Πολλοί αναρωτιόμαστε τα τελευταία χρόνια πού –το –πάει η αρχιτεκτονική. Είναι ένα ερώτημα που διατυπώνεται από τις αρχές περίπου του 2000, όταν στη διεθνή αρχιτεκτονική άρχισε να παρατηρείται το φαινόμενο ενός νέου εκλεκτικισμού που αναφέρεται στη μοντέρνα παράδοση του ευρωπαϊκού μεσοπολέμου (το Μπάουχαους ας πούμε) αλλά χωρίς φυσικά τον αντίστοιχο ιδεολογικό εξοπλισμό. Μια πρώτη προσπάθεια αποδέσμευσης από την ιδεολογία του μοντέρνου είχε εμφανιστεί στη δεκαετία του 1960 με την επικράτηση, στη δίνη των πρωτοποριών εκείνης της περιόδου, του επιλεγόμενου μεταμοντερνισμού. Επρόκειτο για μια νέα συνθήκη που εκμεταλλευόταν τη διάχυτη διαμαρτυρία απέναντι στον «πουριτανισμό του μοντέρνου» και στην ηγεμονική παρουσία του δημόσιου προγραμματικού σχεδιασμού «από το κουτάλι στην πόλη», μέσα στο κλίμα μιας νέας ελευθερίας όπου κυριαρχούσαν το κοινό γούστο και ο πολιτισμός της διαφήμισης και της κατανάλωσης. Επρόκειτο ωστόσο όχι απλώς για κατανάλωση αλλά για κανιβαλισμό των αρχιτεκτονικών στυλ του παρελθόντος, που υπαγορευόταν ενίοτε από την αισθητική του κιτς και την ευφορία μιας παιγνιώδους ποπ κουλτούρας στον απόηχο του Μάη ’68, αλλεργικής σε κάθε ιδέα παραδεδομένης –αρχιτεκτονικής –αυθεντίας.
Το μεταμοντέρνο φαινόμενο, ένα φαινόμενο αρχιτεκτονικού λαϊκισμού, επιτάθηκε και κορυφώθηκε στη δεκαετία του 1980 της Μάργκαρετ Θάτσερ και του Ρόναλντ Ρίγκαν (όχι τυχαία εκπροσώπων του αγγλοσαξονικού πολιτικού τοπίου), ως έκφραση μιας αρχιτεκτονικής συντηρητικής και ενίοτε αντιδραστικής, που ήξερε πώς να παράγει ευφάνταστες εξωτερικές «συσκευασίες» αλλά σχεδόν μηδενική ανανέωση του περιεχομένου της αρχιτεκτονικής.

Εκφραστική απελευθέρωση
Αν ωστόσο ακόμη και ο μεταμοντερνισμός και η αρχιτεκτονική της αποδόμησης που ακολούθησαν αμέσως μετά, ως «τελευταίο στυλ του 20ού αιώνα», διακρίνονταν από κάποιους αναγνωρίσιμους τρόπους σχεδιαστικής προσέγγισης ή και μεθόδου, ό,τι ακολούθησε στη συνέχεια δεν φαίνεται να υπακούει πλέον σε κάποια αρχή. Φαινομενικά αποτελεί την αρχιτεκτονική μιας νέας απελευθέρωσης που χρησιμοποιεί τις μοντέρνες πρωτοπορίες του μεσοπολέμου ως «κλασική παράδοση» και επεξεργάζεται ένα ανεξάντλητο μορφολογικό ρεπερτόριο με την αρωγή της κατασκευαστικής τεχνολογίας και στο πλαίσιο μιας κατά τα άλλα ανησυχητικής τάσης αποϊδεολογικοποίησης, κυρίαρχης σε πλανητικό πλέον επίπεδο. Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της νέας αρχιτεκτονικής είναι η αδιαφορία ή και απέχθεια σε ό,τι αποκαλούσαμε στο παρελθόν «αρχιτεκτονική ποιητική» η οποία καθόριζε το έργο ενός σπουδαίου αρχιτέκτονα και το αναδείκνυε ως μορφοπλαστικά και περιβαλλοντικά σημαντικό, ως έργο τέχνης δηλαδή.
Η νέα αυτή συνθήκη αποτελεί απλώς εκφραστική απελευθέρωση και είσοδο σε μια νέα εποχή δημιουργικού και ατέρμονα ευρηματικού σχεδιασμού, ή πίσω από αυτά υπάρχει μια λιγότερο αθώα ερμηνεία;
Την απάντηση δίνει ένα εξαιρετικό βιβλίο, The Architecture of Neoliberalism (Η Αρχιτεκτονική του Νεολιμπεραλισμού) που εκδόθηκε το 1916 από τον οίκο Bloomsbury του Λονδίνου και ανατυπώθηκε στις αρχές του 2017. Συγγραφέας του βιβλίου, προορισμένου μάλλον να γίνει μπεστ σέλερ, είναι ο Douglas Spencer που διδάσκει στη γνωστή σχολή αρχιτεκτονικής Architectural Association του Λονδίνου, δηλαδή σε μια πόλη κομβική τα τελευταία 60 χρόνια τόσο για μερικές από τις κυρίαρχες αρχιτεκτονικές τάσεις διεθνώς όσο και σε σχέση με τη φαινομενολογία του ύστερου καπιταλισμού και του συναφούς με αυτόν νεοφιλελευθερισμού. Ο Spencer έρχεται κυριολεκτικά να ξεσκεπάσει (για να μη χρησιμοποιήσουμε άλλη λέξη) όλη αυτή τη σύγχρονη εικονογραφία της αρχιτεκτονικής που αποτελείται από αρχιστάρ, καινοφανείς κατασκευαστικές μορφοποιήσεις πανάκριβων διεθνών επενδύσεων και προωθημένες θεωρητικές τοποθετήσεις των αρχιτεκτόνων που καθώς σχολιάζονται στο βιβλίο η μία μετά την άλλη αποκαλύπτουν ένα πρόσωπο της διεθνούς αρχιτεκτονικής ζοφερό τόσο για τα κίνητρα όσο και για τον κυνισμό του. Ο Spencer βάζει στο στόχαστρο –τι άλλο; –μερικές από τις αρχιτεκτονικές θεότητες της εποχής μας όπως η Zaha Hadid και ο συνεταίρος της Patrik Schumacher, ο Rem Koolhaas, ο Greg Lynn και οι αρχιτέκτονες του γραφείου Foreign Office Architects όπως ο Zaera-Polo και η Farshid Moussavi. Η ανάλυση παραδειγματικών αρχιτεκτονικών έργων αυτών των αρχιτεκτόνων κάνει ακόμη πιο πειστική την προσέγγισή του.
Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι ανάμεσα στις θεμελιώδεις αλήθειες της νεοφιλελεύθερης σκέψης, που έχει τις καταβολές της στη δεκαετία του 1960, είναι πως τα άτομα μπορούν να κατανοήσουν μόνο μερικώς την πολυπλοκότητα του σύγχρονου κόσμου· πως ο σχεδιασμός της κοινωνίας από τα ίδια άτομα είναι κατά συνέπεια ένα εγχείρημα καταδικασμένο σε αποτυχία· πως η οικονομία της αγοράς είναι καταλληλότερη για τη ρύθμιση, την ανάπτυξη και την ευταξία μιας κοινωνίας από ό,τι είναι σε θέση να κάνουν τα άτομα μέσω του κρατικού μηχανισμού. Η ελεύθερη αγορά αναδεικνύεται έτσι σε μετα-ιδεολογική δύναμη εκδημοκρατισμού και πολιτογραφείται ως εξελικτικός παράγοντας μιας αυτορρυθμιζόμενης συνολικής τάξης. Στο πλαίσιο αυτό οι οικονομικές ανισότητες και η εργασιακή ανασφάλεια θεωρούνται απλώς «παράλληλες απώλειες» ενώ παραβλέπεται το γεγονός ότι είναι η ίδια η διαδικασία αυτή που τις παράγει.
Η μέθοδος και ο σκοπός
Ο Spencer αναδεικνύει τη φαντασμαγορική γοητεία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και τη θρησκευτική του πίστη για ευελιξία, χειραφέτηση και πολλαπλότητα ευκαιριών, καθώς και την αγορά ως καταληκτικό υποδοχέα κάθε ιδέας ελευθερίας. Στο πλαίσιο αυτό η αντίσταση δεν είναι απλώς μάταιη, είναι και ανόητη: δεν υπάρχει εναλλακτική σε αυτόν τον ιδανικό κόσμο του νεοφιλελευθερισμού που διέπεται από την «ιδεολογία της μη ιδεολογίας». Επισημαίνει ότι η αρχιτεκτονική είναι ένας από τους καλύτερους χώρους για να διαπιστώσει κανείς τους τρόπους δράσης του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού, καθώς βρίσκεται στην υπηρεσία μηχανισμών ελέγχου και «συμμόρφωσης», ενώ αυτοπροβάλλεται ως προοδευτική. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Patrik Schumacher έχει δηλώσει ότι τα κοινωνικά, πολιτικά και κυβερνητικά ζητήματα δεν θα πρέπει να επηρεάζουν ή να σχολιάζονται από τους αρχιτέκτονες: η αρχιτεκτονική πρέπει να κινείται αποκλειστικά στο επαγγελματικό πλαίσιο που έχει η ίδια προσδιορίσει, και που είναι «η διαμόρφωση της επικοινωνιακής αλληλεπίδρασης». Και ύστερα κατηγορούμε τον Λε Κορμπιζιέ για την πολιτική συμπεριφορά του στη δεκαετία του 1930…

Είναι προφανές ότι εδώ δεν υπάρχει χώρος για υπέρμαχους του δημόσιου σχεδιασμού της προηγούμενης γενιάς όπως για παράδειγμα ο σπουδαίος Oriol Bohigas στην παραδειγματική περίπτωση της πόλης της Βαρκελώνης. Η κουλτούρα του μοντέρνου και των επιγόνων του είναι θανάσιμος εχθρός, διότι προάγει τον κεντρικό σχεδιασμό, απέναντι στη νεοφιλελεύθερη και ριζοσπαστική νοοτροπία της αυθόρμητης ρύθμισης και της αυτο-οργάνωσης που μέσω της αγοράς «μεγιστοποιεί τις αξίες, διορθώνεται με ίδια μέσα, αυτορρυθμίζεται και αυτοπροσδιορίζεται. Ετσι η προγραμματική διάσταση της πολεοδομικής και αρχιτεκτονικής τάξης μπορεί να καθοριστεί από τους ιδιώτες πελάτες. Ονειρεύομαι μια ριζοσπαστική πολεοδομία της ελεύθερης αγοράς» υπογραμμίζει πάντα ο Schumacher, μιας και η αγορά μάς απαλλάσσει από την τυραννία του –δημόσιου εννοείται –σχεδιασμού, μεταλλάσσει μάλιστα και ενσωματώνει τον δημόσιο χώρο εντός του ιδιωτικού.
Η απάντηση λοιπόν στο προηγούμενο ερώτημα είναι προφανής. Ο μοντέρνος εκλεκτικισμός έχει να κάνει αποκλειστικά με μια «εξελικτική» ιδέα της αρχιτεκτονικής, με την προσαρμοστικότητα και την αέναη παραγωγή ευέλικτων χώρων για προσαρμόσιμους χρήστες. Για να παραφράσουμε τη Θάτσερ, «η αρχιτεκτονική είναι η μέθοδος, σκοπός είναι να αλλάξει η ψυχή των ανθρώπων».
Ο κ. Ανδρέας Γιακουμακάτος είναι καθηγητής Αρχιτεκτονικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ