H φετινή 24η Ιουλίου σημαδεύτηκε από τον θάνατο πολλών δεκάδων ανθρώπων και μια ανυπολόγιστη καταστροφή στη φύση και σε περιουσίες. Η ημερομηνιακή σύμπτωση ανάμεσα σε μια μέρα χαράς – για την αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στη χώρα –και στο τωρινό πένθος γεννάει μια επώδυνη σκέψη: η ομαλή πολιτική ζωή δεκαετιών, με τις εξάρσεις και τις κρίσεις της, δεν συνοδεύτηκε από μια νέα συνείδηση των απειλών για τον δημόσιο χώρο, το περιβάλλον, για αυτό που ο Χάιντεγκερ ονόμαζε το «κατοικείν».
Η ιδέα τής όπως-όπως τακτοποίησης της ζήτησης και των οικιστικών αναγκών καθόρισε την πολιτική στις μεταπολιτευτικές δεκαετίες όπως και στα μετεμφυλιακά χρόνια. Η δημοκρατία μας δημιούργησε θεσμούς, όργανα, διοικητικά και εποπτικά σώματα και προχώρησε σε έναν τεράστιο αριθμό ρυθμίσεων. Παρ’ όλα αυτά η αξία της αποτελεσματικότητας περνούσε πάντα σε δεύτερο πλάνο. Η Αριστερά υποτιμούσε σταθερά την αποτελεσματικότητα ως κάτι τεχνοκρατικό και «νεοφιλελεύθερο» ή ξένο προς τα αλληλέγγυα ήθη. Οσοι, από την άλλη, μιλούσαν κατά περίσταση για το αποτελεσματικό ή το επιτελικό Κράτος, δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να επιβάλουν τη σχετική αυτονομία του από ειδικά συμφέροντα, επαγγελματικά δίκτυα, λαϊκές ή επιχειρηματικές πιέσεις «ρυθμίσεων».
Από τη μία είχαμε μια διαρκή πίεση για μαζικές, φτηνές, γενικευμένες λύσεις στα κοινωνικά προβλήματα. Συγχρόνως, όμως, άνθησαν όλες οι εκδοχές οικολογικού μπλοκαρίσματος έργων, αναπλάσεων ή ακόμη και βασικών υποδομών. Η παρεμπόδιση πολλών αναγκαίων έργων συνδυάστηκε με την απουσία ορίων και τις αυθαίρετες πρακτικές –δηλαδή με το αντίθετό της.
Από τον παλαιό, «ιστορικό» δικομματισμό εκπορεύονταν πρακτικές αποφάσεις που προσπαθούσαν να γεφυρώσουν το πελατειακό πλαίσιο με τον εκσυγχρονισμό κάποιων υποδομών και την αντιγραφή πρακτικών από άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Το ζήτημα είναι όμως ότι η δημοκρατία που φτιάχτηκε μετά το 1974 δεν ενδιαφέρθηκε σοβαρά για τη λειτουργική διάσταση της σύγχρονης ζωής. Εφερε μέσα της ένα πνεύμα ρητορικού δασκαλισμού και περιφρόνησης για την παραγωγή, την τεχνική, τις λεπτομέρειες που οργανώνουν τον βίο των πολιτών μιας προηγμένης χώρας. Η λογική της μηχανιστικής προσαρμογής στην Ευρώπη ή της αντίστασης και της διεκδίκησης, ένας «δεξιός» και ένας «αριστερός» δασκαλισμός πέρασαν μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα, στη σκέψη των διανοουμένων, στις νοοτροπίες.
Το παραλυτικό στερεότυπο που ήθελε «τον Ελληνα» να μη «συνεργάζεται», να ενεργεί ατομικά και να μην μπορεί να συντονιστεί έγινε μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία όπου βολεύτηκε η νοσταλγία κάποιων για την παλιά κοινότητα και τα οργανικά της ήθη ή η απόφαση άλλων ότι «έτσι γίνονται τα πράγματα στην Ελλάδα».
Φυσικά τα τελευταία χρόνια οι φυσικές καταστροφές έχουν πάρει έναν άλλον χαρακτήρα. Η διάσταση της πλανητικής κλιματικής αλλαγής δεν είναι φιλολογική και ιδεολογική ατζέντα αλλά ο πραγματικός οικουμενικός ορίζοντας στον οποίον κινούμαστε. Είναι ένα επείγον θέμα και όχι πρόβλημα πολυτελείας για διαλέξεις και συνέδρια ανήσυχων επιστημόνων και ακτιβιστών.
Συχνά όμως και αυτό το πρόβλημα γίνεται κομμάτι του ρητορικού δασκαλισμού και του γενικόλογου «ανθρωπισμού» που κυριαρχεί στις ελληνικές ελίτ και σε κομμάτια της κοινωνίας μας. Οταν σε μαθητές τεχνικών και επαγγελματικών σχολών δίνονται θέματα έκθεσης με θέμα την άκαρδη… τεχνολογία και το πόσο δευτερεύον πράγμα είναι η διαχείριση μπροστά στην πολιτική και στον άνθρωπο, καταλαβαίνουμε πόσο σοβαρό είναι το πρόβλημα. Σαν να λέει κανείς ότι η αντιμετώπιση σύνθετων καταστροφών δεν χρειάζεται επιστήμη, επάρκεια, ποιότητα συντονισμού και πρακτικής ευφυΐας παρά μόνο γενικές περιβαλλοντικές και κοινωνικές ιδέες.
Είναι αλήθεια ότι η έκταση και η ένταση των καταστροφών καθιστούν δύσκολους τους προγραμματισμούς και τους σχεδιασμούς. Το έκτακτο καιρικό φαινόμενο γίνεται τακτικό και προκαλεί τα παραδοσιακά πολιτικά, διοικητικά και τεχνολογικά εργαλεία του κράτους και της αυτοδιοίκησης.
Αυτή όμως η αντικειμενική συνθήκη των κλιματικών και άλλων ρίσκων μεγεθύνεται από ατομικές και συλλογικές στάσεις. Η κούφια υπερπολιτικοποίηση κάθε νεροποντής και πυρκαγιάς, ο ρητορικός ανθρωπισμός μας, η γενικόλογη και τελετουργική κριτική στα στραβά της καταναλωτικής κοινωνίας, διάφορες ιδεοληπτικές εκδοχές «περιβαλλοντικής ηθικής», όλα αυτά τα στοιχεία δεν είναι ανώδυνα. Είναι έξεις και πρακτικές που ενισχύουν την αδυναμία της δημοκρατίας μας να χειριστεί τις μεγάλες καταστροφές.
Ο Ιούλιος είναι ο μήνας όπου η καλή επέτειος συνυπάρχει πάντα με την οδυνηρή μνήμη. Γράφοντας αυτές τις γραμμές ενώ δεν έχουν ακόμη βρεθεί όλοι οι νεκροί, και με δεκάδες αγνοουμένους, αισθάνομαι ότι κι εγώ πέφτω στην παγίδα της κριτικής γενίκευσης. Νομίζω όμως ότι πρέπει να πάμε κάπως πιο μακριά από την τετριμμένη αντιμετάθεση ευθυνών και τις κυβερνητικές πονηριές. Πιο πέρα ακόμη και από μια συμβατικά αντιπολιτευτική χρήση του θυμού.
Αν είναι βέβαιο ότι θα συμβιώνουμε πάντα με καταστροφές μεγάλης κλίμακας, το ζητούμενο είναι η πρόληψη ή έστω ο μετριασμός των συνεπειών και η αποφυγή των μαζικών θανάτων. Αυτά όμως δεν μπορεί να συμβούν όσο η διαχειριστική και η τεχνολογική μας κουλτούρα παραμένουν στάσιμες για να θριαμβεύουν στη θέση τους η ρουτίνα της κομματικής πολεμικής και η ρητορική για υπονομευτές και σκοτεινές δυνάμεις.

* Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ