Κατά τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας επανέρχεται επιμόνως προς συζήτηση το άκρως αμφιλεγόμενο ζήτημα, το σχετικό με τον διαχωρισμό της εκκλησίας από το κράτος, χωρίς πάντως έως σήμερα να έχουν προταθεί πειστικές λύσεις στα πολυάριθμα προβλήματα που θα προκύψουν από μια τέτοια εξέλιξη.
Το γεγονός είναι ότι η ορθόδοξη χριστιανική πίστη είναι κυριολεκτικά ζυμωμένη με τα ιστορικά βιώματα και τη μοίρα του ελληνικού λαού επί πολλές εκατονταετίες, με αποτέλεσμα κάθε απόπειρα αποσύναψης του ενός στοιχείου από το άλλο, πόσω δε μάλλον κάθε προσπάθεια βεβιασμένης και άκριτης απόζευξης και διαμερισμού, να συναντάει σφοδρότατες αντιδράσεις και εντονότατες διαμαρτυρίες εκ μέρους τόσο της εκκλησιαστικής κοινότητας όσο και ενός σημαντικού τμήματος της ελληνικής κοινωνίας.
Πρόδηλο είναι ότι οι περισσότεροι θιασώτες της εν λόγω αποσύνδεσης υποστηρίζουν μετ’ επιτάσεως ότι η ελλαδική κρατική οντότητα πρέπει να απαρνηθεί κάθε οργανικό δεσμό με το εκκλησιαστικό σύστημα, προκειμένου να αποδυναμωθούν συνακόλουθες βλαπτικές παθογένειες και ανεπίτρεπτες εξαρτήσεις, ενώ βεβαίως αποδέχονται ταυτόχρονα –τουλάχιστον έως έναν βαθμό με ορισμένες σοβαρές επιφυλάξεις –τον κυριαρχικό ρόλο που επιτελεί σε όλες τις εκφάνσεις της ελληνικής κοινωνίας η άδολη και πηγαία θρησκευτική ευλάβεια των πολυπληθέστατων ορθόδοξων πιστών.
Ωστόσο, ένα κρίσιμο ερώτημα προκύπτει αβίαστα: κατά πόσον είναι δυνατόν ο νομοθέτης, όσο νηφάλια καλοπροαίρετος κι αν είναι, να διαμερίσει με ακρίβεια τα συστατικά μέρη μιας τέτοιας προαιώνιας σύμφυσης μεταξύ της ορθόδοξης εκκλησίας και της ελλαδικής κρατικής υπόστασης, καθώς επίσης να απαλείψει εξ ολοκλήρου κάθε πολιτική διάσταση από τις πάνδημες θρησκευτικές εκδηλώσεις και εορτές;
Θα ήταν, νομίζουμε, αρκετά διδακτικό για όλους τους εμπλεκομένους σε αυτή την αντιπαράθεση, εάν αναλογιστούμε ότι και στην αρχαία Ελλάδα ο θεολογικός προβληματισμός ήταν συχνότατα άρρηκτα συνυφασμένος με τις επικρατούσες πολιτικές δομές και τα καθεστώτα θεσμικά όργανα, καθώς επίσης η τελετουργική λατρεία ενίοτε αποτελούσε ισχυρότατο συνεκτικό παράγοντα για ευρύτερα πολιτειακά μορφώματα. Ειδικότερα, στην κλασική αρχαιότητα και ιδίως στην Αθήνα του πέμπτου αιώνα π.Χ., για την οποία διαθέτουμε πλήθος κειμενικών μαρτυριών και μνημειακών τεκμηρίων, το θρησκευτικό αίσθημα όχι μόνο διαχέεται ανεμπόδιστα εντός του συνόλου των πολιτικών και κοινωνικών διαδικασιών, αλλά επίσης αρκετές φορές αποτελεί εκείνη την τελεστική δύναμη η οποία ενεργοποιεί τα πολιτικά αντανακλαστικά των δρώντων υποκειμένων. Μολονότι η αθηναϊκή θρησκεία διαφοροποιείται από το χριστιανικό δόγμα ως προς την απουσία ιερών κειμένων και συγκροτημένου ιερατείου –αφού, ως γνωστόν, συγκεκριμένα ποιητικά κείμενα επέχουν θέση ευαγγελικής, θα λέγαμε, και κατηχητικής παράδοσης, καθώς οι περισσότερες ιεροπραξίες και τελετουργίες διενεργούνται από τους ίδιους τους αθηναίους πολίτες -, η θρησκευτική ευσέβεια και η λατρευτική κατάνυξη επανειλημμένως πλαισιώνουν γόνιμα και ενισχυτικά όλα τα πολιτικά και στρατιωτικά εγχειρήματα αυτής της τωόντι ηγεμονικής πόλης-κράτους.
Προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι το αθηναϊκό εορτολόγιο ήταν κατάφορτο με μηνιαία ιερουργικά δρώμενα και ενιαύσιες μεγαλοπρεπείς εορτές. Ιδίως οι περίλαμπρες πομπικές εκδηλώσεις κατά τη διάρκεια των Μεγάλων Παναθηναίων εν μέσω του θέρους σκοπό είχαν όχι μόνο να τιμήσουν την πολιούχο και προστάτιδα θεότητα της πόλης, την Αθηνά, αλλά επίσης να προβάλουν με υποβλητική ιεροπρέπεια το απαράμιλλο μεγαλείο και την εκτυφλωτική πολιτιστική ακτινοβολία της αθηναϊκής θαλασσοκρατίας. Με παρόμοιο τρόπο λίγους μήνες νωρίτερα, κατά την περίοδο της άνοιξης, οι Αθηναίοι διοργάνωναν τους ετήσιους δραματικούς διαγωνισμούς των Μεγάλων Διονυσίων, οι οποίοι μέσα από τη μυσταγωγική ιερουργία των θεατρικών και μουσικών δρωμένων ενδυνάμωναν την πεποίθηση των αθηναίων πολιτών στην ηθική και πνευματική υπεροχή της ηγεμονίας τους και συνάμα εμπέδωναν τους συμμαχικούς δεσμούς με άλλες σημαντικές ελλαδικές πόλεις. Κατά συνέπεια, και στις δύο προαναφερθείσες περιπτώσεις η θρησκευτική ευσέβεια συμπορεύεται με τον φλογερό πατριωτισμό· αξιοπρόσεκτο μάλιστα είναι ότι στο πλαίσιο των θεατρικών αγώνων, όπου με εντυπωσιακό τρόπο συναιρείται ο θρησκευτικός ζήλος με την ψυχική ανάταση και τη θερμή φιλοπατρία των πολυάριθμων θεατών, αναδεικνύονται μέσα από την εύγλωττη παρρησία των δραματικών χαρακτήρων κρίσιμοι προβληματισμοί όσον αφορά τον ηθικό ρόλο που οφείλουν να επιτελούν οι θεοί μέσα στον κόσμο των θνητών.
Ετι σπουδαιότερον, η αθηναϊκή πολιτεία του χρυσού αιώνα του Περικλή μεριμνούσε αδιαλείπτως για την ενίσχυση του θρησκευτικού φρονήματος όλων ανεξαιρέτως των κατοίκων της μέσω αμιγώς πολιτικών θεσμών, όπως βεβαίως ήταν οι εξόχως επιδραστικοί επιτάφιοι λόγοι, που εκφωνούνταν από διακεκριμένους ομιλητές της εποχής προς τιμήν των πεσόντων στις πολεμικές συρράξεις. Συναρπάζει πράγματι το γεγονός ότι και σε αυτή την τόσο συναισθηματικά φορτισμένη συγκυρία η βαθιά ευλάβεια των πενθούντων λειτουργεί ως πανίσχυρο παρηγορητικό κίνητρο, με αποτέλεσμα η εθελοθυσία των τεθνεώτων να μεταρσιώνεται σε αναντικατάστατο πρόκριμα ευθανασίας και εν τέλει αφηρωισμού, με άλλα λόγια σε συντελεστικό παράγοντα μυστικιστικής αθανασίας και τιμητικής υστεροφημίας.
Ευρέως γνωστή είναι η θυμόσοφη διαπίστωση ότι η εκκλησία προσομοιάζει με τη φωτιά, γιατί όποιος απομακρύνεται επί μακρόν από αυτήν παγώνει και όποιος πλησιάζει υπέρ το δέον προς αυτήν καίγεται· ωστόσο, αυτό που ισχύει στην πραγματική ζωή είναι εντελώς διαφορετικό. Εχουν υπάρξει περιπτώσεις στην ανθρώπινη ιστορία όπου κοινωνίες ολόκληρες πήραν τις αποστάσεις τους από εκκλησιαστικούς θεσμούς χωρίς να δοκιμάσουν το ψύχος του αποχωρισμού, και βεβαίως έχουν παρατηρηθεί διαμετρικά αντίθετες περιπτώσεις, όπου ηγεμονίες μικρές ή μεγάλες εναγκαλίσθηκαν τις φλόγες και ακολούθως σφυρηλατήθηκαν και μεγαλούργησαν μέσα στο θαυματουργό καμίνι της θρησκευτικής πίστης. Συνεπώς, αναφορικά με το ζήτημα του διαχωρισμού εκκλησίας και κράτους οφείλουμε να βαδίσουμε όλοι μας από εδώ και στο εξής με ορθοφροσύνη και μετριοπάθεια χωρίς ιδεοληψίες και δογματισμούς –πάνω απ’ όλα με ειλικρινή ευλάβεια στον διαιώνιο δεσμό που υφίσταται μεταξύ της ελληνικής πολιτείας και της χριστιανικής ορθοδοξίας –την οδό της αλληλοκατανόησης και του αλληλοσεβασμού.
Ο κ. Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος είναι καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής. Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ