ταυτότητα» θα συνεχιστούν, η Ελλάδα θα πρέπει να αντιμετωπίζει ριζικά κάθε περίπτωση (ακόμη και φαινομενικά ανούσια) ώστε να μην κακοφορμίσει. Σημειώνεται πως ο προσδιορισμός της εθνότητας των γειτόνων μας δεν αποτέλεσε αντικείμενο της συμφωνίας.

Από εκεί και πέρα, η αδιαφορία της κυβέρνησης για να διαβουλευθεί και να ζυμωθεί με τα κόμματα της αντιπολίτευσης, η απροθυμία της να αναζητηθεί στοιχειώδης συναίνεση, η μυστικοπάθεια στους χειρισμούς του αρμόδιου υπουργού, η εύκολη και ανεδαφική κριτική στη συμφωνία, οι μικροπολιτικές σκοπιμότητες, η πρεμούρα μέρους του διεθνούς παράγοντα για επίτευξη συμφωνίας και η πόλωση (με εκατέρωθεν αφορισμούς της αντίθετης άποψης) για ένα θέμα που αγγίζει ευαίσθητες χορδές της πλειονότητας των πολιτών ενίσχυσαν τους μαξιμαλισμούς και της ακρότητες. Συνάμα, θα μείνουμε με την απορία αν θα είχαμε πετύχει καλύτερο αποτέλεσμα σε συνθήκες εσωτερικής ενότητας.

Σήμερα, η εικόνα σε μια κρίσιμη μάζα πολιτών είναι πως οι Πρέσπες μάς επιβλήθηκαν έξωθεν, χωρίς ουσιαστική δική μας συμβολή, κάτι που εντείνει τις αμφιβολίες για την ορθότητα των αποφάσεων ως προς την ικανοποίηση των συμφερόντων μας. Στο (εύκολο) παιχνίδι των εντυπώσεων, στο οποίο ορισμένοι κύκλοι (κακώς) επενδύουν πολιτικά, έρχεται να προστεθεί η εν τοις πράγμασι αποδοχή εκ μέρους μας λανθασμένων ερμηνειών (υπό τη μορφή δηλώσεων) από πλευράς της ηγεσίας της γειτονικής χώρας. Εμφανίζεται, λοιπόν, η Αθήνα, προκειμένου να μη θίξει τα συμφωνηθέντα, πρόθυμη να τις «χωνέψει», με αποτέλεσμα αυτές να διογκώνονται και έτσι να παγιώνονται (με αυξητική τάση) οι αντιδράσεις, υπονομεύοντας εξαρχής τα περιθώρια κοινωνικής αποδοχής καθώς και τη δυνατότητα πλήρους/ορθής εφαρμογής της συμφωνίας. Αλλωστε, οι ασφαλιστικές δικλίδες είναι για να χρησιμοποιούνται την κατάλληλη στιγμή, όχι για να καταλήγει η επίκλησή τους απειλή κενή περιεχομένου.

Για την άποψη που διατυπώνεται αναφορικά με τις «μακεδονικές» οργανώσεις που θα φυτρώσουν σαν μανιτάρια στην ελλαδική επικράτεια και τον κίνδυνο έγερσης διεκδικήσεων, στην πραγματικότητα η συμφωνία μάς κατοχυρώνει περισσότερο σε σχέση με το παρελθόν, όπου έχουμε καταδικαστεί δις από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Και αυτό, γιατί όποιο σωματείο επιχειρήσει από εδώ και πέρα να συσχετιστεί με την αρχαία ελληνική ιστορία ή τη «μακεδονική» γλώσσα (στο εν λόγω είχαμε πάντως διαπραγματευτικά περιθώρια που δεν αξιοποιήσαμε), στην πρώτη περίπτωση δεν θα έχει την προστασία του Στρασβούργου, στη δεύτερη θα πρέπει να επεξηγήσει την προέλευση αυτής.

Τέλος, η συμφωνία θέτει τις βάσεις επανάκαμψης της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή αλλά και μετριασμού της επιρροής άλλων δυνάμεων. Προφανώς αυτά δεν επιτυγχάνονται αυτόματα. Ωστόσο, ας αναρωτηθούμε αν οι προϋποθέσεις για την αποτελεσματική προώθηση των θέσεών μας σε ένα εξαιρετικά ρευστό περιφερειακό περιβάλλον ευρύτερων ανακατατάξεων θα ήταν ευνοϊκότερες με τη διαιώνιση ή τη διευθέτηση του Μακεδονικού, αρκεί βέβαια αυτή να είναι οριστική και βιώσιμη.

Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.