Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις διάγουν αναμφίβολα μια από τις δυσκολότερες περιόδους της σύγχρονης ιστορίας τους. Αναμφίβολα επίσης, αυτή τη φορά εξαιτίας της Τουρκίας, η οποία έχει επιλέξει να αναβαθμίσει την αναθεωρητική ρητορική της σε Κύπρο και Ελλάδα με συγκεκριμένες πράξεις που έχουν λάβει τη μορφή «κρίσεων χαμηλής έντασης».

Είναι ενδιαφέρον ότι είναι η πρώτη φορά που η Τουρκία έχει ανοίξει και διατηρεί –επιδεικνύοντας επιθετική συμπεριφορά σε επίπεδο τόσο ρητορικής όσο και πράξεων –τόσο πολλά μέτωπα στα νότια και δυτικά της: ξεκινώντας από τις πολεμικές επιχειρήσεις στο έδαφος της σπαρασσόμενης από τον εμφύλιο Συρίας στα νότιά της, συνεχίζοντας με την απειλή χρήσης βίας στον χώρο της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης της Κύπρου και δημιουργώντας «κρίσεις χαμηλής έντασης» στα δυτικά της, απέναντι στην Ελλάδα.

Ειδικότερα όσον αφορά την Ελλάδα, η Τουρκία φαίνεται να επιχειρεί (τόσο μέσω ανάληψης κινήσεων υψηλού κινδύνου όσο και μέσω αναφορών για αδιαμφισβήτητη τουρκική κυριαρχία) να ενισχύσει (κυρίως στο εσωτερικό της αλλά όχι μόνο) μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα και αντίληψη περί περιοχών «αμφισβητούμενης κυριαρχίας» στο Αιγαίο. Δείχνει παράλληλα έτοιμη να εκμεταλλευθεί τις ευκαιρίες που θα παρουσιαστούν, όπως η περίπτωση της σύλληψης των δύο στρατιωτικών στον Εβρο, προκειμένου να αυξήσει την πίεση προς την Ελλάδα.
Παραδοσιακά στην τουρκική στρατηγική στοχοθεσία και όχι συγκυριακά στη σημερινή Τουρκία του κ. Ερντογάν, Ελλάδα και Κύπρος συνδέονταν. Στο μέτωπο της Κύπρου η στοχοθεσία της Τουρκίας είναι σαφέστερη και εν πολλοίς εκπεφρασμένη από την ίδια: η ακύρωση του ενδεχομένου να καταστεί η Κύπρος κομβικής σημασίας ενεργειακός παίκτης στην Ανατολική Μεσόγειο. Πράγματι μέσα από διεθνείς συμφωνίες με άλλες χώρες καθώς και μέσω της δημιουργίας σύμπραξης εταιρειών-κολοσσών όσον αφορά την εξόρυξη και εκμετάλλευση κοιτασμάτων φυσικού αερίου, η Κυπριακή Δημοκρατία έχει διευρύνει το πολιτικό της εκτόπισμα και έχει ενισχύσει τη διαπραγματευτική της ισχύ διεθνώς προσφέροντας ταυτόχρονα εναλλακτική λύση στο ενεργειακό πρόβλημα της Ευρώπης. Συνεπώς η Τουρκία δεν θα μπορούσε να επιτρέψει να είναι είτε απούσα είτε περιθωριοποιημένη σε μια περιοχή υψηλού γεωπολιτικού ενδιαφέροντος και συνεχώς αυξανόμενης ρευστότητας.
Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι σε όλα τα παραπάνω μέτωπα όπου η Τουρκία αναπτύσσει την επιθετική (διακηρυκτική ή πραγματική) συμπεριφορά της έχει καταφέρει είτε να απολέσει παλαιούς συμμάχους είτε να κάνει νέους εχθρούς. Στο μέτωπο της Συρίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες, με τις οποίες ο κ. Ερντογάν βρίσκεται σε ρήξη για σειρά ζητημάτων, «επέτρεψαν» την κατάληψη της πόλης του Αφρίν από τις τουρκικές δυνάμεις αλλά δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν τους Κούρδους, τον πιο αξιόπιστο σύμμαχό τους στην περιοχή και μόνιμο εφιάλτη της Τουρκίας.
Στο μέτωπο της Κύπρου, η Τουρκία βρήκε απέναντί της σχεδόν σύσσωμη τη διεθνή κοινότητα (ΕΕ, ΗΠΑ, ΝΑΤΟ), η οποία υποστήριξε το αυτονόητο δικαίωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας στην άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της. Οσον αφορά την Ελλάδα, μετακινούμενη από την αρχικά αμήχανη στάση της, η ΕΕ εγκάλεσε την Τουρκία ως διεθνή ταραξία (αναφερόμενη για πρώτη φορά σε κείμενο Συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σε παράνομες ενέργειές της στην Ανατολική Μεσόγειο), διεμήνυσε στον κ. Ερντογάν ότι με τον τρόπο που πορεύεται στο εσωτερικό και συμπεριφέρεται στο εξωτερικό υπονομεύει ο ίδιος τη σχέση του με την ΕΕ, και τόνισε ότι το μέλλον της Τουρκίας με την Ενωση συνδέεται ευθέως ή/και εξαρτάται από τις σχέσεις της Τουρκίας με την Ελλάδα και την Κύπρο. Βεβαίως η διεθνής αυτή αντίδραση στην ανάπτυξη της τουρκικής επιθετικότητας έχει όρια, και τούτο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όσον αφορά τις προσδοκίες της Ελλάδας και της Κύπρου για την υποστήριξη των συμφερόντων τους από τον διεθνή παράγοντα.
Αντί να φροντίσει για την αποκατάσταση των διεθνών ερεισμάτων της Τουρκίας, ο κ. Ερντογάν επιμένει η εξωτερική συμπεριφορά της χώρας του να ακολουθεί την «εσωτερική μεθοδολογία» που οδήγησε στις επανειλημμένες προσωπικές νίκες του στο εσωτερικό: επιθετικότητα, βελτιστοποίηση βραχυπρόθεσμων κερδών και τυχοδιωκτισμό. Οι επιλογές αυτές θα επιταχύνουν την επιστροφή της Τουρκίας στην «υπέροχη απομόνωση», ενισχύοντας περαιτέρω τη διεθνή αναξιοπιστία της και καθιστώντας τον – αλαζόνα, ανασφαλή, παρορμητικό και χωρίς την απουσία εσωτερικών αντιβάρων και ελέγχου της συμπεριφοράς του – κ. Ερντογάν δυσκολότερα διαχειρίσιμο ή/και συνεργάσιμο.
Οπως η φύση, έτσι και η γεωπολιτική μισεί τα κενά. Αν και η γεωπολιτική αξία της Τουρκίας παραμένει σημαντική, οι επιλογές εξωτερικής πολιτικής του κ. Ερντογάν έχουν απαξιώσει, αν όχι ακυρώσει, τη δυνατότητα της χώρας του να αποτελέσει πόλο σταθερότητας στην εύφλεκτη περιοχή της Μέσης Ανατολής και έχουν δημιουργήσει ένα σοβαρό «κενό αξιοπιστίας» για το περιφερειακό, ευρωπαϊκό και δυτικό σύστημα ασφάλειας. Ως αποδεκτός και αδιαμφισβήτητος, από τη διεθνή κοινότητα, πόλος σταθερότητας, η Ελλάδα έχει την ευκαιρία να αναλάβει, με προσοχή και μεθοδικότητα, τον ρόλο της κάλυψης αυτού του κενού. Η ανάληψη αυτού του ρόλου από την Ελλάδα θα συνεπάγεται την ενεργότερη και αποτελεσματικότερη διαχείριση των ελληνοτουρκικών σχέσεων στο επίπεδο της «εξωτερικής εξισορρόπησης» της τουρκικής απειλής, που παραμένει ακριβό ζητούμενο ήδη από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, όταν εξέπνευσε η στρατηγική του Ελσίνκι. Αποτελεί ταυτόχρονα άμεση προτεραιότητα για την Ελλάδα η ανάπτυξη (σε συνεργασία με την Κυπριακή Δημοκρατία) ενός ενιαίου και συγκροτημένου συστήματος διαχείρισης κρίσεων, ικανού να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά – τόσο σε επιχειρησιακό όσο και σε επικοινωνιακό επίπεδο – την επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας, ειδικά όταν αυτή εκδηλώνεται στο ενδιάμεσο επίπεδο των «κρίσεων χαμηλής έντασης».

Ο κ. Παναγιώτης Τσάκωνας είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Σπουδών Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ