«Οι προδότες έχουν πάντα κακό τέλος». Προφητικά κυνικός, με αυτά τα λόγια ο Βλαντίμιρ Πούτιν σχολίαζε το 2010 την ηχηρή ανταλλαγή κατασκόπων μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, μετά την οποία ο ρώσος πράκτορας Σεργκέι Σκριπάλ, που είχε ήδη αυτομολήσει στη Δύση, κατέφευγε στη Βρετανία.
Ο Σκριπάλ θα μπορούσε να είχε απλά εκτελεστεί, όταν λίγα χρόνια νωρίτερα οι ρωσικές μυστικές υπηρεσίες ανακάλυπταν τη διπλή του καριέρα: πρώην επίλεκτος πράκτορας της KGB, στρατολογήθηκε από το Λονδίνο αποκαλύπτοντας για σειρά ετών την ταυτότητα δεκάδων ρώσων μυστικών πρακτόρων που επιχειρούσαν στην Ευρώπη.
Γιατί όμως η εκδίκηση συνέβη τώρα και όχι νωρίτερα; Η χρονική συγκυρία της δηλητηρίασης του «προδότη» με νευροτοξικό παράγοντα εύλογα γεννά δεκάδες ερωτήματα. Αν τελικά αποδειχθεί –όπως υποστηρίζει η Βρετανία –ότι πίσω από αυτήν κρύβεται το Κρεμλίνο, μια από τις πολλές ερμηνείες βρίσκεται στις σημερινές προεδρικές εκλογές στη Ρωσία.
Με δεδομένο ότι η προεκλογική εκστρατεία κάθε άλλο παρά θερμή ήταν (η νίκη του Πούτιν αποτελεί εξάλλου βεβαιότητα), δίχως αμφιβολία η υπόθεση Σκριπάλ διεγείρει τα ψυχροπολεμικά ένστικτα μιας ολόκληρης γενιάς Ρώσων που γαλουχήθηκαν μέσα σε αυτά και ενισχύει το προφίλ του στιβαρού ηγέτη που τόσα χρόνια ο ρώσος πρόεδρος έχει επιμελώς καλλιεργήσει.
Πυρηνικά και κατάσκοποι
Σήμερα ο Πούτιν βρίσκεται αντιμέτωπος με συνολικά οκτώ αντιπάλους, ανάμεσα στους οποίους ο ακροδεξιός λαϊκιστής Βλαντίμιρ Ζιρινόφσκι, ο φιλελεύθερος Γκριγκόρι Γιαβλίνσκι, η τηλεπαρουσιάστρια Ξένια Σόμπσακ και ο Πάβελ Γκρουντίνιν από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Η κούρσα, ωστόσο, φαντάζει παράσταση για έναν μόνο ρόλο. Η δημοτικότητα του Πούτιν βρίσκεται στο ζενίθ, με τις δημοσκοπήσεις να του δίνουν άνετη επικράτηση, γύρω στο 70%.
Η μεγάλη αποδοχή της πολιτικής του ως έναν βαθμό βασίζεται στο ότι δεν υπάρχει αντίπαλον δέος, πλην του ορκισμένου του εχθρού Αλεξέι Ναβάλνι, ο οποίος, εξαιτίας αμφιλεγόμενης καταδίκης του, δεν μπορεί να θέσει υποψηφιότητα. Κυρίως όμως έχει να κάνει με το ότι ο Πούτιν, που αναρριχήθηκε πάνω στα μετασοβιετικά συντρίμμια, κατάφερε να βγάλει τη Ρωσία από το περιθώριο, να ανοικοδομήσει το χαμένο κύρος μετά την κατάρρευση του Τείχους και «να αποκαταστήσει ένα μέρος της τιμής της» όπως ο ίδιος ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ δήλωνε προ τεσσάρων ετών στο αμερικανικό περιοδικό «Τime» με αφορμή την προσάρτηση της Κριμαίας στη ρωσική επικράτεια.
Ετσι λοιπόν ο ρώσος πρόεδρος έθεσε εκ νέου την εξωτερική πολιτική στο κέντρο του προεκλογικού κάδρου, επικαλούμενος το συναίσθημα του αναγεννημένου πατριωτισμού, ενδεδυμένο με ακόμη περισσότερη επιθετικότητα. Η επιλογή να μετακυλίσει χρονικά την ετήσια ομιλία του ενώπιον του έθνους κοντά στην ημερομηνία των εκλογών, προκειμένου να κάνει επί της ουσίας επίδειξη ισχύος των νέων ανίκητων ρωσικών υπερόπλων και να απειλήσει τη Δύση ανοιχτά με πυρηνικό όλεθρο, δεν ήταν τυχαία.
Υπό αυτό το πρίσμα, η απόπειρα δολοφονίας του ρώσου πρώην διπλού κατασκόπου Σκριπάλ και της κόρης του Γιούλια στο Σόλσμπερι της Βρετανίας, παραμονές των προεδρικών εκλογών, στέλνει μια σαφή υπενθύμιση στους προδότες της πατρίδας πως δεν μπορούν να νιώθουν ασφαλείς και ταυτόχρονα ένα δυνατό μήνυμα προς τη Δύση ότι η Ρωσία κάνει τις απειλές της πράξη.
Η Βρετανία σηκώνει το γάντι
Για τον Πούτιν, όσο μακριά και αν βρίσκονται οι εχθροί, μπορούν ανά πάσα στιγμή να εξουδετερωθούν. Δώδεκα χρόνια έχουν περάσει, εξάλλου, από την υπόθεση του ρώσου πρώην κατασκόπου και σφοδρού επικριτή του Πούτιν, Αλεξάντρ Λιτβινιένκο, που δηλητηριάστηκε με πολώνιο 210 –ένα ισχυρό ραδιενεργό ισότοπο –στη διάρκεια συνάντησής του με πρώην πράκτορα της KGB επί βρετανικού εδάφους, προκαλώντας σοβαρή κρίση στις διπλωματικές σχέσεις Ρωσίας – Βρετανίας. Σήμερα, το έργο επαναλαμβάνεται με διαφορετικούς πρωταγωνιστές αλλά ίδιο σενάριο.
Η βρετανίδα πρωθυπουργός Τερέζα Μέι μίλησε για απέλαση από το Ηνωμένο Βασίλειο 23 ρώσων διπλωματών, οι σύμμαχοί της έσπευσαν με κοινό ανακοινωθέν να καταδικάσουν την επίθεση κατά του Σκριπάλ και της κόρης του, μια επίθεση που, όπως ανέφεραν, «απειλεί την ασφάλεια όλων», ενώ τις τελευταίες ώρες διακινείται πλήθος πληροφοριών για περαιτέρω οικονομικές κυρώσεις εις βάρος της Μόσχας. Μεταξύ αυτών εξετάζεται το ενδεχόμενο η κυβέρνηση Μέι να παγώσει τον λογαριασμό της ρωσικής πρεσβείας στο Λονδίνο, να επιβάλει απαγόρευση ταξιδιών, ακόμη και να ρίξει «μαύρο» στο ρωσικό κανάλι Russia Today και στην ιστοσελίδα Sputnik.
Απαντώντας στις βρετανικές αιτιάσεις, ο ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ έκανε λόγο για «πρόστυχες και ανυπόστατες» κατηγορίες, οι οποίες δεν έχουν τεκμηριωθεί με σαφήνεια, μια και μέχρι στιγμής δεν έχει εκδοθεί κανένα ιατρικό δελτίο στο οποίο να αποδίδεται η αιτία της κατάρρευσης του Σκριπάλ στον νευροτοξικό παράγοντα Νόβιτσοκ που επικαλούνται οι έρευνες των βρετανικών εργαστηρίων.
Η «Αυτοκρατορία» αντεπιτίθεται
Αναλυτές εκτιμούν ότι παρά τον νέο γύρο κυρώσεων η Ρωσία του Πούτιν θα δείξει και πάλι την αντοχή της, όπως το 2014 με τις σκληρές κυρώσεις που της επέβαλε η Δύση μετά την προσάρτηση της Κριμαίας, αλλά και την κατάρριψη, τέσσερις μήνες αργότερα, του αεροσκάφους των Μαλαισιανών Αερογραμμών πάνω από εδάφη που η Ρωσία ελέγχει στην Ανατολική Ουκρανία.
Παρά τις τότε δυσοίωνες προβλέψεις περί κατάρρευσης της οικονομίας, το συντριπτικό βάρος της πτώσης των τιμών του πετρελαίου, αλλά και τους κραδασμούς που υπέστη το ρούβλι, η χώρα στάθηκε όρθια καταφέρνοντας σε μεγάλο βαθμό να απεξαρτηθεί από τη Δύση. Οσο για τον ίδιο τον Πούτιν; Σε μεγάλη μερίδα της ρωσικής κοινής γνώμης πέρασε το μήνυμα πως σε μια τόσο δύσκολη συγκυρία είναι ο μόνος που μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια και τη σταθερότητα της χώρας, παρά τον απολυταρχισμό και τη σιδηρά πυγμή της εξουσίας του που ακόμη και οι ψηφοφόροι του τού καταλογίζουν.
Σήμερα και για τα επόμενα τέσσερα χρόνια το στοίχημα που πρέπει να κερδίσει είναι αφενός μεν η εξασφάλιση ενός υψηλού ποσοστού συμμετοχής που θα νομιμοποιήσει την επανεκλογή του (πολλοί την ονομάζουν εκ νέου ενθρόνιση, μια και δεν απειλεί κανείς την πρωτιά του), αφετέρου δε η δρομολόγηση της διάδοχης κατάστασης, δεδομένου ότι το ρωσικό Σύνταγμα δεν του επιτρέπει να υπηρετήσει για περισσότερες από δύο συνεχόμενες θητείες. Ηδη οι ελίτ που τον στηρίζουν και τις οποίες ανέδειξε, καθιστώντας τες πάμπλουτες και πανίσχυρες, εκφράζουν φόβους για το τι μέλλει γενέσθαι όταν ο «Τσάρος» αποχωρήσει από το παλάτι του Κρεμλίνου.
Ο παράγοντας Νόβιτσοκ
Ο «νεοφερμένος», όπως μεταφράζεται από τα ρωσικά, παράγοντας αναπτύχθηκε σε εργαστήριο της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ενωσης κατά τη δεκαετία του ’70 ως νευροπαραλυτικό τέταρτης γενιάς. Ταξινομείται διεθνώς ως στρατιωτικό όπλο και απαγορεύεται από τη Σύμβαση για τα Χημικά Οπλα του 1997, την οποία και η Μόσχα έχει συνυπογράψει μεταξύ άλλων. Η ύπαρξή του έγινε γνωστή από έναν πρώην χημικό που αποσκίρτησε από τον ρωσικό στρατό. Ο Βιλ Μιρζαγιάνοφ εργάστηκε σε σοβιετικό εργαστήριο στο Ουζμπεκιστάν και δημοσίευσε τους τύπους και τις ιδιότητες της τοξικής ουσίας. Ο Νόβιτσοκ είναι πέντε με οκτώ φορές ισχυρότερος από τα θανατηφόρα σαρίν και VX, τα οποία έχουν χαρακτηριστεί ως όπλα μαζικής καταστροφής. Μπορεί να έχει υγρή, στερεή σε σκόνη ή αέρια σε σπρέι μορφή, ενώ η επίδρασή του είναι ανάλογη με τη συγκέντρωση της ποσότητας στην οποία εκτίθεται το θύμα, το οποίο μπορεί να υποκύψει ακόμη και μέσα σε τριάντα δευτερόλεπτα. Σε ορισμένες εκδοχές του δεν υπάρχει αντίδοτο, ενώ οδηγεί σε παράλυση, πολυοργανική ανεπάρκεια και θάνατο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ