Χαιρετίστηκε ως μια ιστορική απόφαση η οποία απέτρεψε το ενδεχόμενο να μετατραπεί η κυβέρνηση της Τερέζα Μέι σε μια «εκλεγμένη δικτατορία». Προτού ανάψει το «πράσινο φως» για την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ, η πρωθυπουργός της χώρας θα πρέπει να λάβει την έγκριση του του Κοινοβουλίου, αποφάνθηκαν οι δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου.
Η απάντηση της Μέι ωστόσο ήταν άμεση. Αποδεχόμενη τη δικαστική απόφαση η κυβέρνηση έσπευσε να συντάξει και να παρουσιάσει «Σχέδιο νόμου περί της Ευρωπαϊκής Ενωσης (γνωστοποίηση αποχώρησης)», ζητώντας από τους βουλευτές να «εξουσιοδοτήσουν την πρωθυπουργό να γνωστοποιήσει, σύμφωνα με το άρθρο 50 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ενωσης, την πρόθεση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την ΕΕ».
Αλλά το έκανε με τον πλέον προστακτικό τρόπο: μερικές σύντομες φράσεις, με ελάχιστα περιθώρια για τροποποιήσεις και μόλις πέντε ημέρες για να εξεταστεί το νομοσχέδιο από τους βουλευτές προτού τεθεί σε ψηφοφορία στη Βουλή των Κοινοτήτων και στη Βουλή των Λόρδων. Αντί να τιμά το πνεύμα της ετυμηγορίας του δικαστηρίου η οποία έγινε δεκτή ως μια επιβεβαίωση της κυριαρχίας του Κοινοβουλίου, το νομοσχέδιο αποτελεί περισσότερο μια αναγκαστική, σχεδόν τυπική, παραχώρηση από την πλευρά της κυβέρνησης, η οποία ωστόσο γνωρίζει πολύ καλά ότι οι βουλευτές δεν θα τολμήσουν να καθυστερήσουν ή να μπλοκάρουν την έγκρισή του από τον φόβο μη φανούν στα μάτια των ψηφοφόρων ως εκείνοι που αμφισβητούν τη λαϊκή βούληση όπως αυτή εκφράστηκε στο δημοψήφισμα του περασμένου Ιουνίου.

«Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι το ψήφισμα της 7ης Δεκεμβρίου 2016, που εγκρίθηκε από την πλειοψηφία του Κοινοβουλίου με 448 ψήφους υπέρ και μόλις 75 κατά, καθορίζει μεταξύ άλλων πως «το Κοινοβούλιο θα πρέπει να σεβαστεί τις επιθυμίες του βρετανικού λαού όπως εκφράστηκαν στο δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου και να καταθέσει αίτημα στην κυβέρνηση να ενεργοποιήσει το άρθρο 50 ως την 31η Μαρτίου του 2017″»
πρόσθεσε σχετικά μιλώντας στο «Βήμα» ο Αρης Γεωργόπουλος, καθηγητής στο Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Νότιγχαμ.
Αμέσως μετά την κοινοποίηση του νομοσχεδίου στελέχη των Εργατικών σχολιάζοντας το ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα μίλησαν για «ντροπή» και «περιφρόνηση της κοινοβουλευτικής κυριαρχίας». Αλλά ο Τζέρεμι Κόρμπιν επέλεξε να ζητήσει από τους βουλευτές του να ψηφίσουν με βάση την κομματική γραμμή και να εγκρίνουν το νομοσχέδιο, γεγονός που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, με την Τούλιπ Σίντικ, σκιώδη υπουργό Παιδικής Μέριμνας, να υποβάλλει την παραίτησή της δηλώνοντας πως δεν μπορεί να αποδεχθεί την επιβολή κομματικής πειθαρχίας.
Το Εργατικό Κόμμα ωστόσο πρόκειται να παρουσιάσει τουλάχιστον επτά τροπολογίες προς συζήτηση, με μία από αυτές να ζητεί την κατάθεση προς ψήφιση στο Κοινοβούλιο της όποιας τελικής συμφωνίας για το Brexit, ενώ δεκάδες τροπολογίες ετοιμάζονται να παρουσιάσουν το σκωτσέζικο Εθνικό Κόμμα, το κόμμα των Πρασίνων και οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες. Οι τελευταίοι μάλιστα ζητούν τη διεξαγωγή ενός δεύτερου δημοψηφίσματος για την έγκριση των όσων συμφωνηθούν μεταξύ της βρετανικής κυβέρνησης και της ΕΕ.
Αλλά παρά την εναντίωση βουλευτών της αντιπολίτευσης που δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν κατά του νομοσχεδίου και τις ενδεχόμενες διαρροές ψήφων από «αντάρτες» βουλευτές των Τόρις, οι οποίοι τάσσονται είτε κατά της εξόδου είτε υπέρ μιας πιο «ήπιας» εκδοχής της, τα δύο Κοινοβούλια αναμένεται πως θα επικυρώσουν την όλη διαδικασία.
Με λίγα λόγια, το νομοσχέδιο για την ενεργοποίηση του άρθρου 50 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «νομοσχέδιο με στόχο την εξουσιοδότηση της Τερέζα Μέι να προχωρήσει την όλη διαδικασία», όπως σημειώνει χαρακτηριστικά σε άρθρο του ο Ράφαελ Μπελ, πολιτικός αναλυτής του «Guardian». Ακριβώς αυτό που επιζητούσε η βρετανίδα πρωθυπουργός.
Αρης Γεωργόπουλος: «Πολιτικά αδιανόητο να διακόψει τη διαδικασία το Κοινοβούλιο»

«Η σημασία της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου έγκειται στο γεγονός ότι επαναβεβαιώνει την κυριαρχία του Κοινοβουλίου, πιστοποιεί με άλλα λόγια το πρότυπο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας» δηλώνει στο «Βήμα» ο Αρης Γεωργόπουλος, καθηγητής Ευρωπαϊκού και Δημόσιου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Νότιγχαμ, υποστηρίζοντας ωστόσο ότι η ετυμηγορία των βρετανών δικαστών αποτέλεσε κάθε άλλο παρά ένα ακόμη «πλήγμα» για την Τερέζα Μέι.


«Επιλέγοντας να καταθέσει έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης
(ανώτερου δικαστηρίου του Λονδίνου) η κυβέρνηση επιδίωξε να αποδείξει ότι έχει τα προσόντα για να ολοκληρώσει με επιτυχία το Brexit: «Θέλουμε να προχωρήσουμε, αλλά βάζουν εμπόδια στον δρόμο μας». Αυτό είναι σημαντικό για την πρωθυπουργό, καθώς τον Ιούνιο είχε ταχθεί υπέρ της παραμονής της Βρετανίας στην ΕΕ, ενώ το κόμμα των Συντηρητικών στη βάση του παραμένει ευρωσκεπτικιστικό. Ωστόσο, αν η κυβέρνηση ήθελε να κινηθεί ταχύτερα προς το Brexit, θα είχε αποδεχθεί την αρχική απόφαση και θα είχε καταθέσει το νομοσχέδιο πριν από το τέλος του προηγούμενου έτους, κερδίζοντας έτσι περισσότερο χρόνο» επισήμανε.
Οσον αφορά το πώς θα μπορούσαν τα μέλη του Κοινοβουλίου να επηρεάσουν το Brexit, ο κ. Γεωργόπουλος ανέφερε πως «θεωρητικά το Κοινοβούλιο θα μπορούσε να διακόψει την όλη διαδικασία στο σύνολό της. Αυτό ωστόσο αποτελεί κάτι το αδιανόητο σε πολιτικό επίπεδο. Τα μέλη του Κοινοβουλίου μπορούν να προτείνουν τροπολογίες στο νομοσχέδιο της κυβέρνησης με στόχο να διασφαλίσουν ότι θα έχουν λόγο κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων αλλά τίποτε παραπάνω αυτή τη στιγμή, καθώς το άρθρο 50 δεν επιτρέπει την πραγματοποίηση των όποιων διαπραγματεύσεων πριν από την επίσημη έναρξη της διαδικασίας αποχώρησης. Αυτό σημαίνει ότι επί του παρόντος τα μέλη του Κοινοβουλίου μπορούν μόνο να εκφράσουν τις θέσεις τους για τη μελλοντική συμφωνία».
Σχολιάζοντας το ενδεχόμενο η τελική συμφωνία για το Brexit που θα παρουσιαστεί από την κυβέρνηση να μην εγκριθεί από το Κοινοβούλιο, ο κ. Γεωργόπουλος ανέφερε ότι αυτό «θα εξαρτηθεί από τον τρόπο με τον οποίο θα εξελιχθούν οι διαπραγματεύσεις αλλά και από την προθυμία των κομμάτων να καταλήξουν σε κάποιον συμβιβασμό. Στην παρούσα στιγμή και με βάση το πλάνο της Τερέζα Μέι το «σκληρό» Brexit είναι πολύ πιθανό. Στην περίπτωση που το Κοινοβούλιο απορρίψει την τελική συμφωνία και έχει παρέλθει η διετία που προβλέπεται από το άρθρο 50 για διαπραγματεύσεις, τότε η Βρετανία θα πάψει να είναι μέλος της ΕΕ και αυτό θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ένα «άτακτο» Brexit».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ