Δεκαοκτώ ήδη χρόνια στην εξουσία ο –θριαμβευτικά επανεκλεγείς την περασμένη Κυριακή –ρώσος πρόεδρος, αναβιώνει τη συζήτηση, που σε βάθος εξετάζω στο έργο μου «Τα πολιτικά καθεστώτα, δημοκρατίες και απολυταρχίες, οι γρίφοι της εξουσίας», αν η ουσία του δημοκρατικού πολιτεύματος βρίσκεται στο λαοπρόβλητο των εξουσιαστών ή, όπως έλεγε ο Ρεϊμόν Αρόν,στην ανοχή ανεξάρτητων θεσμικών αναχωμάτων, δηλαδή στην εκ μέρους τους θεσμοθετημένη μετριοπάθεια και ανοχή έναντι των εξουσιαζομένων και δη των αντιφρονούντων/αλλόγνωμων…
Στο παρόν, ωστόσο, δεν θα αναπαραγάγω τη γνωστή συζήτηση για τη δημοκρατικότητα (ή τον βαθμό της δημοκρατικότητας) του, συνομήλικου με τον αιώνα μας, πουτινικού καθεστώτος. Δεν θα σχολιάσω καν, με διάθεση σαρκασμού, τη «δημοκρατική πρόοδο» της τελευταίας τριακονταετίας, που περιόρισε το «εκλογικό» 99% της σοβιετικής περιόδου σε κάτι λίγο υψηλότερο του 75%. Θα περιοριστώ μόνο σε κάποιες θεσμικές διαστάσεις της εξουσίας του άλλοτε ηγέτη της Κα Γκε Μπε.

Δεκαοκτώ λοιπόν χρόνια αυτός στην εξουσία, αλλά όχι 18 χρόνια στην προεδρία, όπως συχνά γράφεται…
Οταν πρωτοεξελέγη, η προεδρική θητεία ήταν τετραετής και, κατά το Σύνταγμα, δεν ήταν ανανεώσιμη πέραν των δύο διαδοχικών. Το ρωσικό Σύνταγμα, όμως, δεν είναι «αυστηρό», όπως π.χ. το ελληνικό, το γαλλικό ή το αμερικανικό (που απαιτούν σύνθετη, χρονοβόρα και με εμπλοκή διάφορων θεσμικών υποκειμένων διαδικασία για την αναθεώρησή τους). Αναθεωρείται όπως ένας απλός νόμος. Ετσι, στο τέλος της πρώτης οκταετίας του Πούτιν, όλοι προεξοφλούσαν πως θα το τροποποιούσε, καθιστώντας συνταγματικά δυνατή και τρίτη συνεχόμενη προεδρική θητεία.

Ωστόσο, ο πρώην καγκεμπίτης εξέπληξε. Βοήθησε την εκλογή στην προεδρία τού –έως τότε και σήμερα πάλι πρωθυπουργού του –Μεντβέντεφ, ο ίδιος, δε, μετακινήθηκε στην πρωθυπουργία. Παράλληλα, με αναθεώρηση, κατέστησε εξαετή την προεδρική θητεία για το μέλλον.

Η συνύπαρξή του με τον Μεντβέντεφ στην προεδρία επιβεβαιώνει –μολονότι κατά το ρωσικό Σύνταγμα ο ΠτΔ είναι πολύ ισχυρότερος από τον γάλλο ομόλογό του, ο οποίος χρησίμευσε ως πρότυπο –αυτό που πάντα διακήρυσσα: πως το ημιπροεδρικό σύστημα είναι «μεταβλητών θεσμικών ισορροπιών». Εκείνη την περίοδο το κέντρο των εξουσιών είχε μετακινηθεί στο πρωθυπουργικό αξίωμα (αν και στιγμιαία οι δύο κορυφαίοι πολιτειακοί παράγοντες διαφοροποιήθηκαν στην εξωτερική πολιτική, αφού ο Μεντβέντεφ επικρότησε τη δυτική εισβολή στην κανταφική Λιβύη, ενώ ο Πούτιν τη χαρακτήρισε «νέα σταυροφορία»).
Σήμερα η πολιτική μονοκρατορία του Βλαντίμιρ δεν επιβεβαιώνεται μόνο από το γεγονός πως δεν υπάρχει συνταγματικός/πολιτικός τρόπος να ανατραπεί πριν από το 2024 (ενώ είναι δυνατή νέα συνταγματική αναθεώρηση, που θα του επιτρέψει και τρίτη διαδοχική εξαετία). Αλλά και από το εκλογικό σύστημα για την ανάδειξη των βουλευτών, το οποίο, σε συνδυασμό με την πολιτική πραγματικότητα της χώρας, σχεδόν αποκλείει το ενδεχόμενο, έπειτα από κοινοβουλευτικές εκλογές, να προκύψει κομματικοπολιτικά συμπαγής αντιπουτινική πλειοψηφία στη Δούμα: Οι μισοί βουλευτές εκλέγονται πλειοψηφικά σε μικρές περιφέρειες, κάτι που ευνοεί την ανάδειξη πάμπολλων παραγόντων με ισχυρά τοπικά ερείσματα και χωρίς ένταξη σε εθνικής εμβέλειας κόμματα. Η παρουσία, άλλωστε, τέτοιων κομμάτων δυσχεραίνεται επίσης από το πολύ υψηλό –για μια τόσο αχανή χώρα –κατώφλι του 5% σε εθνική βάση που απαιτείται για να αναδείξει ένα κομματικό μόρφωμα «αναλογικούς βουλευτές»…
Συμπέρασμα;
Ισως να αποτελεί και πλεονέκτημα, σε χώρες με χαμηλή δημοκρατική παράδοση και σχεδόν ανύπαρκτη θεσμική συνείδηση, η ευκαμψία του Συντάγματος. Υπάρχει, πράγματι, ιστορικό προηγούμενο. Το 1851 ο εκλεγμένος –με καθολική ψηφοφορία, για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία –πρόεδρος της Γαλλίας Λουδοβίκος-Ναπολέων Βοναπάρτης έβλεπε τη θητεία του να πλησιάζει προς τη λήξη της. Με δεδομένο δε πως το Σύνταγμα, το οποίο απαγόρευε δεύτερη διαδοχική θητεία, δεν μπορούσε να αναθεωρηθεί, έκανε το μόνο που μπορούσε να κάνει: πραξικόπημα, ώστε να εγκαθιδρύσει απολυταρχικό καθεστώς (το οποίο, όπως και του Πούτιν, υπήρξε επί μακρόν δημοφιλέστατο, αφού και σημαντικότατη οικονομική ανάπτυξη πέτυχε και νέα εδάφη –Σαβοΐα και Νίκαια –διασφάλισε στη χώρα).
Οσον αφορά τις διεθνοπολιτικές επιπτώσεις μιας τόσο ισχυρής πολιτικής εξουσίας στη Ρωσία (σημαντικές και για τη χώρα μας), αυτές τις αφήνω προς μελέτη στους διεθνολόγους συναδέλφους μου, τον Παπασωτηρίου, τον Καιρίδη, τον Φίλη, τον Λάβδα, τον Πλατιά, τον Αρβανιτόπουλο κ.λπ.
Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ