Στις δεκαετίες του 1910 και του 1920 οι σκηνοθέτριες του κινηματογράφου ήταν κάτι λιγότερο από ελάχιστες, όμως ανάμεσά τους βρισκόταν η Ρωσίδα Εσφίρ Σουμπ, από τα ιδρυτικά στελέχη του σοβιετικού κινηματογραφικού χρονικού και του ντοκιμαντέρ. Ο Σεργκέι Γιουτκέβιτς την αποκάλεσε «θαύμα στην 7η Τέχνη», ο Σεργκέι Μιχαΐλοβιτς Αϊζενστάιν έμαθε από αυτήν το μοντάζ. «Η μάγισσα του μοντάζ» ήταν άλλωστε το υποκοριστικό της (νονός σε αυτό και πάλι ο Γιουτκέβιτς) και η «Πτώση της δυναστείας των Ρομανόφ» που από αυτή την Πέμπτη θα προβάλλεται στην «Αλκυονίδα» και στο «Στούντιο» σε διανομή New Star είναι το αριστούργημά της.
Διευρύνοντας τον ιστορικό τόπο και χρόνο, η Σουμπ αποδεικνύει τη γενική νομοτέλεια που διέπει τη βασική αντίθεση μεταξύ του κοινωνικά παραγόμενου πλούτου και της αρπαγής του από μια ελάχιστη μειοψηφία κεφαλαιοκρατικών παρασίτων.
Η Μόσχα του παπαδαριού, η Μόσχα των λιτανειών έξω από τα τείχη του Κρεμλίνου, η συνεδρίαση της «υπάκουης στον τσάρο Δούμας» (Βουλής), στην Αγία Πετρούπολη. Στοιχεία που μας δίνουν μια ευρεία εικόνα από την προεπαναστατική περίοδο στη Ρωσία ξεχύνονται στην οθόνη με το ευφυές μοντάζ της Σουμπ.
Αρχειακό υλικό
Η δημιουργία της ταινίας έχει τεράστιο ενδιαφέρον κρίνοντας πάντα από τα λεγόμενα της Σουμπ για το πώς δούλεψε στην περισυλλογή του αρχειακού υλικού που χρησιμοποίησε: «Μπροστά μου είναι απλωμένα τα ανευρεθέντα, μετά από προσεκτική έρευνα, χρονικά της προεπαναστατικής Ρωσίας, ξεκινώντας από το 1905 και τελειώνοντας με τον πρώτο ιμπεριαλιστικό πόλεμο» έγραψε στα ημερολόγιά της. «Στα χέρια μου βρίσκονται κατάλογοι όχι μόνο ρωσικών χρονικών, αλλά και από την Πατέ, Γκομόν, Εκλέρ, μα και από αμερικανικά χρονικά. Παραρτήματα αυτών των εταιρειών υπήρχαν στη Ρωσία. Και αυτό που για μένα ήταν εντελώς αναπάντεχο και το έμαθα: Ο τελευταίος ρώσος τσάρος είχε τον δικό του εικονολήπτη και έχει πολλές λήψεις. Αλλά πού είναι αυτά τα χρονικά;».
Κατάφερε να τα ανακαλύψει όταν μετατέθηκε από την 3η φάμπρικα που βρισκόταν στον σιδηροδρομικό σταθμό Μπριάνσκ (τώρα Κιέβου) στην 1η φάμπρικα στην οδό Ζιτνάγια. «Εκεί» γράφει η Σουμπ «υπάρχει ένα μικρό πλατό, που περισσότερο έμοιαζε με φωτογραφικό ατελιέ. Ο διευθυντής της φάμπρικας Ι. Τράινιν, αργότερα ακαδημαϊκός, σε όλες τις προτάσεις μου απαντάει «όχι». Δεν μπορεί να διανοηθεί πώς είναι δυνατόν από αποσπασματικά κομμάτια χρονικών που τραβήχτηκαν σε διαφορετικές εποχές και από διαφορετικούς φορείς να δημιουργηθεί ένα θεματικά λογικό φιλμ…».
Η Σουμπ είδε όλα τα χρονικά που βρήκε στη Μόσχα. Δεν ήταν αρκετά για την ταινία. Συζητώντας με τους οπερατέρ, καθόρισε ποια χρονικά δεν είχε βρει και πού θα μπορούσε να ψάξει. Η εταιρεία παραγωγής «Σοβκινό» τη βοήθησε να ανακαλύψει όλα τα κινηματογραφικά αρχεία που βρίσκονταν σε ιδιωτικά χέρια στο Λένινγκραντ. Κατά τη διάρκεια της έρευνας κατάφερε να ανακαλύψει ότι μέρος των χρονικών είχε φύγει στην Αμερική. Στο Λένινγκραντ έτυχε της βοήθειας ενός έμπειρου εργαζομένου στα χρονικά που μια μέρα τής έφερε έναν σωρό κουτιά. Ηταν παλιά, τσαρικά αντεπαναστατικά χρονικά και αποδείχθηκε ότι ήταν το προσωπικό αρχείο του τσάρου Νικoλάου Β’.
Χιλιάδες μέτρα φιλμ
Μέσα σε δύο μήνες η Σουμπ είδε 60.000 μέτρα φιλμ από τα οποία επέλεξε 5.200 μέτρα για την ταινία της. Εν τέλει στο φιλμ μπήκαν 1.500 μέτρα. Η ίδια τράβηξε ολόκληρες σειρές ιστορικών ντοκουμέντων, εφημερίδων, αντικειμένων και επεξεργάστηκε εργαστηριακά ολόκληρες σειρές πλάνων.
Η ταινία ήταν έτοιμη στην ώρα της για τα δεκάχρονα της επανάστασης του Φλεβάρη και «Φλεβάρης» ήταν η εργατική ονομασία της. Ωστόσο, ο Τράινιν, συντάκτης των επιγραφών, έδωσε στην ταινία την ονομασία με την οποία έγινε γνωστή. Ο ίδιος σκέφτηκε και τη διαφημιστική γιγαντοαφίσα της, τον δικέφαλο αετό, με τις δύο χοντρές κόκκινες γραμμές να διασταυρώνονται. «Ο Αϊζενστάιν χάρηκε τόσο πολύ, σα να ήταν δική του η ταινία» έγραψε η Σουμπ. Ως σκηνοθέτρια και μοντέζ, η Εσφίρ Σουμπ (1894 – 1959) δημιούργησε ταινίες οι οποίες καθρέπτισαν τα σημαντικότερα γεγονότα όχι μόνο της πατρίδας της αλλά και ολόκληρου του κόσμου. Εκτός από την «Πτώση της δυναστείας των Ρομανόφ», ταινίες της όπως «Ο μεγάλος δρόμος» (1927), «Σήμερα» (1930) και «Ισπανία» (1939) έχουν κερδίσει μια θέση στον χρυσό κατάλογο του παγκόσμιου κινηματογράφου τεκμηρίωσης.
HeliosPlus