Εως τώρα, όταν έπαιρνα νωρίς το πρωί το λεωφορείο από το Κέντρο προς το γραφείο µου, κοντά στη θάλασσα, ταξίδευα άνετα. Δεν είχε µαζευτεί ακόµη πολύς κόσµος, δεν είχε αρχίσει το ασφυκτικό στρίµωγµα που γεννά τις συνήθεις εντάσεις. Εσχάτως τα πράγµατα έχουν αλλάξει. Από νωρίς το λεωφορείο είναι φίσκα. Μεταφέρει δύο κατηγορίες επιβατών: Τους «µεν», που πηγαίνουµε παραδοσιακά στις δουλειές µας, και τις (εποχικές) «δεν… εργάζοµαι, πάω για µπάνιο και ζήλια σου!». Αυτές οι «δεν» είναι κυρίως γυναίκες µεγαλύτερης ηλικίας, τις οποίες συναντώ, ανεξαρτήτως της ώρας που φτάνω στη στάση, να περιµένουν κατά δεκάδες το λεωφορείο, ντυµένες µε πετσετέ φορέµατα και µε όλον τον εξοπλισµό για την παραλία.
Δεν έχω κανένα πρόβλημα μαζί τους, εκείνες όμως φαίνεται πως έχουν. Και με εμένα και με τους άλλους «μεν». Το υποπτεύεσαι πως σε εχθρεύονται από το άγριο βλέμμα που σου ρίχνουν με το που πλησιάζεις: «Αλλος ένας που θα επιχειρήσει να πιάσει τη θέση που δικαιούμαι εγώ. Δεν με ξέρει καλά!». Αμ θα τη μάθεις καλά και αυτήν και τις συναγωνίστριές της, με το που θα φτάσει το όχημα. Τότε, ορμάνε σαν μαινάδες προς τα άδεια καθίσματα, σπρώχνοντας, τραβώντας η μία την άλλη και όλες μαζί εμάς, και κάνοντάς μας παρατηρήσεις: «Πήγαινε πιο εκεί!», «καλέ, φύγε από μπροστά μου να προφτάσω!», «άντε, άντε ανέβαινε!». Μόλις βολευτούν, αρχίζουν τις διαταγές: «Τράβα το παράθυρο γιατί με φυσάει», «Κατέβασε το στόρι γιατί με βαράει ο ήλιος», «Μου χτυπάς το εισιτήριο;» –πού να προλάβει να το χτυπήσει έτσι όπως έτρεχε σαν να της είχαν βάλει νέφτι;
Η εισβολή τους δεν σταματάει στην αφετηρία, συνεχίζεται και στις άλλες στάσεις. Εκείνες που ανεβαίνουν, με το που βλέπουν πως δεν υπάρχουν θέσεις, αγριεύουν ακόμη πιο πολύ. Προχθές μία ζήτησε (σε εμάς, τους όρθιους) να μετακινηθούμε για να καθίσει, και αυτό έκανε: Ανοιξε ένα σκαμνάκι σαν αυτά που παίρνουν στις εκκλησίες και στρογγυλοκάθισε στη μέση του λεωφορείου! Η επόμενη που μπήκε εντόπισε μια Φιλιππινέζα που είχε κάνει το τραγικό σφάλμα να καθίσει και της είπε: «Σήκω να κάτσω εγώ που είμαι γιαγιά!». Δεν έπρεπε! Η Φιλιππινέζα την κοίταξε με ύφος νυφίτσας που επιτίθεται σε κόμπρα και της είπε: «Εγώ πάει δουλέψει, δεν σηκωθώ! Εσύ πάει μπάνιο! Αφού μπορεί μπάνιο, μπορεί μείνει όρθιο! Μη βλέπεις εγώ που είναι νέα, ξέρει τι κούραση έχω; Εγώ, έπιασε φωτιά και για να σώσει παππού έπεσα σε φωτιά και χτύπησε μέση και τώρα δεν μπορεί κάτσω όρθια. Εσύ μπορώ!».
Θα το πω: Είμαι με τη Φιλιππινέζα. Θα καταθέσω και μια σκέψη που κάνω αυτές τις ημέρες, με τον φόβο να κακοχαρακτηριστώ ακόμη περισσότερο: Παρατηρώντας πώς συμπεριφέρονται αυτές οι «δεν», οι περισσότερες εκ των οποίων έχουν αναθρέψει παιδιά, έχω αρχίσει να καταλαβαίνω γιατί έχει γεμίσει ο τόπος γαϊδούρια.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ